Είναι όλοι και όλες τους κάτοικοι του Omonoia City. Ούτε χαρακτήρες, ούτε πρόσωπα. Τύποι. Δεκαπέντε συνολικά. Παρέλασαν, τρεις-τρεις, από αυτές εδώ τις σελίδες. Σας αποχαιρετούν. Αν τους νοσταλγήσετε, βγείτε στους δρόμους. Στην Ομόνοια. Στο Μεταξουργείο, στη Βάθης, στα Εξάρχεια, στο Γεράνι, στα Χαυτεία, στην Αθηνάς. Μαζί μ’ αυτούς, θα βρείτε κι άλλους. Πολλούς. Γιατί αυτή η περιοχή μετατρέπει τους ανθρώπους σε τύπους. Αποδώστε τιμές.
Έλλη, η γιατρίνα
Δούλευε κάποτε στην Πολυκλινική, Πειραιώς και Σωκράτους. Τότε, που ο χώρος έσφυζε από τους γιατρούς, τους νοσηλευτές, τους ασθενείς και τους συγγενείς τους. Δεν τέλειωσε ποτέ την Ιατρική. Βοηθός μικροβιολόγος.
Τώρα, που η Πολυκλινική έχει ξεπέσει, η Έλλη, από καιρό στη σύνταξη, βοηθάει τους πάντες μέσα και γύρω απ’ την πλατεία. Όχι μόνο με φάρμακα και συνταγές αλλά και με πολλούς άλλους τρόπους. Μεσόκοπη. Ξανθιά, με την παλιά αλογοουρά και το ελαφρύ χνούδι στο πρόσωπο, καλοσυνάτη και γελαστή, όπως τότε, που τη φλέρταραν όλοι. Και τώρα την φλερτάρουν. Η Έλλη, η γιατρίνα.
Χρήστου, ο δικηγόρος
Έχει το γραφείο του σε κάποιο στενό, προς τη μεριά της Βερανζέρου. Ή από τη μεριά της Δώρου. Ή, μάλλον, προς τη Γαμβέτα. Τοκίζει χρήματα, έχει διασυνδέσεις στον Κορυδαλλό, σχετίζεται με έναν οπλουργό, συχνάζει πολλές ώρες σε ένα προποτζίδικο κοντά στην Κάνιγγος.
Φοράει ένα τριμμένο παλτό και κουβαλάει μια τσάντα πέτσινη, παλιά. Σε τίποτα δεν θυμίζει τους καλοντυμένους συναδέλφους του, που συχνάζουν τα πρωινά στα δικαστήρια της Ευελπίδων και στα άλλα, που είναι κοντά στον Άρειο Πάγο. Αναλαμβάνει μικροϋποθέσεις, βγάζει άδειες παραμονής σε ξένους, πληρώνει την εγγύηση για να αποφυλακιστούν μικροεγκληματίες.
Όλια, η τσιγαρού
“Ρωσοπόντια”. Ή, πιο σωστά, Ελληνίδα του Πόντου. Από αυτούς που ο Στάλιν έστειλε προπολεμικά από τον Καύκασο στο Καζαχστάν. Ήρθε με την οικογένειά της στην Ελλάδα το 1965, όταν ήταν πέντε χρονών. Τώρα είναι εξήντα. Το στέκι της είναι στο παλιό Δημαρχείο από πίσω, πότε στα μαρμάρινα πεζούλια, πότε στο γρασίδι της δεξιάς πλευράς.
Προμηθεύεται τα λαθραία τσιγάρα που πουλάει από τον “μεγάλο”, που έχει βαγόνια ολόκληρα. Τα παίρνει με πίστωση. Μέσα σε είκοσι χρόνια την έχουν πάει στο Τμήμα της Ομόνοιας μόνο τρεις φορές. Κι αυτό, παρόλο που το ρητό της αστυνομίας, για την περίπτωση των “τσιγαράδων” είναι: “Καινούριος; Άσ’ τον να δουλεύει. Παλιός; Πιάσ’ τον”.
