Γράφει ο Γιώργος Χριστόπουλος
Tην παράσταση “Το δικό της δωμάτιο” βασισμένη σε ένα δοκίμιο της Virginia Woolf με τον πρωτότυπο τίτλο “A room of one’s own” σκηνοθέτησε στο Θέατρο 104 ο Γιάννης Λασπιάς. Το κείμενο εκδόθηκε για πρώτη φορά το Σεπτέμβριο του 1929 και βασίστηκε σε δύο ομιλίες της συγγραφέως σε γυναικείο κοινό στο Newnham και στο Girton College του Πανεπιστημίου του Cambridge στις 20 και 26 Οκτωβρίου του 1928. Με αφορμή τη γυναικεία παρουσία στην πεζογραφία, η συγγραφέας αναρωτιέται για την ελλιπή παρουσία της στο γενικότερο κοινωνικό “γίγνεσθαι” της εποχής και θέτει θεμελιώδη ερωτήματα για τη φύση, τις ικανότητες, τη χειραφέτηση και την αναγνώριση της γυναίκας.
Σε ένα κόσμο με πατριαρχική δομή η γυναίκα χρειάζεται το δικό της “δωμάτιο”, το δικό της χώρο, το δικό της χρόνο, τις δικές της ανάσες, τις δικές της υλικές απολαβές, για να δημιουργήσει και να καταξιωθεί. Σε κάποιο χωρίο του κειμένου της δημιουργώντας την Τζούντιθ Σαίξπηρ, μια φανταστική ηρωίδα με θεωρητικά αντίστοιχο συγγραφικό τάλαντο με το διάσημο αδερφό της, αναρωτιέται γιατί δε θα της επιτρεπόταν να το αναπτύξει και να το καλλιεργήσει σαν τον αδερφό της, καταλήγοντας μια καταπιεσμένη και ανελεύθερη γυναίκα.
Κάνοντας μια αναδρομή σε παλαιότερες εποχές επισημαίνει ότι η γυναικεία παρουσία στην Ιστορία και την εξέλιξή της υπήρξε δυσανάλογα μικρή και αποδεικνύει με ονόματα κάποιων φωτεινών εξαιρέσεων ότι θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι διαφορετικά. Τα δικαιώματα ήταν δυσανάλογα λίγα σε σχέση με τις υποχρεώσεις τους, ενώ αντίστοιχα ήταν εξαιρετικά περιορισμένες οι ευκαιρίες τους για μόρφωση, εργασία και κοινωνική καταξίωση, εκτός από κάποιες περιπτώσεις εύπορων γυναικών που κατάφεραν να σπάσουν τα στεγανά της εποχής τους.
Ένα φεμινιστικό μανιφέστο, το οποίο δεν αναλώνεται μόνο σε μια απλή αναφορά ονομάτων και καταγγελίες για την ανισότητα εις βάρος των γυναικών, αλλά παραθέτει μια σειρά συλλογισμών και λογικών επιχειρημάτων υπέρ της ευρύτερης χειραφέτησής τους. Τη διασκευή του έργου έκανε ο σκηνοθέτης, προσαρμόζοντας το κείμενο επιτυχημένα σε ένα πολύ πιο ρεαλιστικό σήμερα, αλλά κρατώντας ζωντανό το διεκδικητικό του τόνο.
Ο Γιάννης Λασπιάς υπέγραψε τη σκηνοθεσία του εγχειρήματος, αποφεύγοντας έναν πιθανώς βαρετό αφηγηματικό τρόπο εξιστόρησης όσων ήθελε να πει κι επιλέγοντας να αμβλύνει τον καταγγελτικό τόνο της συγγραφέως. Η επιλογή να ξεφύγει από το σκόπελο ενός αμφίβολης κατάληξης μονόλογο και να επιλέξει τέσσερις ηθοποιούς που θα εναλλάσσονται στο λόγο, αλλά θα δρουν στη σκηνή ως μία οντότητα, έδωσε ζωντάνια στο κείμενο κι έκανε την εικόνα αρμονικό αρωγό του.
Τέσσερις γυναίκες ηθοποιοί με διαφορετική ηλικία, άλλο σωματότυπο, διαφορετικό ντύσιμο, αλλά και με την καθεμία να έχει τον προσωπικό της τρόπο έκφρασης και εκφοράς του λόγου, έδωσαν το στίγμα ότι το έργο τις αφορά όλες. Η διαρκής κινητικότητα των πρωταγωνιστριών και η χρήση αντικειμένων του σκηνικού εντάχθηκαν στην αφήγηση, η οποία χρωματίστηκε από μία “σκηνική δράση”, η οποία ενώ δεν υπήρχε στο αρχικό κείμενο, της έδωσε θεατρικότητα κι έκανε τα νοήματά της άμεσα και προσιτά στο θεατή. Οι πινελιές του (πικρού ενίοτε) χιούμορ που προστέθηκαν δε μείωσαν ούτε στο ελάχιστο τη σοβαρότητα της επιχειρηματολογίας του κειμένου, δίνοντας όμως μια “γλυκιά” αίσθηση στον καταγγελτικό του τόνο.
