Φέτος υπογράφει το πιο πολυσυζητημένο σενάριο των τελευταίων χρόνων. Το «Κάνε ότι κοιμάσαι» με τον Σπύρο Παπαδόπουλο στην ΕΡΤ είναι το σήριαλ που μετά από χρόνια μάζεψε ξανά τις παρέες στην μικρή οθόνη.
Εκτός τηλεόρασης όμως ο Γιάννης Σκαραγκάς έχει μια πολύ ξεχωριστή συγγραφική διαδρομή τις δύο τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Από την εξίσου πρωτοποριακή «Επιφάνεια», που είχε ταράξει τα νερά της ιδιωτικής τηλεόρασης στις αρχές του 2000 μέχρι το θεατρικό του έργο «Prime Numbers» στη Νέα Υόρκη το 2009, και από το αμερικανικό World Literature Today που τον συμπεριέλαβε στη λίστα των σημαντικότερων λογοτεχνικών φωνών της δεκαετίας, μέχρι τη διεθνή επιτυχία της παράστασης «Η κυρά της Ρω», ο Γιάννης Σκαραγκάς βρίσκει πάντα τρόπο να δημιουργεί έναν περίπλοκο και μοναδικό κόσμο με τα βιβλία, τα θεατρικά και τα σενάριά του. Παράλληλα συνεχίζει να διδάσκει δημιουργική γραφή στους εκπαιδευτικούς κύκλους του βιβλιοπωλείου ΙΑΝΟΣ.
Πώς εξηγείς την απήχηση του «Κάνε ότι κοιμάσαι»; Είναι μια σειρά που δεν έχει απλώς το δικό της κοινό, αλλά γίνεται σταθερά τάση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Είναι μια σειρά που αντί να την βλέπει ο κόσμος σε μια καλή συνδρομητική πλατφόρμα, την παρακολουθεί στη δημόσια τηλεόραση. Ήθελα να δημιουργήσω με το σενάριο αυτό μια διαφορετική εμπειρία τηλεθέασης, ακόμα και στο επίπεδο συμμετοχής και συζήτησης γύρω από την ιστορία.
Τι είχες στο μυαλό σου γράφοντας αυτή την ιστορία; Υπάρχουν ομάδες θεατών που επεξεργάζονται την πλοκή και κάνουν γκάλοπ.
Ήθελα μια εθιστική μυθοπλασία. Να φτιάξω ένα ψηφιδωτό ψυχολογικών ανατροπών με πολύ ανθρώπινους κι ευάλωτους όμως χαρακτήρες. Να θυμίζει βιβλίο, θέατρο και τηλεόραση μαζί. Να είναι η Ελλάδα του σήμερα και συγχρόνως να εμβαθύνει με τρόπους που να ξεπερνούν τον ρεαλισμό και τη βία της ζωής μας. Να μιλήσω για το σκοτάδι που απειλεί τους εφήβους αλλά και τους ενήλικες. Να γράψω το είδος του σεναρίου που διδάσκω στους μαθητές μου στη δημιουργική γραφή.
Την περίμενες αυτή την επιτυχία;
Όχι βέβαια. Συνηθισμένος από τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά μου, πίστευα ότι θα αγγίξει ένα απαιτητικό αλλά μικρότερο κοινό. Δεν φανταζόμουν αυτό τον βαθμό επιτυχίας. Πέρα από την τηλεθέαση και τα κοινωνικά δίκτυα, έχει κάνει ρεκόρ στο ertflix, την πλατφόρμα της ΕΡΤ. Ο αριθμός των θεατών είναι τεράστιος ακόμα και για τα δεδομένα της ιδιωτικής τηλεόρασης. Σε αυτή την επιτυχία όμως δεν μπορώ να μην αναφέρω τα ονόματα της Άννας Λεμπέση και του Νίκου Κάλη από την εταιρεία παραγωγής. Θα το λέω και θα το ξαναλέω: όσο περισσότερο ξεχωρίζει ο παραγωγός για το μυαλό και την αισθητική του, τόσο περισσότερο ξεχωρίζει κι η δουλειά. Αυτή η δουλειά δεν θα γινόταν χωρίς την Άννα και χωρίς την απίστευτη μεταμόρφωση της δημόσιας τηλεόρασης.
Πόσο εύκολο είναι να διατηρείς τις ισορροπίες σε ένα τόσο σύνθετο παζλ;
Καθόλου εύκολο γιατί κάθε λεπτομέρεια έχει τη σημασία της, όχι μόνο σε σεναριακό αλλά και σε σκηνοθετικό και ερμηνευτικό επίπεδο. Σε μία τηλεοπτική παραγωγή 64 επεισοδίων δεν έχεις πάντα το περιθώριο της αποκλειστικής επιμέλειας και ελέγχου όλων των λεπτομερειών, όπως θα συνέβαινε με ένα μυθιστόρημα. Έχω όμως καλούς συνεργάτες και συντελεστές, και ο καθένας κάνει τη δουλειά του.