Ο «ταξίαρχος»
Κάποιοι ίσως ξέρουν το πραγματικό του επίθετο, κάποιοι ίσως και το μικρό του όνομα. Κανείς όμως δεν το λέει ποτέ. Όλοι, όταν αναφέρονται σε αυτόν, τον αποκαλούν «ο ταξίαρχος». Κάποτε, ήταν στρατιωτικός. Συνταξιούχος εδώ και καιρό, γύρω στα ογδόντα, άχρωμος, αθόρυβος, πάντα ξυρισμένος και με καθαρά, φροντισμένα ρούχα. Λιγομίλητος.
Συχνάζει σε ξενοδοχεία της Ομόνοιας και της πλατείας Καραϊσκάκη για να συναντήσει παρόμοιους στην ηλικία και τα χαρακτηριστικά τύπους ή κάποιους επιχειρηματίες, αλλά ποτέ για επαγγελματικούς λόγους. Καμιά φορά τον συνοδεύει μια λίγο παχουλή, λίγο πιο κάτω απ’ τα 30, γυναίκα, που την συστήνει ως «η ανιψιά μου». Ποιος είναι; Διακινεί κάτι; Μήπως ιδέες; Ναρκωτικά; Γυναίκες; Μάλλον όχι. Απλώς ισορροπεί μεταξύ παρόντος και ενός απροσδιόριστου, επίσης άχρωμου παρελθόντος. Υπάρχει υποψία, ότι καμιά φορά προμηθεύει κάποια πλαστά πιστοποιητικά. «Ο ταξίαρχος». Ίσως, ωστόσο, ο ρόλος του να είναι πιο δραστικός απ’ ότι φαίνεται.
Λάκης, ο περιπτεράς
Το περίπτερό του – πάνω στην Ομόνοια – ήταν κάποτε μικρό, όπως όλα άλλωστε. Τώρα έχει «πνιγεί» γύρω-γύρω από εφημερίδες, κάθε είδους έντυπα και περιοδικά. Όταν κάποιος πελάτης τον θέλει πρέπει να τον ζητήσει ή στο βάθος του περιπτέρου ή στο πίσω μέρος, όπου κάθε τόσο βγαίνει για κάτι συγκεκριμένο ή για μια σύντομη ανάπαυλα.
Ο πατέρας του και ο παππούς του είχαν το μοναδικό κιόσκι κάτω, στην πλατφόρμα του Ηλεκτρικού, στη γραμμή Πειραιάς – Κηφισιά. Μένει ανεπηρέαστος από τα χιλιάδες ερεθίσματα της πλατείας, λες και αυτά δεν τον αγγίζουν και λες και είναι αφοσιωμένος μόνο στις παραλαβές και στους καθημερινούς λογαριασμούς. Ή μήπως ούτε σ’ αυτά; Απρόσιτος και κάπως υπερόπτης. Το μάτι του όμως τρέχει. Τα χέρια του κινούνται συνεχώς. Ξέρει πολλά. Κάθε τόσο μιλάει, ανοίγεται κάπως σε κάποιους γνωστούς του. Όμως, ως εκεί.
Πέτια, η δημοσιογραφίνα
Το γραφείο της είναι στις αρχές της Αγ. Κωνσταντίνου, σε μια πολυκατοικία με στοά, στον δεύτερο όροφο. Ένα δωμάτιο τρία επί τρία. Για δυο χρόνια έβγαζε μια βδομαδιάτικη εφημερίδα στα βουλγάρικα, για τους συμπατριώτες της που ζουν στην Αθήνα. Μαζί με μια φίλη της, τη Χριστίνα, άνοιξαν για λίγους μήνες κι ένα μικρό βιβλιοπωλείο, στο ισόγειο του κτιρίου, με βουλγαρικά βιβλία και cd. Ψηλή. Με κοντό μαλλί, όμορφη. Τα μάτια της – που υπόσχονται και δεν υπόσχονται – αστράφτουν.
