Από τη συλλογή υπό έκδοση “ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ, ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ”
Το θέατρο θα ξεκινούσε σε λίγο.
Η είσοδος δεν θα επιτρεπόταν μετά το τρίτο κουδούνι.
Η Άλμα του το είχε πει. “Προσπάθησε για μια φορά στη ζωή σου, να μην αργήσεις”
Το κακό με κείνον ήταν που ποτέ δεν υπολόγιζε τον χρόνο ρεαλιστικά. Είχε μια τελείως υποκειμενική αίσθηση της ώρας.
Κι έτρεχε να προλάβει συνεχώς όσα δεν έφτανε ποτέ. Γιατί ποτέ, πουθενά δεν ήταν εκεί, την στιγμή που θα έπρεπε να είναι εκεί. Αυτό άλλοτε κόστιζε πολύ κι άλλοτε απλά τον έκανε να αισθάνεται ελλειμματικός. Αλλά δεν το διόρθωνε. Δεν το αξιολογούσε. Ή μπορεί και κάπως μέσα του να θεωρούσε πως είναι καθήκον των άλλων να τον περιμένουν. Αυτά βέβαια τα έχουν πει, όσοι τον περίμεναν ως τώρα. Ο ίδιος ήταν απλά ένα θύμα του χρόνου. Ίσως και όχι μόνο.
Όπως και να έχει, απόψε, ο μικρός του αδελφός θα έβγαινε για πρώτη φορά στη σκηνή, οι φίλοι θα του έκοβαν την καλημέρα αν θα αργούσε πάλι και η γυναίκα που τον αγαπούσε τον είχε προειδοποιήσει για όλα αυτά.
Κι η νυχτερινή πόλη ακόμη, είχε μια θυμωμένη όψη, όσο έτρεχε να προλάβει και μικρά, συμβολικά σχεδόν περιστατικά στον δρόμο του, του φωνάζανε:
“Η Γη δεν φτιάχτηκε για να την περπατήσεις εσύ και δεν θα διαλυθεί εξ ων συνετέθη μόλις πεθάνεις”
“Κανείς δεν μπορεί να σε περιμένει να τελειώσεις με τον εαυτό σου”
“Δεν είσαι το Κέντρο του Κόσμου”.
Πριν τρεις ώρες στο νέο του γραφείο – μόλις 6 μήνες εργαζόταν μαζί τους – του ανακοίνωσαν πως από αύριο δεν θα χρειαστούν πια τις υπηρεσίες του. Αποζημιώθηκε κι έφυγε σαν να μην είχε υπάρξει εκεί ούτε μια μέρα. Χωρίς να αποχαιρετήσει κανέναν.
Από τον δερμάτινο σάκο του στον ώμο, ψαχούλεψε το κινητό του και κάλεσε την Άλμα, σχεδόν δέκα βήματα μακριά. Είχε το δικό της κλειστό. Θα είναι ακόμη στη δουλειά και δεν πιάνει, σκέφτηκε. Με τον προαστιακό σε λίγο θα βρισκόταν στο Κέντρο. Του περίσσευαν 150 ολόκληρα λεπτά από την ώρα της παράστασης.
Στην τσέπη του φούσκωνε η μικρή αποζημίωση που πήρε. Μπήκε σε μια μπυραρία και λίγη ώρα μετά βγήκε από κει με μια μελανιά στο μάτι κι ένα ανεπαίσθητο σκίσιμο στα χείλη. Το αγόρι της όμορφης κοπέλας που καθόταν φάτσα ήταν οξύθυμο. Δυο χαμόγελα και η γενναιόδωρη πράξη να κεράσει τις επόμενες μπύρες στο ζευγάρι απέναντι τον έκαναν ύποπτο. “Μας ξέρεις ρε;” του είπε ο τύπος. “Γιατί μας κερνάς;”
“Μόλις απολύθηκα και το γιορτάζω” απάντησε γελαστά. Το γέλιο έσβησε στο πρόσωπό του με την πρώτη σφαλιάρα. Δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία τι έγινε μετά. Έφυγε πριν σκάσουν οι μπάτσοι και τον κάνουν να χάσει το θέατρο.
