Γράφει ο Γιώργος Χριστόπουλος
Την παράσταση “This is not Romeo and Juliet” σκηνοθετεί στο Θέατρο Πορεία ο Αργύρης Πανταζάρας.
Με δάνεια και ιδέες από το κλασσικό κείμενο του William Shakespeare η Θεοδώρα Καπράλου συνθέτει ένα κείμενο με πειραματική διάθεση βασισμένο στα σημαντικότερα μοτίβα του αρχικού, επιχειρώντας να διερευνήσει μαζί με τους ηθοποιούς θεμελιώδη ερωτήματα. Με μόνο ναρκωτικό τους τον έρωτα αναρωτιούνται αν βιώνουν μια ιστορία αγάπης ή μία που μιλά για θάνατο. Υπάρχουν πραγματικά όρια στην αγάπη; Δένονται οι άνθρωποι μεταξύ τους με όρκους και υποσχέσεις; Είναι η απόρριψη ένα είδος ψυχολογικού θανάτου; Είναι ο κόσμος που χτίζεις με το ταίρι σου ελεύθερος ή καταλήγει σαν μια φυλακή; Είναι το θέατρο ένας καθρέφτης της ζωής κι αν όχι ποιες είναι οι ειδοποιοί διαφορές τους; Οι δύο ερωτευμένοι νέοι εισβάλλουν στη σκηνή και δείχνουν να μην πιστεύουν αυτό που ζουν. Προσπαθούν να το συνειδητοποιήσουν ώστε να το ζήσουν, ή μήπως αυτές οι δύο διαδικασίες συμβαίνουν ταυτόχρονα; Είναι δύο νέα παιδιά του σήμερα, αλλά κουβαλούν μαζί τους σαν τη Βίβλο το κλασσικό κείμενο μέσα από το οποίο διαβάζουν, εμπνέονται, παροτρύνουν ή απορρίπτουν κι επιχειρούν να σπάσουν τα στεγανά που τους περιορίζουν και να δημιουργήσουν τα δικά τους, προσωπικά δεδομένα. Δανείζονται λόγια, αλλά προσπαθούν να τα προσαρμόσουν στις δικές τους ανάγκες και στη δική τους ψυχοσύνθεση. Είναι τα αρχέτυπά τους παραδείγματα ή γίνονται παγίδες που περιορίζουν την προσωπική έκφραση και δημιουργία;
Ο Αργύρης Πανταζάρας σκηνοθετεί την παράσταση επιχειρώντας να δώσει σάρκα και οστά σε ένα αέναο παιχνίδι ρόλων μεταξύ των δύο ηθοποιών, μεταξύ των δύο σκηνικών παρουσιών. Το βασικό του όπλο είναι η διαρκής προσπάθεια να παραμένει θολή και ασαφής η νοητή γραμμή μεταξύ πραγματικότητας και θεατρικής σύμβασης. Είναι οι δύο ηθοποιοί που διερευνούν την ταυτότητα των ηρώων του Shakespeare, αλλά και δύο άνθρωποι που ανακαλύπτουν καταστάσεις και συναισθήματα που κρύβουν μέσα τους. Μιλούν με θραύσματα του ποιητικού σαιξπηρικού λόγου, αλλά αγαπιούνται, τσακώνονται και ενίοτε βρίζονται με λόγο απλό και σύγχρονο. Οι αντιθέσεις και τα δίπολα είναι τα θεμέλια της προσπάθειας αυτής, άλλωστε παντού δείχνει να υπάρχει μία θετική και μία αρνητική όψη του νομίσματος. Τα διαφορετικά επίπεδα του σκηνικού χώρου μοιάζουν με ένα μικρό βουνό που προσπαθούν να ανέβουν οι πρωταγωνιστές, με την κορυφή σαν ένα πολύτιμο λίθο να εμπνέει διστακτικότητα και φόβο. Η σκηνοθετική οπτική εκμεταλλεύεται πλήρως τη διαμόρφωση του σκηνικού χώρου, αλλά και τις μικρές κρύπτες που αυτός αποκαλύπτει στη ροή του έργου και την εντάσσει στο θεατρικό παιχνίδι που εκτυλίσσεται μπροστά στο θεατή. Η ζωντάνια και η φρεσκάδα που εκπέμπει το παιχνίδι αυτό δημιουργεί την προσμονή ενός επόμενου, ακόμα πιο πειραματικού, πιο ενδελεχούς, πιο σφαιρικού επιπέδου, το οποίο όμως δεν έρχεται ποτέ, αρκούμενο στο να ανακυκλώνει τα θετικά του σημεία, αφήνοντάς μου μια έντονη αίσθηση ανολοκλήρωτου, σαν μία εικαστική work in progress που φτάνει σε ένα πλατύσκαλο, κοιτά προς τα πάνω, αλλά δε συνεχίζει προς τα εκεί.