Είναι πολύ πειστικός ο κόσμος του σχολικού εκφοβισμού και της ψυχολογικής βίας στη σειρά. Βασίστηκες σε προσωπικές εμπειρίες;
Σε μεγάλο βαθμό. Ήταν ένας εφιάλτης που κράτησε δύο χρόνια στην εφηβεία μου και ήθελα να μιλήσω γι’ αυτό μέσα από το «Κάνε ότι κοιμάσαι». Μου άρεσε ο συνδυασμός μιας σειράς αγωνίας με τέτοια αδιέξοδα, που ζουν πολλοί πιτσιρικάδες σε κάθε εποχή. Ο εκφοβισμός και η ψυχολογική κακοποίηση σού εκδηλώνουν το καλύτερο και το χειρότερο του χαρακτήρα σου, και συνήθως αυτά τα δύο συνυπάρχουν. Θυμάσαι πάντα τι θα πει να είσαι ανήμπορος και άφωνος, θυμάσαι πάντα τι θα πει να παρακαλείς να γίνεις αόρατος και απαρατήρητος, θυμάσαι πάντα το ότι αυτός που σε σιχαίνεται περισσότερο απ’ όλους είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Είναι όμως κι ένα τεράστιο κίνητρο να αλλάξεις τη ζωή σου και να την πάρεις στα χέρια σου. Εμένα αυτό το κίνητρο δεν με προσδιόρισε μόνο ως άνθρωπο αλλά και ως συγγραφέα. Διαμόρφωσε τη φωνή και το περιεχόμενο της δουλειάς μου, τη θεματολογία της. Αν μπορούσα να πω κάτι στα παιδιά με παρόμοιες εμπειρίες σήμερα, θα τους έλεγα να κάνουν υπομονή και να κοιτάξουν ψηλά. Είναι ο ίδιος ο φόβος, που κάποια στιγμή θα δώσει τη θέση του στην υπεροχή και στη διαφορά. Θα ανθίσετε σε αυτό τον κόσμο που κάποτε τρέματε και η δύναμη αυτής της μεταμόρφωσης θα είναι σαρωτική.
Γιατί διάλεξες την Μελίνα Μερκούρη για θέμα στο επόμενο μυθιστόρημά σου;
Μου αρέσουν οι ιστορικές φυσιογνωμίες, ιδίως όσες αφήνουν για ίχνη έναν θρύλο που απαιτεί πάθος για να κατανοήσεις. Μου αρέσει να τους βάζω λόγια που δεν είπαν αλλά ενισχύουν κι επεξηγούν τις πράξεις και τις επιλογές τους. Οι άνθρωποι που χάνονται, αφήνουν κομμάτια των δικών μας ζωών. Η ανάμνηση και ο θρύλος περιέχουν σημάδια για τις πιθανότητες του κόσμου που ζούμε στο παρόν. Ήθελα στο πρόσωπο της Μελίνας να γράψω την ιστορία μιας γυναίκας, μιας χώρας και μιας εποχής άλλων διαστάσεων και χρωμάτων. Πάντα, φυσικά, με τις εκδόσεις Κριτική.
Θα ξαναδούμε την «Κυρά της Ρω» στην Αθήνα;
Πιθανώς αργότερα. Φέτος είναι η χρονιά που η παράσταση θα ταξιδέψει ξανά στο εξωτερικό, στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και στην Αυστραλία. Ξεκινάμε τον Δεκέμβριο από τη Γερμανία και το Ντίσελντορφ. Κάθε φορά που λέμε με την Φωτεινή Μπαξεβάνη και τον Σταύρο Λίτινα ότι η παράσταση τελείωσε, πάντα κάτι μας διαψεύδει με τον πιο συγκινητικό τρόπο.
Συνεχίζεις τη συνεργασία με τα βιβλιοπωλεία ΙΑΝΟΣ στους κύκλους δημιουργικής γραφής. Τι είναι αυτό που ξεχωρίζεις στα μαθήματα αυτά;
Η αίσθηση ότι βοηθάς ανθρώπους να βρουν το δρόμο τους, όπως θα ήθελες να έχουν βοηθήσει κι εσένα. Αυτό αγαπάω περισσότερο στα μαθήματά μου, και αυτό αγαπάνε σε μένα οι μαθητές μου. Έχω σταθερά τρία διαφορετικά μαθήματα, το μυθιστόρημα με το διήγημα, το θέατρο και φυσικά το σενάριο. Και στα τρία, με ενδιαφέρει να δουλεύω μια σειρά από λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά στο τελικό αποτέλεσμα. Σε μια χώρα με τόσες πολλές και περιττές απόψεις, με ενδιαφέρουν τα εργαλεία κι η τεχνική της μαγείας. Έτσι καταλαβαίνω εγώ την «ψυχή» και το ταλέντο. Σε μια εποχή κριτικών και δικαστών, μου αρέσει να εκπαιδεύω ακροβάτες.
Ζώντας εντός κι εκτός συνόρων, πόσο πιστεύεις ότι άλλαξε η ελληνικη κοινωνία τα τελευταία χρόνια;
Δεν θα μπορούσε να μην αλλάξει. Η δεκαετία της οικονομικής κρίσης ήταν μια τραυματική εμπειρία για τους περισσότερους, σε πολλά επίπεδα. Θέλω να εστιάζω σε αυτό που μου δίνει πίστη. Σε όσους προσπαθούν με κόπο να κάνουν το σωστό, σε όσους έχουν έγνοια και κάποιον διπλανό πέρα από τον εαυτό τους, σε εκείνους που ξέρουν την ποιότητα της σιωπής στον θόρυβο. Αν δεν μας αρέσει ο κόσμος μπροστά στα μάτια μας, μπορούμε να φτιάξουμε έναν άλλο κάπου πιο μέσα ή παραδίπλα, αλλά με ανθρωπιά και κατανόηση, όχι με αίμα και ανθρωποφαγία.