Βγαίνοντας από την κεντρική αίθουσα του αεροδρομίου της Αθήνας, μια Κυριακή του Πάσχα απόγευμα,
χαρά θεού, πεντακάθαρος, ηλιόλουστος ουρανός
μέσα στη μέση κάποιων άστατων καιρικά ημερών,
κι ενώ μόλις είχε ξεπροβοδίσει την κόρη του, που έφευγε για το Λονδίνο και η κίνηση των επιβατών ήταν λιγοστή,
καθώς κατευθυνόταν στο παρκαρισμένο – εκεί κοντά – πρόχειρα αυτοκίνητό του,
είδε μπροστά του ένα ζευγάρι νεαρών.
Ήταν καθισμένοι σ’ ένα μικρό στύλο
– η κοπέλα στα γόνατα του νεαρού, αγκαλιασμένοι περιστροφικά, σαν αδιαίρετο, “στρογγυλοποιημένο” σύνολο, δίχως επαφή ή μάλλον σε πλήρη αδιαφορία προς τους γύρω τους –
που η μοναδική κίνησή τους ήταν ένα ελαφρύ, αυτονόητο, αργό – κάθε τόσο – ανάδευμα,
των ποδιών κυρίως,
μια ελαφριά αποτίναξη και μια – αμέσως μετά – επαναφορά στην αρχική στάση, όπως ακριβώς στο “φιλί του Ροντέν”.
Αλλά και μια απομάκρυνση δύο-τριών εκατοστών των προσώπων
και μια επανένωση – μετά από μια στιγμιαία θέαση, απελευθερωτική και συνάμα λατρευτική, του ενός προσώπου προς το άλλο και την μεσολάβηση μιας παρατεταμένης ανάσας και ίσως μιας επιθυμητής ώσμωσης –
των σωμάτων, χωρίς να δείχνουν ότι είναι αποκομμένοι οι δυο τους από το περιβάλλον.
Το αντίθετο μάλιστα, δείχνοντας ολοφάνερα, πως το αγνοούν.
Ηθελημένα;
Αθέλητα;
Δίπλα τους ήταν ένα αγαλματάκι·
μια επιγραφή.
‘‘…αγαλματίδιο μικρού κοριτσιού (άρκτου) που κρατάει μια χήνα. Από τη Στοά της Βραυρωνείας Αρτέμιδος. Τέλη του 4ου – αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα. (Αντίγραφο – Εργαστήρι ‘‘ΕΛΛΑΝΙΟΝ’’).
Ήταν σε μια ηλικία, όπου ακόμα κρατιόταν καλά. Η εμφάνισή του ήταν τέτοια, που του έλεγαν ότι νεάζει. Γενικά ζούσε σαν νέος, με κέφι για δουλειά, για έρωτα, και με αγάπη για τους δικούς του. Αλλά στην πραγματικότητα δεν έπαυε να είναι προχωρημένος στην ηλικία, σε σημείο που είχε υπερβεί– χωρίς ίσως να το συναισθάνεται – την καμπή εκείνη, που σίγουρα από αυτήν δεν μπορεί κανείς να επιστρέψει και να την προσπεράσει αντίστροφα.
Ξανακοίταξε γύρω του – και ύστερα προς το βάθος – το πεντακάθαρο, ανοιχτόχρωμο, γαλάζιο απογευματινό.
Ανάπνευσε μια αίσθηση απείρου.
Ο ήλιος είχε, λες, αρχίσει ανεπαίσθητα να γέρνει, αριστερά και προς τα πίσω.
Άραγε, το ζευγάρι αυτό ήταν εκεί πολλή ώρα;
Και πόσο θα έμενε εκεί,
σ’ αυτό το αγκάλιασμα και σ’ αυτό το φίλημα διαρκείας;
Αγόρι και κορίτσι ήταν ντυμένοι απλά. Ίσως ήταν φοιτητές. Ζήτημα να ήταν παραπάνω από είκοσι χρονών.
Είχαν άραγε μόλις ξανασυναντηθεί μετά από το ταξίδι του ενός από τους δυο;
Μήπως ο ένας τους ετοιμαζόταν να ταξιδέψει και είχαν έρθει νωρίτερα στο αεροδρόμιο, για να ζήσουν όσο γίνεται περισσότερο αυτή τη θετική πλευρά – μαζί με τις τόσες αρνητικές – ενός αποχωρισμού;
Δεν είχαν αποσκευές. Ούτε κάπου υπήρχαν, απ’ ό τι φαινόταν, κάποιοι άνθρωποι με τους οποίους θα ερχόντουσαν σε λίγο σε επαφή, ή κάποιο αυτοκίνητο που τους είχε φέρει ή θα τους έπαιρνε, (τον έναν βέβαια και όχι και τους δύο) από το αεροδρόμιο προς την πόλη.
