Ίσως να μην ήταν της αρεσκείας σας η κοπέλα για να της τραγουδάτε «αγάπη γλυκιά μου», να μην λιώνατε επειδή την είχατε χάσει, να μην την αναζητούσατε με δάκρυα στα μάτια φωνάζοντας πονεμένα το όνομά της, αλλά σίγουρα –ιδίως αν είστε κάποιας ηλικίας– δεν θα την έχετε ξεχάσει.
Θα θυμάστε πόσο θρήνησε τη «Μαντουβάλα» (ή «Μαντουμπάλα») του ο Στέλιος Καζαντζίδης. Αλλά και οι νεότεροι, ακόμα και αν δεν το γνωρίζουν, θα το έχουν τουλάχιστον ακουστά.
Το τραγούδι, όταν πρωτοκυκλοφόρησε κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1960, έκανε θραύση. Ακουγόταν νυχθημερόν από ραδιόφωνα, πικάπ, τζουκ-μποξ και δημιούργησε σχολή. Έτσι, το ακολούθησαν η «Ζιγκουάλα» και η «Μαγκάλα». Αλλά μία ήταν η Μαντουβάλα, αυτή που άνοιξε διάπλατα τον δρόμο στα θρηνώδη άσματα για ομορφονιές με εξωτικά για την εποχή ονόματα.
Αυτό που ίσως να μην είναι εξίσου γνωστό είναι πως, παρότι στα τότε δισκάκια των 45 στροφών εμφανίζονταν ως συνθέσεις ελλήνων μουσικών, πολλά από αυτά τα τραγούδια δεν ήταν τίποτα παραπάνω από απομιμήσεις ή και ξεκάθαρα αντιγραφές ινδικών τραγουδιών! Για τις οποίες, μάλιστα, δεν πληρώνονταν τα σχετικά δικαιώματα, αφού εμφανίζονταν ως πρωτότυπες συνθέσεις! Ωσότου, βέβαια, κάποιοι Ινδοί μας πήραν μυρωδιά, κατάλαβαν τη φάμπρικα της αντιγραφής ή μίμησης που είχε στηθεί και μας πήγαν στα δικαστήρια και σταμάτησε μετά από αυτό.
Πόσα ήταν τα τραγούδια που είχαν λίγο έως πολύ επιρροές από αντίστοιχα ινδικά; Κάποιοι που μελέτησαν το φαινόμενο τα ανεβάζουν στα 105. Μερικά δεν είχαν επιτυχία. Κάποια άλλα όμως έγιναν μεγάλα σουξέ, όπως το «Όσο αξίζεις εσύ» ή το «Αυτή η νύχτα μένει». Πώς αντιμετώπισαν το φαινόμενο οι άνθρωποι της πιάτσας; Ορισμένοι, όπως ο Τσιτσάνης, αρνητικά. Ορισμένοι, όπως ο Βίρβος, θετικά.