Ο Αργύρης Πανταζάρας και η Σίσσυ Τουμάση κρατούν τους δύο ρόλους της παράστασης, του θεατρικού Ρομέο και της Ιουλιέτας, αλλά και του νέου και της νέας που ερωτεύονται ο ένας τον άλλο. Δείχνουν να έχουν κατανοήσει τις ιδιαιτερότητες των δύο θεατρικών ηρώων κι επιχειρούν να τις εντάξουν στη δική τους ιδιοσυγκρασία και να εντοπίσουν τις ομοιότητες και τις διαφορές τους. Αλλά και να υποβάλλουν στους εαυτούς τους τα ερωτήματα που θέτουν οι σαιξπηρικοί ήρωες αναζητώντας τις αντίστοιχες απαντήσεις. Η χημεία τους επί σκηνής βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο, δείχνουν ότι έχουν δουλέψει για να βρουν τις μεταξύ τους ισορροπίες και να μην επικαλύπτουν ο ένας τον άλλο, αλλά να τον συμπληρώνουν. Η σκηνή στην οποία οι δύο, χωρίς να μιλούν, εξερευνούν ο ένας το σώμα του άλλου ήταν από τις πιο εύγλωττες θεατρικά και δείγμα εξαιρετικής αισθητικής. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει επίσης η ικανότητα της Σίσσυς Τουμάση τη μία στιγμή να θυμίζει ένα μικρό κορίτσι που ψηλαφεί τον έρωτα και την επόμενη μια νεαρή γυναίκα που διεκδικεί τα θέλω της. Αμφότεροι γεννούν ποιότητες, συναισθήματα και εικόνες στο θεατή, έστω και αν δεν υπάρχει εκείνο το κάτι παραπάνω που θα οδηγούσε σε μία θεατρική μέθεξη.
Ο σκηνικός χώρος της Δήμητρας Ζίγκαρις προσαρμόζεται απόλυτα στους στόχους της παράστασης και αποτελεί ζωντανό κύτταρο της ροής της με την ευρηματικότητά του. Τα κοστούμια της Λίνας Σταυροπούλου και της Τζίνας Ηλιοπούλου υπηρετούν μια μινιμαλιστική προσέγγιση, έχουν απλότητα, αλλά όχι προχειρότητα, ενώ η μουσική του Γιώργου Πούλιου συνοδεύει αρμονικά το λόγο και δημιουργεί ένα ερωτικό ηχητικό τοπίο. Η κινησιολογία του Κωνσταντίνου Παπανικολάου έχει σημαντική συμβολή στην αισθητική της παράστασης, αφού υποστηρίζει απόλυτα τη σωματικότητά της και εκπέμπει αισθησιασμό και πάθος. Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη έπαιξαν δημιουργικά με τους καθρέφτες του σκηνικού και εστίασαν σωστά στους πρωταγωνιστές. Πολύ καλή ήταν και η δουλειά της Maria Vez στο make-up των ηθοποιών.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Πορεία, παρακολούθησα μια παράσταση που με βάση το σπουδαίο κείμενο του Shakespeare πειραματίζεται με τμήματά του και τα εντάσσει σε μία νέα και διαφορετική θεατρική συνθήκη. Δίπλα της παίρνουν θέση ο σύγχρονος λόγος, ένα όμορφα χορογραφημένο ερωτικό κάλεσμα που έχει ενδιαφέρον, ζωντάνια και αισθητική, αλλά δεν καταφέρνει να αποτελέσει ολοκληρωμένη θεατρική πρόταση. Οι δύο ηθοποιοί έχουν πολύ καλή σκηνική παρουσία και χημεία μεταξύ τους, αλλά το όλο εγχείρημα θυμίζει δουλειά εν εξελίξει, καταλήγοντας σε ένα ασαφές κέντρο βάρους με εξίσου ασαφή προσανατολισμό.