Λένε πως ήταν εκείνος ο παλιός καιρός που όλα πάνω σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο ήτανε αλλιώτικα. Σ’ έναν τόπο μακρινό, κι άλλοι λένε πως ήταν εδώ παραδίπλα, στην άκρη της θάλασσας απλωνόταν μια πολιτεία ξακουστή. Στο λιμάνι της έδεναν καράβια ταξιδεμένα σ’ όλες τις θάλασσες που κουβαλούσαν όλων των λογιών τις πραμάτειες. Οι άνθρωποί της ζούσαν όπως πολλοί θα ζήλευαν, τα είχαν όλα και τίποτα δεν τους έλειπε κι όλα ήταν ζυγισμένα και κυλούσαν όπως έπρεπε.
Μα αν τούτα γίνονταν στη στεριά, λένε οι ιστορίες των παλιών των ναυτικών στα καφενεία της πολιτείας, πως πιο πέρα, μέσα στα νερά της θάλασσας γίνονταν πράματα αλλιώτικα. Γιατί, λένε, στο βασίλειο των ψαριών υπήρχε καιρό πολύ αναστάτωση μεγάλη. Όλα τα ψάρια και τα θαλασσινά ήταν σε στενοχώρια για όλα τούτα που άλλα τα ζούσαν στο πετσί τους κι άλλα τα αντίκριζαν με τα ίδια τους τα μάτια. Τα ψάρια τα μεγάλα άνοιγαν το στόμα τους και κατάπιναν μικρά, κι άλλα πιο δυνατά κούναγαν τις ουρές τους και παραμέριζαν τα αδύναμα για να περάσουν κι άλλες φορές τα σπρώχνανε μακριά.
Το κάθε ψάρι κολυμπούσε όπως ήθελε, πήγαινε ανάποδα στο ρεύμα, ενοχλούσε όσα πήγαιναν παρέα και πουθενά δεν είχε μήτε τάξη μα μήτε και σειρά. Άρχισαν τα παράπονα κι οι γκρίνιες κι από παντού ακούγονταν φωνές: «Θέλουμε τάξη και δίκιο σε τούτο το χαμό! Θέλουμε βασιλιά για να μην κάνει ο καθένας του κεφαλιού του».
Βρέθηκαν το λοιπόν όλα μαζί σε μάζωξη μεγάλη κι άρχισαν να λέει το ένα τούτο, να λέει το άλλο εκείνο κι έγινε φασαρία. Αφού μάλωσαν κάμποσες ώρες, στο τέλος πήραν την απόφαση: «Αδέρφια, θα κάμουμε αγώνα, κι όποιο ψάρι μπορέσει να κολυμπήσει πιο γρήγορα ενάντια στο κύμα, στη φουρτούνα και στο ρεύμα, για να βοηθήσει τα πιο μικρά τα αδέρφια του, εκείνο να γίνει ο βασιλιάς μας!» Όλα τα ψάρια συμφώνησαν κι άρχισαν να ετοιμάζονται για τον αγώνα.
Μαζεύτηκαν λοιπόν όλα τα ψάρια που ήθελαν του λόγου τους στη θάλασσα να βασιλέψουν και στάθηκαν το ένα δίπλα στ’ άλλο κοντά στο γιαλό και μπήκαν στη γραμμή: Ο μπακαλιάρος κι ο κέφαλος στην άκρη, πιο δίπλα η ρέγκα με τη ζαργάνα, το λαβράκι κι η τσιπούρα στη μέση, η σαρδέλα, η γλώσσα και το μπαρμπούνι στα ζερβά κι άλλα πολλά πιο πέρα και στο πλάι.
Δίνει τότε η ζαργάνα το σύνθημα με την ουρά της κι αρχίζει ο αγώνας των ψαριών, να δούνε ποιο απ’ όλα θα μπορέσει να κολυμπήσει πρώτο κόντρα στο κύμα και τη φουρτούνα, ποιο θα καταφέρει να φτάσει πρώτο, για να αποκτήσουν βασιλιά. Χύνεται πρώτη που λέτε η ζαργάνα γοργή σαν βέλος και πίσω της μια συναγρίδα με μανία κολυμπάει. Πιο πίσω να ’ρχεται με φούρια ο κέφαλος κι από κοντά του το λαβράκι. Ξοπίσω να χύνεται με δύναμη το μπαρμπούνι που βλέπει την τσιπούρα να ακολουθεί με πείσμα κι ανάμεσά τους η ρέγκα έβαζε τα δυνατά της να τους προλάβει μην χαθεί απ’ την παρέα.
Λένε τώρα οι ιστορίες των παλιών πως ένα απ’ τα πολλά εκείνα τα ψάρια που κολυμπούσε αντάμα με τα άλλα ήταν κι η γλώσσα. Και τούτη όλο και προσπαθούσε κι όλο τέντωνε το κορμί της μέσα στα νερά και προσευχόταν από μέσα της, να φτάσει πρώτη στο τέρμα και να γίνει βασίλισσα της θάλασσας.
Στα ξαφνικά, εκεί που τα ψάρια κολυμπούσαν στον αγώνα και τα νερά ταράζονταν, ακούστηκε μια φωνή: «Αδέρφια, η ρέγκα είναι πρώτη! Η ρέγκα είναι πρώτη απ’ όλα τα ψάρια!». Τ’ ακούει αυτό η γλώσσα που είχε μείνει πίσω και ζήλευε πολύ και φωνάζει: «Ποια είναι πρώτη; Δεν άκουσα! Μα δε θα μου δώσετε απόκριση καμιά; Μ’ ακούτε; Ποια είναι πρώτη;». Μια φωνή ακούστηκε πάλι από μπροστά να λέει: «Αδέρφια, η ρέγκα είναι πρώτη, λέμε! Η ρέγκα είναι πρώτη απ’ όλα τα ψάρια σε τούτον τον αγώνα! Τ’ ακούτε; Η ρέγκα έχει την πρωτιά!». Η γλώσσα ταράχτηκε και φωνάζει: «Ποια είναι πρώτη, αδέρφια; Τι είπατε; Άκουσα καλά; Η παλιορέγκα περνάει όλα τα ψάρια; Η παλιορέγκα η ξεβράκωτη;».