Ένα αστυνομικό διήγημα θα μπορούσε να πει κανείς. Μια καλή ιδέα για ταινία μικρού μήκους, όλο ατμόσφαιρες και εναλλαγές. Είναι, όμως, ένας θεατρικός μονόλογος. Και μάλιστα, από τους δυνατούς, από αυτούς που χρειάζεται να δει κανείς που φοβάται να πάει να δει μονόλογο στο θέατρο.
Η Μαρία Μαραγκουδάκη γράφει, η Κατερίνα Γκατζόγια παίζει, σκηνοθετημένη από τον Γιώργο Τζαβάρα, δουλεμένη κινησιολογικά και υποκριτικά από τη Λίζυ Ξανθοπούλου.
Όλη η ομάδα δούλεψε σκληρά για να φέρει στη σκηνή ένα απλό εκ πρώτης όψεως κείμενο που όμως περιλαμβάνει έναν πολύ δύσκολο ρόλο: αυτόν ενός λαϊκού κοριτσιού με μικρή εμπειρία στον έρωτα, το οποίο φλερτάρει με την ιδέα της εκδίκησης και της ίδιας της δολοφονίας ακόμα.
Με χιούμορ, ζωντάνια και άποψη η Μαραγκουδάκη κεντά το γραπτό της, ένα γραπτό που απευθύνεται στον καθένα και την καθεμιά. Δυσεύρετο να γράφει γυναίκα και να μην κάνει μπαμ. Εδώ, δεν κάνει μπαμ. Κι αυτό μου αρέσει πολύ.
Η Κατερίνα Γκατζόγια παίζει σφιχτά, συγκροτημένα, μαυλιστικά. Παλέτες συναισθημάτων και ψυχολογικών διακυμάνσεων περνούν από τα δάχτυλα, τα πρόσωπό της και εντυπωσιάζει η μαεστρία στον χειρισμό τους. Τα εύσημα, εδώ, σίγουρα πρέπει να πάνε και τους ανθρώπους που δούλεψαν μαζί της για το τελικό αποτέλεσμα. Αλλά η ίδια αυτή μοιάζει να αποκλείει με κάθε της βήμα πάνω στη σκηνή το ενδεχόμενο άλλη ηθοποιός να ενσαρκώσει επαρκέστερα τον ρόλο. Σα να γράφτηκε για αυτήν το κείμενο!
Η σκηνογραφία και ο φωτισμός δεν είμαι σίγουρη αν αποτελούν τις τελειότερες επιλογές για να αγκαλιάσουν την συγκεκριμένη παράσταση. Η μουσική, όμως, που προσεγμένα και έξυπνα επιμελήθηκε ο Νίκος Επίσκοπος δίνει στην ατμόσφαιρα τις ποιότητες που της αξίζουν και της ταιριάζουν.
Αποκομίζει κανείς μια ολοκληρωμένη θεατρική εμπειρία, με αρμονία, μεστότητα και λιτότητα. Κλείνουν τα φώτα και μαγεύεσαι. Ανοίγουν και παραμένεις μαγεμένος. Σημασία που έχει αυτό!
Η υπόθεση του έργου θα ενδιαφέρει πολύ: νομικούς, κομμώτριες, ερωτευμένους, άπιστους, γυναίκες-αράχνες, λάτρεις των γλυκών, μπαμπάδες, μαμάδες, καθηγήτριες, αστυνομικούς, δημοσιογράφους, ντεντέκτιβς, χημικούς.
Θα ενδιαφέρει, όμως, και κάθε λογής ρομαντική ψυχή που παρατηρεί με στοργή τα φύλλα ενός άνθους που γκρεμίζονται από τον μίσχο για να καταλήξουν στο πάτωμα ενός μπαλκονιού ή μιας αυλής. Αυτούς που εύκολα βλέπουν τους εαυτούς τους στη θέση των φύλλων που πέφτουν. Όχι, το κείμενο και η παράσταση κάθε άλλο παρά μελό είναι. Όμως, σφύζει από τρυφερότητα και ευθραυστότητα. Τι πιο ανθρώπινο;
Το θέατρο Eliart πρέπει να αισθάνεται υπερήφανο που ενέταξε στο ρεπερτόριό του αυτό το θεατρικό διαμαντάκι που μοσχοβολά Μαύρο Γιασεμί. Δύο παραστάσεις έμειναν: σήμερα και αύριο, Δευτερότριτο. Σπεύσατε!