Η δημιουργία εικόνων στη διάρκεια της παράστασης, όπως για παράδειγμα οι υπό μορφής τηλεπαιχνιδιού ερωτοαποκρίσεις περί αποφθεγμάτων για τη γυναίκα γνωστών αντρών του πρόσφατου και παλαιότερου παρελθόντος, έδωσαν έμφαση στην αίσθηση της συνεχιζόμενης ανισότητας εις βάρος των γυναικών. Προς το τέλος της παράστασης, η παράθεση ονομάτων γυναικών που άφησαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους στη ροή της Ιστορίας εμπλουτίστηκε έξυπνα και με κάποια, νεότερα της συγγραφέως, προσαρμόζοντας τις σκέψεις της ως το σήμερα.
Στη συνολική θεώρηση της παράστασης οι όποιες σκηνοθετικές εμπνεύσεις μπορεί να ατυχούσαν αν δε γινόταν προσεκτική επιλογή των πρωταγωνιστριών που θα τις πλαισίωναν με το λόγο και την κίνησή τους. Η Πηνελόπη Μαρκοπούλου, η Φωτεινή Παπαχριστοπούλου, η Μάρλεν Σαΐτη και η Άντα Κουγιά, έδωσαν όλη τους την ενέργεια στη σκηνή και μας μετέφεραν επιτυχημένα τις σκέψεις της Woolf με δυναμισμό, πάθος, ένταση και μεταδοτικότητα.
Με την καθεμία να έχει ένα προσωπικό τρόπο παιξίματος, αλλά στο σύνολό τους να έχουν τόσο καλή χημεία στη σκηνή, η διαρκής αλλαγή της σκυτάλης του λόγου γινόταν με μία συνέχεια και συνέπεια, που έπειθε ότι πρόκειται για μία και ενιαία γυναικεία φύση που μπορεί ο καθένας και η καθεμία μας να κατανοήσει. Λειτούργησαν αρμονικά ως σύνολο, χωρίς ερμηνευτικούς εγωισμούς, εκμεταλλευόμενες την εμπειρία ή τον ενθουσιασμό τους και κρατήθηκαν σε διαρκή επικοινωνία με την πλατεία καταφέρνοντας να είναι πιστές στο πνεύμα του κειμένου. Η φωνή του εκφωνητή που ακούγεται στο έργο ανήκει στο Διαμαντή Καραναστάση, ενώ ζωντανά στη σκηνή συνοδεύει μουσικά τις πρωταγωνίστριες ο Γιώργος Κατσάνος.
Το σκηνικό περιβάλλον επιμελήθηκε η Αρετή Μουστάκα με μια μεγάλη ραφιέρα να καλύπτει όλο το background της σκηνής με διάφορα μικρά αντικείμενα στα ράφια της, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στη ροή της παράστασης, ενώ κάποια άλλα διάσπαρτα μικροαντικείμενα είχαν κι αυτά τη χρησιμότητά τους στην εξέλιξή της, χωρίς ευτυχώς να εμποδίζουν την κινητικότητα των ηθοποιών. Το σχεδιασμό των κοστουμιών ανέλαβε η Βασιλική Σύρμα, ντύνοντας κάθε μία από τις πρωταγωνίστριες με διαφορετικό τρόπο (ρούχα και παπούτσια), υπονοώντας ότι το κείμενο και τα μηνύματά του αφορούν εξίσου όλες τις γυναίκες, ανεξάρτητα από το στυλ, την ηλικία και την ιδιοσυγκρασία τους.
Η κίνηση της Βρισηίδας Σολωμού είχε αρμονία, υποστήριξε έξυπνα τη φλόγα και την ένταση του λόγου και βοήθησε στη δημιουργία εικόνων που συνεπικούρησαν επιτυχημένα την αφήγηση. Η μουσική σύνθεση του Γιώργου Κατσάνου με κάποιες αδυναμίες, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος της έδεσε με το λόγο, αν και μερικές φορές η έντασή της με ενόχλησε. Οι φωτισμοί ήταν του Βαγγέλη Μούντριχα, ο οποίος επιδόθηκε σε ένα δημιουργικό παιχνίδισμα με τις σκιές, φωτίζοντας εντονότερα μόνο τις σκηνές με την κίνηση των ηθοποιών και διατηρώντας χαμηλούς τόνους στα πιο αφηγηματικά μέρη.