Στα πλαίσια του φετινού φεστιβάλ «Μικρό Παρίσι των Αθηνών», του οποίου το θέμα είναι «Πολιτισμός και Οικολογία», δημιουργήθηκε από τον εικαστικό Λεωνίδα Γιαννακόπουλο μία δημόσια τοιχογραφία (mural) στο τέρμα της οδού Αγίου Κωνσταντίνου, στο σημείο εκείνο που διασταυρώνεται με την πλατεία Καραϊσκάκη του Μεταξουργείου.
Το συγκεκριμένο έργο ονομάζεται «Ode to the Big sea» και ο καλλιτέχνης περιγράφει το δημιούργημά του ως εξής: «Μια σύγχρονη Αφροδίτη αναδύεται μέσα από τη θάλασσα φορώντας για στέμμα στο κεφάλι της ένα καράβι, σύμβολο της συνύπαρξης πολλών αιώνων του ανθρώπινου πολιτισμού με το υδάτινο περιβάλλον. Ο πολιτισμός, με τη μορφή γυναίκας, αναγεννάται μέσα από την επίκληση της φύσης για βοήθεια και συμπορεύεται μαζί της σε ένα ταξίδι φόρο τιμής στο περιβάλλον που λεηλατείται καθημερινά».
Τα δημόσια αυτά καλλιτεχνικά έργα πέρα από το γεγονός ότι ομορφαίνουν το πυκνό γκρι αυτής της πόλης, συμβάλλουν και με έναν άλλο πολύ ξεχωριστό τρόπο στην καθημερινότητα των ανθρώπων· σημεία πάνω στα οποία μπορεί το βλέμμα να ξεκουραστεί, να σκεφτεί ο νους πέρα από τα τετριμμένα, να δημιουργήσει μία ιστορία, ή απλά να θαυμάσει κάτι πολύ μεγάλο, αλλά όχι μία πολυκατοικία.
Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν, δημιουργείται μία συνομιλία ανάμεσα στους διαβάτες και στο έργο τέχνης η οποία προσπερνά την απλή συνηθισμένη θέαση και ενεργοποιεί συναισθήματα και νοητικές διαδικασίες που «ανοίγουν» το μυαλό και ηρεμούν το σώμα.
Σημαντικό παράγοντα αποτελεί και το στοιχείο του ξαφνιάσματος. Από μόνο του το γεγονός ότι ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά μας μία υπερμεγέθης τοιχογραφία μέσα σε ένα περιβάλλον που δεν περιμένεις να δεις κάτι τέτοιο, είναι από μόνο της μία ενεργοποίηση που αναγκάζει το σώμα και το μυαλό να ξεβολευτεί. Αυτή η έννοια του ξεβολέματος είναι κομβική τόσο για την ίδια την τέχνη όσο και για τον εκάστοτε θεατή αφού είναι αυτή που δίνει το εναύσμα για κινητοποίηση και για δράση ή ακόμη και αντίδραση. Εκεί είναι που ξεκινάει η δημιουργική διαδικασία της τέχνης τόσο για τον πομπό όσο και για τον δέκτη.
Επειδή λοιπόν η συνομιλία του ανθρώπου με το έργο τέχνης είναι ζητούμενο, εμείς στείλαμε σε φωτογραφίες το έργο σε μερικούς ανθρώπους χωρίς να τους δώσουμε καμία περαιτέρω πληροφορία για αυτό (τοποθεσία, τίτλο, πλαίσιο κλπ) και τους ζητήσαμε να καταγράψουν ελεύθερα όποια σκέψη τους γεννά η συγκεκριμένη τοιχογραφία. Έτσι δημιουργήθηκαν τρεις διαφορετικές εκδοχές της εικόνας αυτής.
Κατερίνα
Η Μίνα το σαφρίδι κλείνει σήμερα τα 30 της χρόνια.