Μήπως είχαν συμβολικά διαλέξει το αεροδρόμιο ως τόπο αποχαιρετισμού – αληθινού και επικείμενου – ή έστω μόνο ως σημείο της ανώδυνης αναπαράστασης ενός αποχαιρετισμού;
Μήπως είχαν έρθει με το μετρό ώς εδώ, ως φόρο τιμής σε ένα τόσο γνωστό σημείο αποχαιρετισμού, ακριβώς για να ξορκίσουν την έννοια του αποχαιρετισμού, να τον αψηφήσουν ή να τον βιώσουν προκαταβολικά, για να τον απομονώσουν ως αναπόφευκτο, στις πιο πολλές περιπτώσεις, καταληκτικό στοιχείο μιας ένωσης, ενός δεσμού;
Μήπως αυτό το ζευγάρι ήταν εκεί από πάντα, σε ένα αποσπασμένο παρόν, προτού καν χτιστεί – σχετικά πρόσφατα – αυτό το αεροδρόμιο και απλώς φανερωνόταν στους περαστικούς επιλεκτικά, κάποιες στιγμές, όπως αυτό το ανοιξιάτικο απογευματινό και μόνο στους επιβάτες του αεροδρομίου ή σε κάποιους συνοδούς τους, που είχαν την ανάγκη ή την ευαισθησία να δουν το ζευγάρι αυτό, έτσι όπως ήταν ακίνητο, κυριολεκτικά ενωμένο, κουλουριασμένο, σαν δυο αρχαία αγάλματα εύκαμπτων δισκοβόλων, δυο παλαιστών που, αντί να παλέψουν, συμφιλιώνονται;
Μήπως είχαν συνοδεύσει κάποιο τρίτο άτομο, που είχε ήδη φύγει σε ταξίδι, και χαιρόντουσαν τώρα τη μοναξιά, οι δυο τους;
Μήπως περίμεναν κάποιον τρίτον, που θα έφτανε και θα διέλυε αυτή την πρόσκαιρη, κοινή μοναξιά τους;
Μήπως αποχαιρετιόντουσαν πάλι και πάλι, με τη βεβαιότητα του ερχομού, κάποτε, ενός άγνωστου, τρίτου, που θα διέλυε την προκλητική μοναξιά τους;
Πενήντα μέτρα πιο κάτω μεσολαβούσε ένας παράδρομος και μετά ήταν η γραμμή των παρκαρισμένων αυτοκινήτων.
Προχώρησε με τη σκέψη να ξαναδεί για λίγο – καθώς θα ξεκινούσε με το αυτοκίνητο και θα περνούσε από αυτό το σημείο με χαμηλή ταχύτητα – το ζευγάρι αυτό, ίσως και να το φωτογραφήσει.
Όχι για να το αποθανατίσει·
αλλά για να ξαναφέρει και να κρατήσει στην επιφάνεια την απρόσμενη αυτή αίσθηση ενός γεγονότος ξεχωριστού, σπάνιου και ανεπανάληπτου.
Μπήκε στο αυτοκίνητο και έβαλε μπρός.
Κοίταξε δεξιά του. Δεν είδε το νέο και την κοπέλα στη θέση που υπολόγιζε ότι τους είχε αφήσει αγκαλιασμένους. Μετά, του φάνηκε ότι τους είδε ανάμεσα στον όγκο δυο αλλεπάλληλα παρκαρισμένων αυτοκινήτων. Διαπίστωσε όμως, ότι δεν ήταν το ζευγάρι, αλλά ένας ή δύο περαστικοί, που είχαν σταθεί προσωρινά σε κείνο το σημείο.
Κοίταξε λίγο μπρος.
Μετά πίσω.
Δεν ήταν πουθενά.
Ήρθε, λοιπόν, η στιγμή που το παρατεινόμενο εκείνο αγκάλιασμα είχε τελειώσει;
Μήπως οι δυο τους είχαν μπει μέσα στο μεγάλο, στεγασμένο χώρο των αναχωρήσεων;
Θα έφευγαν;
Ο ένας;
Ή και οι δυο;
Πόσο θα ήταν ακόμα μαζί;
Και τι σημασία είχε, αφού μέχρι εκείνη τη στιγμή – ή έστω έως πριν από λίγο – ήταν μαζί;
Ήταν τυχερός.
Τους είχε δει – τους είχε πλησιάσει και τους είχε προσπεράσει – μόλις από μισό μέτρο απόσταση.
Μπορεί να τον είδαν.
Ίσως όχι.
Του έδωσαν ωστόσο τη δυνατότητα να τους δει.
Και να συμμετέχει κι αυτός στο συμβάν.
Φαινομενικά απών.
Και παρών.
Σκίτσα: Ζαχαρίας Ψαράκης
Discussion about this post