Παντρεύτηκε έναν μικρομεσαίο από τη Γλυφάδα, έκαναν ένα παιδί, αγόρι. Χώρισαν. Εκείνος κράτησε, με απόφαση του δικαστηρίου, το παιδί. Εκείνη το δέχτηκε. Το δέχτηκε; Πότε είναι στη Βουλγαρία, πότε εδώ. Έτοιμη για όλα. Ή για τίποτα. Πέρυσι έκλεισε την εφημερίδα. Άνοιξε ένα μεγαλύτερο βιβλιοπωλείο, με τη φίλη της, σε μιαν άλλη στοά, προς τη Βάθης. Ποτέ βέβαια δεν μπορεί να τη βρει κανένας εκεί. Ούτε η φίλη της η Χριστίνα μπορεί να σου δώσει κάποια πληροφορία για το πού θα τη βρεις. Η Πέτια.
Τάκης, ο ταξιτζής
Μέσης ηλικίας, μετρίου αναστήματος, προς το ψηλό. Φοράει μπλούζα κοντομάνικη ριγέ ή πουκάμισο ριχτό, στενό αλλά ευρύχωρο σχετικά παντελόνι, παπούτσια συχνά προς το σκούρο, λίγο φθαρμένα, ή, το καλοκαίρι, πέδιλα χωρίς κάλτσες. Στην πιάτσα κάθεται στη θέση του οδηγού, με ανοιχτή την πόρτα, ή όρθιος απ’ έξω ακουμπάει τους αγκώνες στο πάνω μέρος του ταξί.
Το κορμί του είναι ίσιο, ευθυτενές, αν και κάτω απ’ το σβέρκο διαφαίνεται, όπως γέρνει λίγο πάνω στο ταξί, μια κάποια “καμπούρα”. Συχνά μιλάει με κάποιον άλλο ταξιτζή, χαμηλόφωνα. Απλός οδηγός; Ιδιοκτήτης; Ολόκληρου του ταξί; Ποτέ δεν θα τον ακούσεις να λέει πως το μεροκάματο βγαίνει. Συχνάζει στις δυο πιάτσες της Ομόνοιας, ή στην πλατεία Λαυρίου και συχνότερα μπροστά σ’ ένα από τα δυο θέατρα, στην Πλατεία Καραϊσκάκη.
Θάλεια, η καφετζού
Κοντή, αδύνατη, πρόσωπο χαμογελαστό με πεταχτά “μήλα”, μάτια κοκκινισμένα μέσα στις κόγχες τους, βραχνή φωνή, λίγο μπάσα. Μπαινοβγαίνει πίσω απ’ τη μικρή, διπλή βιτρίνα, όπου ετοιμάζει τις παραγγελίες. Καφέδες, μεζέδες, αναψυκτικά. Το καφενείο, 2 x 3. Έξη τραπεζάκια ανοιγόμενα, τα δυο μες στο μαγαζί, και τ’ άλλα στην έξοδο της στοάς, προς την Πειραιώς.
Σε μερικούς πελάτες ξανοίγεται. Για τον εμφύλιο, την παλιά Δεξιά, την ΕΔΑ, το ΠΑΣΟΚ. Ώς εκεί. Όλοι συχνάζουν εδώ. Εκτός από τα πρεζόνια και τους απένταρους. Τους διώχνει και από πίσω τους “λιβανίζει”. Σ’ ένα τραπεζάκι ένας εξηντάρης. Λιγόλογος. Με τις ώρες. Ο άντρας της; Όχι. Η Θάλεια. Παντρεμένη. Στην Καλλιθέα. Έξι το απόγευμα κατεβάζει ρολά.
Ο “ξερόλας”
Ο πατέρας του είχε μανάβικο στα Εξάρχεια. Και μπακάλικο. Δίπλα-δίπλα. Δούλευε κι αυτός εκεί, βοηθούσε. Κακότροπος, βιαστικός. Πάντα. Μακρυμούρης, αδύνατος. Εριστικός.“Ξερόλας”. Έμεναν στην πολυκατοικία απέναντι. Σπίτι και μαγαζιά δικά τους. Δίπλα ένα εστιατόριο. Από πάνω, στον πρώτο, ένα σκυλάδικο. Λαϊκό, με καλή όμως φήμη. Οι “Ευαισθησίες”. Πέθανε η μάνα του. Μετά ο πατέρας του. Κάπου εκεί και ο μικρός αδερφός, ο “αυτιστικός”.