Κάθε χρόνο στα γενέθλιά της και από πολύ μικρή ηλικία, καταγράφει στο αγαπημένο της πετρολόγιο τις τρεις πιο έντονες συναισθηματικά στιγμές του χρόνου που πέρασε
εθιμοτυπικά, ανέτρεξε και σε κάποιες παλιότερες
αναβίωσε τη μέρα που δοκίμασε πρώτη φορά γαριδόπιτα και έκτοτε είναι το αγαπημένο της φαγητό
Όπως και τη μέρα που ξύπνησε τρομαγμένη από έναν τονοεφιάλτη αλλά αρκετά ενθουσιασμένη που επιτέλους θυμήθηκε το όνειρο της
την καλοκαιρινή μέρα που έκρυψε τα αβγά της κάτω απ την κουκούλα της Μάγιας της μέδουσας
και την χειμωνιάτικη εκείνη που έκανε τσουλήθρα στα σγουρά κυματομαλλιά της Θάλασσας
ήταν και κάποιες άλλες όχι και τόσο ευχάριστες
δεν θα μπορούσαν να λείπουν βέβαια μιας και η Μίνα το σαφρίδι έχει μεγαλώσει αρκετά για να έχει και τέτοιες
έχει ξεφύγει πολλές φορές απ τα δίχτυα των ψαράδων, κάτι που δεν ισχύει για πολλούς φίλους της και αρκετά εφτασέγγονά της
έχει μετακομίσει σε 541 διαφορετικά βραχόσπιτα καθώς η θαλασσορύπανση ερήμωνε τις γειτονιές και έκανε την τροφή δυσεύρετη
στην σκέψη του 273ου βραχόσπιτου, η Μίνα αναστέναξε κάμποσες μπουρμπουλίθρες
Τα ταξίδια της βέβαια την γέμισαν με αφρισμένες εικόνες και ζωηρή φαντασία
Η Μίνα το σαφρίδι, χαμένη στην αναπόληση, συνειδητοποίησε πως ο χρόνος που πέρασε δεν της άφησε στιγμές που να ξεπερνούν σε ένταση τα δεδομένα της για την ένταση
σκέφτηκε πως κουράστηκε να καταχράται αναμνήσεις για να νιώθει ζωντανή
σκέφτηκε ακόμη πως για να δει καινούρια μέρη θα πρεπε να καταστραφούν πολλά απ τα υπάρχοντα
έτσι, πήρε μια πρωτοφανής απόφαση
σήμερα, θα κατέγραφε την πιο έντονη φαντασίωσή της. Ένα όνειρο που έκανε στον ξύπνιο της και έτσι δύσκολα θα ξεχνιόταν
γράφει λοιπόν:
αγαπημένο μου πετρολόγιο,
θέλω να μεταμορφωθώ σε ψάρι στο μέγεθος πλανήτη
να καταπιώ την θάλασσα ολάκερη
και μετα να την ξεράσω όπως η τούλα η φάλαινα
με τα πιο φανταχτερά βυθοχρώματα που έχει φανταστεί ποτέ ψαρονούς
Μαρία
«Το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι», αλλά αν το κεφάλι στα πέλαγα αρμενίζει η μυρωδιά του χάνεται, μακραίνει, μπερδεύεται και ομορφαίνει.
ή
Σαν σε σώμα ιχθύος, η γυναικεία σκέψη στα πέλαγα ελίσσεται και αρμενίζει.
ή
Τι και αν το σώμα λειψό, αδύναμο, για κάποιους σιχαμερό και γλοιώδες, με περιορισμούς, φυσικούς περιορισμούς, δεν δύναται να ακολουθήσει τον ρου κάθε πελάγους, λίμνης, σε κάθε είδους νερό να κολυμπήσει;
Το μυαλό εύκολα μπορεί πάνω από την επιφάνεια να βγει,
με άλλους τρόπους να σκεφτεί και να κυλήσει
πάνω σε ύδατα λεία και ποικίλα.
ή
Ένας νους κυλάει καλύτερα στο φύσημα ενός θαλασσινού αέρα, ακόμα και αν το σώμα σου δυσκίνητο ελίσσεται σε νερά παράξενα και ξένα.
