Από τον ποιητή, θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα
Το σώμα σαν αναπόδραστη φυλακή, αφού ο θάνατος δεν είναι επιθυμητός και το φάσμα του σκοταδιού απειλεί τις παιδικές ψυχές των καλομαθημένων μεγαλοαστών. Τους απομένει μόνον η φορμαλισμός, τα στείρα τελετουργικά και η φιλοσοφία ως επίδεσμος πληγών που δεν είναι επιθυμητή η επούλωσή τους.
Η αιμομεικτική ερωτική πρακτική δεν προϋποθέτει κάποια έλξη. Είναι απλώς ινφαντιλισμός, παλιμπαιδισμός, φυγή στον υποτιθέμενο παράδεισο της εξαρτημένης παιδικής ηλικίας, όπου ο άνθρωπος δεν ήταν υπεύθυνος των επιλογών του κι υποχρεωμένος να πληρώνει τις συνέπειες των πράξεών του.
Μία Κόλαση για καλομαθημένους ανθρώπους που μαθαίνουν να εξαγοράζουν τους άλλους και να δωροδοκούν τους κατώτερους, τους στερημένους. Η ανάγκη για καινούργιες συγκινήσεις υπερβαίνει και τα συνήθη όρια της τρέλας. Η κατασπατάληση των αποθηκευμένων πόρων, η εξάντληση των αγαθών, το κυνήγι της ανέφικτης νέας εμπειρίας, αφού τίποτα δεν είναι καινούργιο κι όλα φαντάζουν πληκτικά για εκείνους που βιώνουν την ασφάλεια της προνομιακής οικονομικής τους κατάστασης κι εκμεταλλεύονται στο έπακρο την κληρονομημένη κοινωνική τους θέση… όλ’ αυτά οδηγούν σε ένα αδιέξοδο, λογικό κι υπαρξιακό, που ο Τόμας Μπέρνχαρντ το χειρίζεται με ένα ποιητικώς σουρεαλιστικό τρόπο, αφού το λεγόμενο «παράλογο» δεν είναι στις προδιαγραφές και στις προγραμματικές του επιδιώξεις.
Εδώ βλέπουμε το ξωφλημένο πνεύμα του μεσαιωνικού ρασιοναλισμού της κεντρικής φεουδαρχικής Ευρώπης που επαναπαύεται στα στερεότυπα κι αμφισβητεί εμπράκτως όλα τα ταμπού που προσκυνάει με όλο της τον θεατρινισμό στις κοινωνικές της εκδηλώσεις. Οι ιδιωτικές εκφάνσεις ενός έκλυτου βίου που συμπεριλαμβάνει έναν πολύπλοκο κώδικα από φετίχ κι ανούσιες πλέον τελετουργίες μένουν πάντα στη σκιά της έξωθεν «καλής μαρτυρίας», δεδομένου ότι «η γυναίκα του Καίσαρα πρέπει να φαίνεται τίμια (ακόμα κι όταν – ομολογουμένως – δεν τυγχάνει να είναι).
Ακόμα και στη διαπιστωμένη ψυχοπάθεια, ακόμα και στον εγκλεισμό ο πλούσιος μεγαλοαστός είναι προνομιούχος αφού μπορεί δωροδοκώντας να εξαγοράσει συνειδήσεις, αν όχι και να καθαγιαστεί. Η ιερότητα της μανίας, ούτως ή άλλως, ήταν πολιτισμικό προνόμιο των ισχυρών και σπανίως οι παρίες εκκεντρικοί γίνονταν αντικείμενο λατρείας.
Αυτή η πικρή διαπίστωση γίνεται τεχνούργημα στο εργαστήρι του μεγάλου αυστριακού δραματουργού που ήξερε όσο κανείς άλλος το παιχνίδι της ξενάγησης στους δαιδάλους της συλλογικής πανανθρώπινης ψυχής. Ετούτο το έργο παραδόξως μιας ενδιαφέρει σήμερα, γιατί τίποτα δεν άλλαξε στα αδιέξοδα, στις αυταπάτες, στις ψευδαισθήσεις και στις τάσεις φυγής που βιώνει το ταλαίπωρο ανθρώπινο είδος όσο κι αν νομίζει ότι δραπετεύσει μέσα από το ανόσιο και το μη αποδεκτό.
