Ποιητικότατος μονόλογος με κυνικές εκρήξεις και μεταφυσικές εκλάμψεις. Η γνωστή θεματολογία και υφολογία του Ζαν Ζενέ σε όλο της το απογυμνωμένο μεγαλείο, αφού εδώ δεν διστάζει να αυτοσαρκαστεί, να αυτοψυχαναλυθεί, να το αυτομαστιγωθεί, να αυτοτιμωρηθεί, να αυτό-από-μυθοποιηθεί εν τέλει σε ένα παραλήρημα που δεν το διατρέχει διόλου το άγχος και ο «τρόμος του κενού» (“vacuum tremens”), αλλά αντιθέτως παρουσιάζει την αποδεικτική δομή και συνοχή ενός μαθηματικού θεωρήματος.
Αυτό βοηθάει τον εξαίρετο ηθοποιό Νίκο Αϊβαλή να πατήσει σταθερά πάνω στα σκαλιά μιας εξελικτικής κλίμακος (σύμβολο ιδιαίτερα αγαπητό στον Ζενέ) και να αποστηθίσει τον ρόλο μέσα από όλη του τη σωματικότητα. Ετούτη ακριβώς η στανισλαβσκική αποστήθιση και βίωση του προς ερμηνείαν κρυπτικού και συμβολικού κειμένου τον πετάει συχνά έξω από την συνήθη ρουτίνα της αποστήθισης ενός ρόλου και τον εμβάζει σε βαθιά ψυχολογικά νερά του συλλογικού ασυνείδητου-υποσυνείδητου (καλύτερα).
Ήταν ιδιαίτερα συμπαθής όταν έχασε τα λόγια του και ζήτησε βοήθεια από τον υποβολέα, γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή έδινε μία άλλη, απρόβλεπτη κι απρόσκοπτη διάθεση στο πρόσωπο που εκλήθη να ενδυθεί και να υποδυθεί. Εκείνη τη στιγμή ακυρώνεται η περίφημη ηρωϊκή μοναξιά τόσο του σχοινοβάτη όσο και του ποιητή-ερμηνευτή-συνδημιουργού με αποτέλεσμα η επικοινωνία (δια του θεατρικού κώδικος, αλλά και δια της αναγνωστικής οδού) να είναι νομοτελειακή διέξοδος από την υπαρξιακή ανασφάλεια-αγωνία και μοναξιά του δρώντος και ομιλούντος προσώπου.
Σπανίως βλέπω τα κείμενα και τα μετα-κείμενα να συμπληρώνονται ερήμην (;) των πρωτεργατών τους κι αυτό με ενδιαφέρει (ως θεατρολόγο, κριτικό, αλλά και ποιητή) πολύ περισσότερο από μια ανιαρή, επίπεδη απαγγελία. Το ξέρουμε το κείμενο. Δεν πάμε στο θέατρο να το θυμηθούμε. Μήτε να το μάθουμε. Βεβαίως ενυπάρχει κι ο πληροφοριακός χαρακτήρας της σκηνικής πράξεως, όμως κάτι τέτοιο δεν αφορά τους «επαρκείς θεατές», που πάνε για να συνδημιουργήσουν ένα άλλο, πρωτότυπο κι ανεπανάληπτο θέαμα, με αφορμή το κείμενο.
Τότε και μόνον τότε ολοκληρώνουν τον γενεσιουργό τους ρόλο, βιώνει τη συμμετοχική διαδραστικότητα, την αισθητική ηδονή και τη λύτρωση τελικά που γυρεύουν από θεάτρου εις θέατρον.
Ευρηματική η σκηνοθεσία τού Νίκου Αρμάου.
Ποιητική η μετάφραση τού προσφάτως εκλιπόντος Χριστόφορου Λιοντάκη.
Στην ατμόσφαιρα τού Φούρνου «κουμπώνει» τόσο τέλεια τόσο η υπερβατική και παραβατική σχοινοβασία που θα ήταν κρίμα να μην συλλειτουργήσετε με τον εκπληκτικό ερμηνευτεί εκεί και «τώρα».
Δρ. Κωνσταντίνος Β. Μπούρας
Πληροφορίες για την παράσταση θα βρείτε εδώ