Από την Ελένη Λάδη
Το τηλέφωνο χτύπησε. Άνοιξε τα μάτια, όμως ήταν πολύ κουρασμένη για να σηκωθεί. Ακούμπησε ξανά το κεφάλι της στο πλαϊνό μέρος του κρεβατιού και ‘κει, καθισμένη στο πάτωμα ξανακοιμήθηκε. Το τηλέφωνο χτυπούσε ακόμη πάνω στο τραπέζι, δίπλα στην πόρτα.
Σταμάτησε. ‘Ήταν η πρώτη στάση του δρομολογίου. Το ήξερε πολύ καλά, αφού είχε μελετήσει τόσες φορές το ταξίδι αυτό. Αυτό το ταξίδι που θα έκαναν μαζί. Τραγική ειρωνεία. Αντίστροφη. Το κουδούνι ακούστηκε και πάλι και το τρένο συνέχισε. Ήταν όμορφα. Εκείνη καθισμένη δίπλα στο παράθυρο, χάζευε τα δέντρα που περνούσαν βιαστικά, αμέτρητα και πυκνά. Νόμιζες θα χανόσουν μέσα τους, θα γινόσουν ένα με αυτά.
Έφερε τους καφέδες. Απέναντί τους ένας κύριος με κοτλέ κουστούμι και ένα μαύρο, παλιωμένο, δερμάτινο χαρτοφύλακα. Θα πήγαινε να πουλήσει κάτι στην επόμενη πολιτεία ή στην μεθεπόμενη, ίσως και σε καμία.
Της έδωσε τον καφέ και χαμογέλασε, όπως άλλωστε έκανε πάντα. Πόσο υπέροχο το χαμόγελό του.Τα μάτια του. Νόμιζε δεν θα τα ξεχάσει ποτέ. Τον πήρε και ζέστανε τα παγωμένα της χέρια. Λένε πως όσοι αγαπούν έχουν κρύα χέρια. Δεν ξέρω. Δεν το πίστεψα ποτέ.
Εκείνος τακτοποίησε κάτι αποσκευές στο μικρό ντουλάπι που βρισκόταν από πάνω. Έκατσε, την αγκάλιασε και ήπιανε ήσυχα τον καφέ τους. Λένε πως όταν νιώθεις άνετα με τη σιωπή του άλλου, τότε τον ξέρεις πραγματικά.Δεν ξέρω. Δεν το πίστεψα ποτέ.
Εκείνη έγυρε πάνω του και αποκοιμήθηκε. Τα χέρια του χαιδευαν τα μαλλιά της και τα χείλη του φιλούσαν το προσωπό της. τα μάτια του την κοίταζαν, μα ίσως και όχι. Εκείνη τον μύριζε, τον ένιωθε μέσα της όπως ήταν ακουμπισμένη πάνω στο μικρό και αδύναμο,μα τόσο στοργικό του στήθος . Λένε πως όταν ερωτεύεσαι τα βλέπεις όλα υπέροχα. Δεν ξέρω. Δεν το πίστεψα ποτε.
Το κουδούνι ακούστηκε ξανά. Καταλάθος ο κύριος με τον παλιό χαρτοφύλακα την ξύπνησε καθώς έφευγε. Άνοιξε ανήσυχη τα βλέφαρά της. Τα άνοιξε για να δει τον άδειο καναπέ της καμπίνας και το μοναδικό ποτήρι καφέ πάνω στο τραπεζάκι, αδειανό και αυτό, όπως και το μεγαλύτερο μέρος του τρένου.Είχε πια νυχτώσει. Ψέμματα δεν ήξερε που βρισκόταν. Δεν ήξερε καν που πήγαινε. Αποφάσισε απλά να κάνει εκείνο το ταξίδι. Θα αποβιβαζόταν όταν ξημέρωνε, ίσως σε κάποια ερημωμένη πολιτεία.
Έπιασε τα μαλλιά της, κούμπωσε την ζακέτα της και σηκώθηκε. Βγήκε και στάθηκε ένα λεπτό να κοιτάξει από το παράθυρο του διαδρόμου.Το τρένο δεν κινούταν, μα τα σπίτια φαίνεται να προσπερνούσαν και να χάνονταν. Κοίταξε αριστερά στο διάδρομο να χαζέψει του συνεπιβάτες της. Ένα φωτάκι τρεμόπαιζε ακριβώς πάνω από τη καμπίνα της. Δίπλα στο διάδρομο, το δωμάτιο με τις θέσεις ατέλειωτο. Προχωρούσε μα δεν τελείωναν οι άδειες θέσεις, Άδειες όλες. Μόναχα στο βάθος νόμισε τον διέκρινε αλλά δεν θα τον πρόφταινε. Ποιόν; Δεν ξέρω.
Το κουδούνι ξανά, το τηλέφωνο του δωματίου. Κανείς δεν ήξερε πως βρισκόταν εκεί. Γιατί δεν την άφηναν να κοιμηθεί;
Discussion about this post