Κατηφόρισε στην κεντρική οδό και μπήκε σε ένα φαρμακείο. Βγήκε φροντισμένος και ανήσυχος. Ο νεαρός φαρμακοποιός που του περιποιήθηκε το τραύμα, του χάιδεψε το μπούτι. “Κλείνουμε στις 8”, του είπε σιγά, “αν θες μπορούμε να πάμε μια βόλτα. Μένω εδώ κοντά.” Μουρμούρισε σαν χαμένος: “Δεν μπορώ, απόψε στις 9 πρέπει να είμαι στο Θέατρο”. “Κάτσε τουλάχιστον να σου βάλω λίγο make – up… πως θα πας έτσι σε κόσμο;” Έφυγε χωρίς να το δεχτεί, γρήγορα. Κουδούνισαν μέσα του όπως ποδοβολούσε στα σκαλοπάτια ενός πεζόδρομου, τα τελευταία λόγια σαν ψιλά που ήθελαν ξόδεμα.
“Πήρε από την μέση του δρόμου, έξω από μια βιτρίνα, τηλέφωνο την μητέρα του. Δεν της είπε για την δουλειά. Την άκουσε μόνο να λέει: “Ο μπαμπάς δεν είναι σύμφωνος με τις θεατρικές ανησυχίες του αδελφού σου. Δεν θα έρθουμε.”
Ήθελε να της πει πως με τον μπαμπά θα έπρεπε να έχει χωρίσει πριν χρόνια.
“Καλά μαμά, εγώ θα πάω”.
“Φτάνει να φτάσεις στην ώρα σου. Μην πεις για εμάς. Δεν ξέρεις τίποτα και δεν θα λείψουμε σε κανέναν”.
Οι γονείς μας δεν είναι επιλογή μας, σκέφτηκε. Αυτό μάλλον το είχε ακούσει κάπου, και τώρα ταίριαζε πολύ.
Από το Θέατρο τον χώριζαν λίγοι σταθμοί του Μετρό. Χάθηκε μέσα στον υπόγειο. Όταν μπαίνεις από ένα σημείο της πόλης κάτω από την γη για να φτάσεις σε ένα άλλο νιώθεις ποντίκι. Εκεί στην αποβάθρα τον πήρε ο ύπνος. Τα τραίνα έφευγαν μπροστά από τα βλέφαρά του. Σαν λωποδύτες που τρέχουν για να μην τους προλάβεις. Σαν εφιάλτες που δεν θυμάσαι μετά.
Ξύπνησε από το σκούντημα μιας κυρίας μεσόκοπης που βολεύτηκε πλάι του. Το κινητό του έλειπε από δίπλα του. Κι ο σάκος του. “Είδατε κάτι; με κλέψανε!” ρώτησε πανικόβλητος την κυρία. “Στο μετρό δεν κοιμόμαστε” του απάντησε βλοσυρά αυτή. Και κοίταξε αλλού.
Το ρολόι του σταθμού έδειχνε 9 λεπτά πριν αρχίσει η παράσταση. Το τρένο άργησε. Όταν έφτασε στον προορισμό του, του μένανε μόνο 2 λεπτά. Άρχισε να τρέχει. Από τις αποβάθρες στα πεζοδρόμια που λέκιαζε πια μια βραδινή, βρώμικη βροχή. Πέρασε επικίνδυνα τον δρόμο και του έφυγε η σακούλα με τις γάζες και το αντισηπτικό που είχε πριν αγοράσει. Δεν γύρισε να τα μαζέψει.
Ένας περαστικός του φώναξε: “Κάτι σου έπεσε, χαζέ”. Ένας ταξιτζής φρέναρε για να μην τον χτυπήσει. Αυτός τον έβρισε χειρότερα. Στην γωνία πριν το θέατρο, γλίστρησε και βρέθηκε κάτω μισό μέτρο από την άσφαλτο. Την ένοιωσε κρύα. Σκίστηκε το παντελόνι του. Είναι μόδα, σκέφτηκε. Κανένας δεν τον περίμενε έξω από το ταμείο.
“Υπάρχει μια πρόσκληση για μένα” είπε στην ταμία, ασθμαίνων. Το τρίτο κουδούνι χτύπησε. Μπήκε στην αίθουσα την ώρα που χαμήλωσαν τα φώτα. Κάθισε όπου βρήκε. Εκεί, μπροστά, χαμηλά, όχι στην θέση του δίπλα στους άλλους. Κι όταν ο μικρός πρώτος – πρώτος βγήκε στην σκηνή, από το μέτωπό του ή μπορεί κι από τα μάτια του κύλησε μια σταγόνα.
Μια καθαρή σταγόνα που έπεσε στο πάτωμα και διαλύθηκε.
Η βροχή έξω από το θέατρο δυνάμωσε. Πολλές άλλες σταγόνες διαλύονταν εκεί έξω, πάνω στα κράσπεδα μιας ακόμη πόλης στο Κέντρο του Κόσμου, που ειρωνεύεται με σχολαστική συνέπεια τους κατοίκους της.
Discussion about this post