ή
Μην ξεχνάς κοντά στο αυτί σου, υπάρχει μία μικρή περιοχή, χρυσή, από χρυσό φτιαγμένη. Εκεί κρατάς κρυμμένο έναν τρόπο. Τον τρόπο να…
Έτσι ακριβώς όπως ο τότε Νέος Κόσμος ανακαλύφθηκε. Ο νέος σου κόσμος.
freeΤέζα
Αυτή η ιστορία δεν θα είναι χαρούμενη. Αυτή η ιστορία είναι για μια γυναίκα που ζει στο βυθό. Αγνώστων λοιπών στοιχείων. Αυτή η ιστορία δεν ξέρουμε πως τελειώνει. Μόνο πως αρχίζει. Μια μέρα, σε μια καθόλα αφρόντιστη πλαζ του λεκανοπεδίου της Αττικής, εκεί που φορούσε τις παπίτσες της για να γλιστράει στη θάλασσα γρήγορα σα να ‘χε ουρά ψαριού, ξεμάκρυνε στα βαθιά μέχρι το σημείο εκείνο όπου οι τσιρίδες από τα βαγγελομανωλάκια και τα ουρλιαχτά απ’ τις μαμάδες “Γιαννάκη τα κεφτεδάκια σου”, ξεμάκρυναν.
Επιτέλους. Ησυχία και όχι σιωπή. Για λίγο, απέραντη μπλε. Πλατσς-πλουτς-πλατς ξεβράκωτη, με τις παπίτσες της, ανάσκελα, με τα μάτια καρφωμένα στον ουρανό και τον τρόμο του ατελείωτου. Και τότε συνέβη κάτι αρκετά σπάνιο αλλά όχι και απίθανο. Την κατάπιε ένα ψάρι. Άνοιξε διάπλατα το στόμα του και την καταβρόχθισε ολόκληρη. Λίγο πριν την καταβροχθίσει εντελώς, εκείνη έβγαλε μια κραυγή. Το ψάρι σταμάτησε για μια στιγμή. Τότε η γυναίκα κατάλαβε πως μπορούσε να του μιλήσει.
-Πρόσεξε τις παπίτσες μου. Είναι από πλαστικό και αν τις καταπιείς ίσως να υπάρξει πρόβλημα.
Το ψάρι δεν απάντησε, αλλά έμεινε για λίγο ακίνητο.
-Άκου τι θα κάνουμε, του είπε. Με το δεξί σου πτερύγιο θα τις βγάλεις προσεκτικά και με την ουρά σου θα τις πετάξεις με δύναμη στον ουρανό.
Το ψάρι έκανε ακριβώς ότι του είπε η γυναίκα και οι δύο παπίτσες εκτοξεύτηκαν στον αέρα. Και έγιναν δύο ολόλευκοι γλάροι που πέταξαν μακριά.
Ο καιρός περνούσε, η γυναίκα κατοικούσε μέσα στο στομάχι του και μαζί ταξίδευαν σε ωκεανούς έχοντας μια σιωπηλή συμφωνία που κανείς ποτέ δεν έμαθε πως κλείστηκε. Όταν τα σύννεφα κάνουν ακατάληπτα σχήματα χνουδωτού μαλλιού της γριάς και μυρίζουν καλαμπόκι – παρόλο που είναι απλά νερό σε αφράτη μορφή – κάνουν το εξής: το ψάρι ανεβαίνει στην επιφάνεια της θάλασσας, βγάζει απ΄ το στόμα του το κεφάλι της γυναίκας εκεί που ο ορίζοντας ξεγελά το μάτι ανθρώπου και ψαριού και εντοπίζει εκείνο το ανύπαρκτο σημείο που η θάλασσα σμίγει με τον ουρανό.
Η γυναίκα αναδύεται μ΄ ένα λουλούδι για αυτί ώστε να μπορέσει επιτέλους να καταλάβει τι λένε τα κύματα και με μία γαλέρα για στέμμα για να αναπνέουν τα ναυάγια του παρελθόντος. Αυτή η ιστορία δεν ξέρουμε πως τελειώνει. Κάποιος είπε πως μια τέτοια συγκατοίκηση δεν είναι βιώσιμη. Κάποιος άλλος είπε πως τα μακροβούτια είναι απλώς ζήτημα αναπνευστικής εξάσκησης. Κάποιος τρίτος επέλεξε να μείνει σιωπηλός χαζεύοντας δύο γλάρους σε χαμηλή πτήση.