Σε οχτώ χρόνια πρόλαβε να τα διαλύσει όλα. Πρώτα ανακαίνισε το μανάβικο. Τίποτα. Μετά άνοιξε ένα παλαιοπωλείο δίπλα, στο μπακάλικο. Το ‘κλεισε. Το έκανε μπαρ. Τα ίδια. Πέθανε ο ιδιοκτήτης του σκυλάδικου, μετά του εστιατορίου. Τα νοίκιασε από τον ιδιοκτήτη τους, που έμενε στον Καναδά για να κάνει “μουσική σκηνή”. Τίποτα. Κατέστρεψε όλα τα κουφώματα και άφησε στον πρώτο όροφο σπασμένα έπιπλα και στερεοφωνικά. Πούλησε πρώτα το παλιό σπίτι. Μετά τα δυο παλιά μαγαζιά. Εξαφανίστηκε.
Λένα και Σπύρος
Εκείνος μετρίου αναστήματος, αυτή κάπως ψηλότερη. Συνήθως προηγείται. Μπαίνουν ή βγαίνουν σε ένα από τα μεγάλα κινέζικα “ρουχάδικα” της Πειραιώς ή των γύρω δρόμων. Βγαίνοντας, κρατούν από μια τεράστια γκρι νάυλον σακούλα, γεμάτη ρούχα, πακεταρισμένη με αυτοκόλλητη ταινία.
Έχουν παρκάρει κάπου εκεί γύρω, συχνά κλείνοντας την είσοδο κάποιου πεζόδρομου. Χωρίς αλάρμ. Και οι δυο, συνήθως, φορούν σκούρο γυαλί. Η Λένα με μαλλί βαμμένο καστανό ή ξανθό. Ποτέ κόκκινο ή μαύρο. Ντυμένη ατημέλητα, απλά, κάπως αδιάφορα. Αυτός ακολουθεί. Άλλωστε η ιδιοκτήτρια του μικρού ρουχάδικου, σε μια συνοικία της Αθήνας, είναι εκείνη. Η Λένα. Ο Σπύρος κάνει άλλη δουλειά. Μόλις το “εμπόρευμα” πουληθεί, θα εμφανιστούν και πάλι.
Η βιολίστρια
Μαλλί κατσαρό. Κοντή, λεπτή. Καστανή. Σχεδόν άβαφτη. Μόλις μπει στην αυλή της ταβέρνας, χαμογελάει ουδέτερα προς όλες τις κατευθύνσεις. Βάζει το βιολί στο λαιμό και σηκώνει το δοξάρι. Αρχίζει μ’ ένα παλιό, νοσταλγικό τραγούδι, όπως το “Δυο πράσινα μάτια”, μετά κάτι σύγχρονο, όπως το “Η αγάπη είναι ζάλη”. Τέλος κάτι ξένο, πχ. το “Ότσι Τσόρνια”. Δυόμισι τραγούδια.
Πλησιάζει τα τραπέζια, με ένα αδιόρατο χαμόγελο και μια κλίση του κορμιού προς τα μπροστά. Αν κάποιος από μια παρέα βγάλει χρήματα, ξαναχαμογελάει. Παίζει ακόμα μισό τραγούδι. Αν την ρωτήσεις, θα σου πει πως είναι από τις πρώην “σοσιαλιστικές χώρες”, με σπουδές και καλή δουλειά, εκεί. Τώρα, τριάντα περίπου χρόνια, είναι εδώ. Βγαίνει. Καβαλάει -με το βιολί στην πλάτη- το μηχανάκι και τρέχει στο επόμενο μαγαζί. Τρία χιλιόμετρα ακτίνα απ’ την Ομόνοια. Βάλια. Ή Λαρίσα.
Σάκης, ο ποδηλάτης
Ανάμεσα στα 60 και τα 70. Δείχνει λίγο νεότερος. Λιγνός. Μένει σ’ ένα στενό, προς τη Βάθης. Από την είσοδο του παλιού διώροφου, όπου μένουν κι άλλοι εργένηδες, βγαίνει σπρώχνοντας το ποδήλατο. “Λιγνό” κι αυτό, αθλητικό. Καβαλάει και χάνεται. Πότε δω, πότε κει. Σχεδόν καραφλός. Φοράει γυαλιά με χρυσό σκελετό. Και μπερέ ή τραγιάσκα. Αν τον ξέρεις, θα σε χαιρετήσει. Αν τον ξέρεις πολύ, μπορεί να φρενάρει, για ν’ ανταλλάξετε δυο κουβέντες.