Ακόμα και το ανίερο γίνεται καθιερωμένο μετά από λίγο χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι όλοι είμαστε συνυπεύθυνοι και συνένοχοι σ’ αυτή τη διαρκή «παρακμή», σε αυτό το ολίσθημα που μας απομακρύνει ολοένα και περισσότερο από έναν ιδεατό, υποθετικό «παράδεισο».Εξαιρετική παράσταση που δεν βουλιάζει στη στυλιζαρισμένη μονοτονία. Το ταλέντο κι η εκφραστική ευωχία των τριών ερμηνευτών είναι το καλύτερο αντίδοτο στην ανία και στη θλίψη.
Αυτή η επιτυχία εγγράφεται στο ενεργητικό τόσο της σκηνοθέτιδος Μαρίας Πρωτόπαππα όσο και της καλλιτεχνικής ηγεσίες του Θεάτρου Τέχνης για τις τωρινές κι απολύτως επίκαιρες επιλογές της.
Ευτυχώς, έλειπε από την παράσταση η νεορεαλιστική σύμβαση πάνω στην οποία χτίστηκε η παλιά σκηνοθεσία στο Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων από τη «Νέα Σκηνή».
Το έργο αυτό είναι ποιητικό, «μαγικό». Δεν μπορεί και δεν πρέπει να ερμηνευτεί ρεαλιστικά, γιατί τότε γίνεται γραφικό, παράταιρο κι ανούσιο εν τέλει. Ευτυχώς, έπρεπε να περάσουν τρεις δεκαετίες για να πιάσουμε το σφυγμό και να αναδείξουμε το πλούσιο υπό-κείμενό του (subtext, sous-texte).
Το θέατρο είναι μια δυναμική τέχνη, ποτέ στατική. Και δεν ανέχεται θέσφατα κι αυθεντίες. Είναι η τέχνη του πρόσκαιρου κι η αθανασία αναφέρεται αποκλειστικώς και μόνον στην αρχική γενεσιουργό αιτία του: στην ποιητική σύλληψη. Όλα τα άλλα είναι …σποδός.
Η κάθε εποχή, ο κάθε καλλιτέχνης βλέπει μέσα στο δραματικό (υλοποιημένο) έργο τις δικές του προβολές κι ανακλάσεις (ανάλογες με τους ιριδισμούς στην επιφάνεια μιας πομφόλυγος). Ακόμα κι η ερμηνεία μιας Σάρας Μπερνάρ σήμερα θα φαινότανε γελοία.
Το ίδιο και οι δήθεν σκηνοθετικές επιδόσεις παρελθουσών δεκαετιών.
Με αυτές τις επιφυλάξεις δεν ακυρώνω επιτεύγματα που κατεγράφησαν στη ιστορία του θεάτρου (του εγχώριου, έστω), απλώς διαπιστώνω το αυτονόητο, δίχως να «κομίζω γλαύκαν εις Αθήνας». Το θέατρο είναι η τέχνη του προσωρινού, του τρέχοντος, του θνησιγενούς. Κι αυτή ακριβώς είναι η γοητεία, η μοναδικότητα και το τραγικωμικό αδιέξοδό του.
Αν είναι η ποίηση είναι μια τέχνη ιδιωτική, περιττή ίσως σε ιδανικές «πολιτείες», το θέατρο είναι εξ ορισμού νοσηρό και παράκεντρο σε ευνομούμενες κοινωνίες, ευτοπίες ανύπαρκτες…Εν κατακλείδι, μια άκρως ενδιαφέρουσα παράσταση ενός σημαντικού δραματικού έργου, του οποίου το βάθος δεν έχουμε ακόμα εξ-αντλήσει.
Δρ. Κωνσταντίνος Β. Μπούρας
www.konstantinosbouras.gr
Info:
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν
ΤΟΜΑΣ ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ
ΡΙΤΤΕΡ, ΝΤΕΝΕ, ΦΟΣ
Υπόγειο
Πεσμαζόγλου 5 | Τηλ. 2103228706
Πρεμιέρα 18 Οκτωβρίου