*Η ιστορία αυτή, για τους δύσπιστους, άφησε το ίχνος της σ΄ έναν αθηναϊκό τοίχο.
**Παπίτσες είναι τα βατραχοπέδιλα στη διάλεκτο των παιδικών μου χρόνων.
Η σκηνοθέτις Βασιλική Μυλωνά, ανέλαβε να κάνει ένα ντοκιμαντέρ για την τοιχογραφία του Λεωνίδα Γιαννακόπουλου στο οποίο να ακολουθεί με την κάμερα την διαδικασία παραγωγής του έργου, συμπεριλαμβάνοντας και κάποια ακόμη ήδη έτοιμα έργα του ιδίου. Στο ντοκιμαντέρ πραγματεύεται το πώς τα άψυχα μέρη της πόλης μπορούν να φιλοξενούν στο περιβάλλον τους τέτοιου είδους έργα αλλά και την αλληλεπίδραση των ανθρώπων της γειτονιάς και των περαστικών με τo έργο. Την δυναμική δηλαδή που δημιουργούν στο ιστό της πόλης αυτά τα έργα τέχνης.
Μιλήσαμε και με την ίδια την σκηνοθέτιδα, η οποία μας απάντησε σε κάποιες ερωτήσεις για το έργο που αυτή έχει αναλάβει:
Πώς προέκυψε η ανάγκη για αυτό το ντοκιμαντέρ;
Η ιδέα υπήρχε στο μυαλό μου τα δύο τελευταία χρόνια. Παρατηρούσα τις τοιχογραφίες σε μεγάλες επιφάνειες τοίχων περπατώντας καθημερινά στο κέντρο της πόλης και κάθε μια τους έμοιαζε να ξετυλίγει αθόρυβα την αρχή μιας ανείπωτης ιστορίας. Με συγκινούσε η ελευθερία που ένιωθα στην προσωπική σχέση μαζί τους. Μερικές φορές, προσπαθούσα να ανασύρω από την μνήμη την εικόνα του συγκεκριμένου τοίχου πριν ζωγραφιστεί και σπάνια το κατάφερνα. Η νέα του εικόνα ήταν πιο δυνατή. ΄
Όταν συνάντησα το έργο του Λεωνίδα Γιαννακόπουλου ένιωσα σαν να βρήκα μια πύλη για έναν θαυμαστό κόσμο. Η έννοια του ταξιδιού ως κατάστασης του μυαλού, στα έργα του, ήρθε να συναντήσει δικές μου εσωτερικές καταστάσεις και σκέψεις και κάπως έτσι, βρέθηκα να επιστρέφω σε τοπία που είχα αφήσει στο παρελθόν. Και όλο αυτό το πλαίσιο μετουσιώθηκε μέσα μου σε δημιουργική δύναμη, χαρά, όρεξη για νέες ανακαλύψεις. Tότε ήταν που αποφάσισα να καταγράψω με τον φακό έναν γυμνό τοίχο πριν συναντηθεί με μια δική του ζωγραφική ιστορία.
Το σχέδιο για το ντοκιμαντέρ βρήκε φιλοξενία στο πρόγραμμα 4ο Εργαστήρι ντοκιμαντέρ «Με τα μάτια ανοιχτά 2020» της Ένωσης Ελληνικού Ντοκιμαντέρ, από το οποίο είχε κάθε δυνατή βοήθεια και στήριξη στην υλοποίησή του. Ο τίτλος του ντοκιμαντέρ είναι «Οι τοίχοι που μιλάνε» (ή Talking walls).
Πόσο προσφέρεται η Αθήνα για τέτοιου είδους απόπειρες και γιατί;
Η Αθήνα, μια άσχημη τσιμεντούπολη σε πολλές γειτονιές της, μια πόλη που πάλλεται ασταμάτητα στο φως και το σκοτάδι, που αλλάζει κάθε στιγμή ψηλαφώντας το πολυπολιτισμικό της πρόσωπο, μια πόλη που αγαπάμε αλλά και εχθρευόμαστε, χρειάζεται ιδιαίτερα τέτοιες δημόσιες εικαστικές παρεμβάσεις. Πολλά ζωγραφικά έργα φιλοξενούνται σε όψεις εγκαταλελειμμένων κτιρίων και άλλα, σε επιφάνειες τοίχων μεγάλων διαστάσεων σύγχρονων κτιρίων της πόλης, κατόπιν συναίνεσης ή και ανάθεσης.