Πότε είναι με τους “αγανακτισμένους”, πότε κοιτάει προς τη “Χρυσή Αυγή”, πότε έχει δυο καλά λόγια για τον Τσίπρα. Πριν από καιρό, αυτά. Τώρα; Συνταξιούχος ταξιτζής. Κάποτε έμενε με τη μάνα του στη γωνία, στο ετοιμόρροπο διατηρητέο. Όταν αυτό πουλήθηκε -η μάνα του είχε στο μεταξύ πεθάνει- βρήκε ένα δωμάτιο και μετακόμισε απέναντι. Ο Σάκης, ο ποδηλάτης.
Γιώργος ή Χασάν
Είκοσι χρόνια στην Αθήνα. Από το νομό Ξάνθης. Τα ελληνικά του λίγα, σπασμένα. Χασάν. Τον φωνάζουν Γιώργο. Έτσι του είπαν στο αστυνομικό τμήμα του Μεταξουργείου. Μαλλί μαύρο, σγουρό, πυκνό. Και ένα χρυσό δόντι. Γυρίζει με τρίκυκλο. Με δέκα χιλιόμετρα την ώρα. Μισογεμάτο με παλιά περιοδικά και άχρηστα χαρτιά. Χωμένος με τη σκυλίτσα του τη Νόρα, στο βάθος ενός άδειου διατηρητέου. Κλειδαμπαρώνεται εκεί. Ο γιός του, μετά από το γάμο του -με νταούλια, κλαρίνα και πίπιζες- μετακόμισε. Μένει κάπου εκεί κοντά.
Η γυναίκα του Γιώργου -δηλαδή του Χασάν- νεφροπαθής από μικρή ηλικία, έπαθε εγκεφαλικό πριν από δέκα χρόνια. ΄Εμεινε η μισή. Συνήλθε. Την έβγαζαν και βόλτα στον πεζόδρομο. Την έστειλε πίσω, στην Ξάνθη. “Τι να την κάνω εδώ;”. Στη μάνα της. Κι αν θα πέθαινε, πάλι εκεί θα την έστελνε. Στην Αθήνα δεν έχει νεκροταφείο για μουσουλμάνους. Ζει; Αν τον ρωτήσεις, μάλλον δεν ξέρει.
Νίνα, η αναρχικιά
Δούλευε σ’ ένα βιβλιοπωλείο με κόμικ. Περασμένα τα 40, όμορφη. Μετά έφτιαχνε κοσμήματα. Μετά σ’ ένα στέκι με είδη από την Ταϋλάνδη και σ’ ένα ουζερί στην Κωλέττη. Εξάρχεια πάντα. ΄Οταν τέλειωσε το λύκειο, φοίτησε κάπου. Για λίγο. Δούλεψε και σ’ ένα δήμο, με πρόγραμμα του ΟΑΕΔ. Και στο μαγαζί του πατέρα της, όταν ζούσε. Εκτός από τα συγκροτήματα μέταλ, της αρέσει και η όπερα. Και η ποίηση.
Εναντιώνεται σε κάθε τι “εθνικό” και “κρατικό”. Της αρέσει όμως ο Ελύτης. Κι ο Θεοδωράκης. Μένει στη Φιλαδέλφεια. Μόνη. Κυκλοφορεί μ’ ένα “παπάκι”. Τραγουδάει σ’ ένα γκρουπάκι. Η Νίνα. Την βρίσκεις συχνά σ΄ένα μπαράκι στη Σολωμού. Ψιλοσυζήτηση. Λίγη πολιτική, λίγο τέχνη, λίγο για κάποιους γνωστούς. Οργανώνουν και πάρτι σε καταλήψεις. Μπίρα, ξεροσφύρι. “Φτύνει” τους αστούς. Πρέπει να φύγει. Το πρωί – πάλι- αρχίζει δουλειά στις οχτώ.