Για ένα χρόνο είχαν μείνει κρυμμένα τα μαγικά πλάσματα του καρναβαλιού.
Μέτραγαν τις ώρες για να περάσει το 8ωρο /12ωρο, για να γυρίσουν τα παιδιά από το σχολείο, μέτραγαν απώλειες και κέρματα για να βγάλουν τον μήνα, μέτραγαν τις μέρες αντίστροφα για να φορέσουν πάλι τα φτερά τους, τα χρωματιστά μαλλιά και τα γυαλιά τους. Έφτιαξαν χαμόγελα ζωγραφιστά και δάκρυα από διαμάντια. Φόρεσαν λουλούδια χάρτινα και έγιναν εξωτικά πουλιά και άγρια θηρία. Μια μέρα και μία νύχτα θα ζούσαν φορώντας τη μάσκα του εαυτού που έκρυβαν.
Ξεχύθηκαν στους δρόμους του Μεταξουργείου μα δεν ήταν όλοι εκεί. Έλειπαν οι ξένοι, έλειπαν οι τρελοί και οι διαφορετικοί είχαν γίνει πια mainstream. Μια βεβιασμένη χαρά διάχυτη, χαμόγελα για ένα κλικ. Πόση ανάγκη για λίγη εξουσία, ακόμα και ένα καρναβαλικό δρώμενο. Η δύναμη της επιβολής. Εμείς εδώ, εσείς εκεί. Δικό μας το παιχνίδι και τα όργανα πληρωμένα. Τι κρίμα. Κάποτε αυτό το καρναβάλι τους χωρούσε όλους, τώρα η χρυσόσκονη δεν καταφέρνει να κρύψει τις ρυτίδες των καιρών.
Βράδιασε και έκαψαν βιαστικά τα λάβαρα και τα φτερά τους. Μπείτε στο πνεύμα της φωτιάς διέταξαν το πλήθος μα μόνο οι πιστοί ακόλουθοι χτύπαγαν εκστασιασμένοι τη γη. Οι υπόλοιποι πίναν όπως κάθε Κυριακή βιαστικά ποτά στα τραπεζάκια της πλατείας.
Ευτυχώς που όσες διαταγές και αν ακουστούν ο έρωτας θα μένει πάντα ανυπότακτος, οι διαβολάκοι λάγνοι και τα παιδιά αθώα, και το καρναβάλι θα ζει στα στενά του Μεταξουργείου από τους ανένταχτους.