Οι τοιχογραφίες του δρόμου (murals) εντάσσονται στο ευρύτερο πεδίο της street art ή urban art. Πολλοί άνθρωποι συμφωνούμε ότι μεταμορφώνουν το περιβάλλον που τις φιλοξενεί, εκπαιδεύουν, διαμορφώνουν αισθητική, εμπνέουν, μεταφέρουν μηνύματα συμπορευόμενες με ακτιβιστικά κινήματα και ακολουθούν την ιλιγγιώδη ταχύτητα της ζωής, αποτελώντας πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας.
Επιπλέον, η εικαστική δημιουργία με συναίνεση, στο δημόσιο χώρο, αποτελεί ένα ισχυρό ηθικό-αισθητικό αντίβαρο στο βανδαλισμό αρχαίων και ιστορικών μνημείων αλλά και κατοικιών στον οικιστικό ιστό της πόλης, από γκράφιτι. Οι τοιχογραφίες του δρόμου στέκουν γοητευτικές, φθαρτές και εφήμερες και το ταξίδι ξεκινάει κάθε στιγμή.
Πώς είναι η διαδικασία του να ακολουθείς με την κάμερα τα άψυχα σημεία αυτής της πόλης και να προσπαθείς να τους δώσεις ζωή;
Η διαδικασία να παρατηρώ με την κάμερα τις άψυχες επιφάνειες αυτής της πόλης είναι μια άκρως ενδιαφέρουσα, σχεδόν φυσική λειτουργία. ΄Έχει τους όρους μια ζωντανής συνομιλίας, η οποία, κάποιες φορές οδηγεί σε δημιουργικές στιγμές. Άλλοτε πάλι όχι, αλλά η σημασία της παραμένει το ίδιο μεγάλη γιατί ξεκινά μέσα μου μικρές επικοινωνίες.
Έτσι ή αλλιώς, οι άψυχες επιφάνειες έχουν την δική τους άηχη ζωή. Μας συντροφεύουν σιωπηλά στις περιπλανήσεις μας, κατανοούν το βιαστικό προσπέρασμά ή την αδιαφορία μας, αφουγκράζονται τα χτυποκάρδια μας, τα όνειρα και τις απογοητεύσεις μας. Κάποιες φορές, όταν τα βλέμματά μας διασταυρώνονται, συνομιλούν μαζί μας ή μας συμπαραστέκονται σαν παλιοί φίλοι.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η παρατήρηση με την κάμερα του μεγάλου λευκού τοίχου να μεταμορφώνεται και να αποκτά ζωή, ήταν ένα συναρπαστικό ταξίδι στην καρδιά της πόλης, που το έκανα σε παράλληλη ράγα με αυτήν του Λεωνίδα Γιαννακόπουλου. Ο φακός κατέγραψε την προετοιμασία του τοίχου για να δεχτεί τη ζωγραφική, παρακολούθησε την συμπόρευση του δημιουργού με το υλικό του κάτω από δύσκολες συνθήκες, τις πρώτες γραμμές του προσχέδιου στην επιφάνεια του σοβά, την προετοιμασία των χρωμάτων, τις υφές της ύλης, την ολοκλήρωση του έργου.
Κινηματογραφώντας ολόπλευρα αυτό που συνέβαινε, θέλησα να αφηγηθώ μια ιστορία με επίκεντρο το συγκεκριμένο ζωγραφικό έργο σε κοινή θέα, να μιλήσω για την γοητεία αυτής της εφήμερης μορφής τέχνης και να αφουγκραστώ την δυναμική που αναπτύσσει στον κοινωνικό ιστό της μικρής-μεγάλης γειτονιάς της οδού Αγίου Κωνσταντίνου αλλά και της Αθήνας γενικότερα.