Ο Σταύρος δεν έδειχνε για πενηντάρης.
Για σαραντάρης και αν. Αλογοουρά, πέτσινο και σκουλαρίκι. Ροκάς παλιάς κοπής. Και σε σαματάδες στα γήπεδα είχε μπλέξει. Και σε φασαρίες με μπάντες και γκρουπάκια. Και με γκόμενες είχε πάει πολλές.
Τρία σταθερά σημεία είχε στην ζωή του. Την ομάδα, την μάνα του και το ότι δούλευε εδώ και δεκαετίες εξωτερικές εργασίες. Αυτά τα τρία. Ομάδα και μάνα δεν άλλαξε ποτέ. Δουλειές άλλαξε δεκάδες. Πάντα όμως πάνω στο παπί. Τρία 4ωρα, ένα 8ωρο και ένα 4ωρο, ότι να ‘ναι και ότι κάτσει. Δώδεκα και δεκατέσσερις ώρες την ημέρα πάνω στο δίκυκλο.
“Με αυτό θα με θάψουν” έλεγε στην παρέα. Κάποτε είχε αριθμήσει όλα τα αφεντικά που είχε και ήταν πάνω από εξήντα. Δεν πέρναγε ποτέ με κόκκινο, φόραγε πάντα κράνος, δεν έκανε σφήνες. Η μάνα του του είχε δώσει και ένα φυλαχτό. Αυτός αν και ροκάς το ‘χε πάντα πάνω του. Όταν τον πείραζαν οι φίλοι του αυτός γέλαγε και έλεγε “Βάλτα να πάνε, πήγανε μάγκες! Ποτέ δεν ξέρεις!”.
Όταν ζοριζόταν από την ζωή έπαιρνε το παπί και πήγαινε μακριά. Πάντα είχε άδεια στην καβάντζα. Την τελευταία φορά είχε πάει στην Κοζάνη με το παπί. Στο δρόμο τραγούδαγε συνεχώς Παυλάρα. Σταμάταγε, ξεκίναγε, Σταμάταγε ξεκίναγε. “Έτσι είναι η ζωή μάγκες”, έλεγε και κέρναγε την παρέα μπύρες.
Ο Σταύρος ήταν άτυχος από μικρός. Ο πατέρας του έφυγε νωρίς, μία θεία του τους πήρε όλη την περιουσία, με τα γράμματα ποτέ δεν τα πήγε καλά. Από μικρός βοήθαγε την μάνα του. Τίποτα άλλο. Με τις γκόμενες ήταν πολύ προσεκτικός. Τον είχαν πουλήσει μια δυο φορές, έτσι είχε καταλήξει, και από τότε δεν δενόταν και κάθε τόσο έφευγε. Δεν αφήνω να με διώξουν, φεύγω μόνος μου.
Ήταν περήφανος για την δουλειά που έκανε. “Ρε μαλάκες που λιώνετε μέσα στα γραφεία και τα κομπιούτερ! Βγείτε ένα βράδυ έξω και δείτε πόσοι είμαστε! Χιλιάδες είμαστε. Μόνο εμείς κυκλοφορούμε, οι μπράβοι και οι πουτάνες! Ά ναι και οι μπάτσοι αλλά άστους αυτούς! Μας έχετε ανάγκη!”.
Κόρναρε στους συναδέλφους, έβριζε τους ταρίφες, σφύριζε στις όμορφες. Στο τέλος της βραδιάς σημείωνε τα χιλιόμετρα που είχε κάνει. Κάθε τέλος του χρόνου έκανε την σούμα και μέτραγε τις αποστάσεις. Που θα μπορούσε να έχει φτάσει; “Την Κίνα ολόκληρη έχω φέρει” πάνω κάτω τρεις φορές φέτος!
“Η Αθήνα είναι μια πόλη της πίτσας” έλεγε από μέσα του. “Ή της πούτσας;” αναρωτιόταν. “Είναι κλειδωμένα κάτω, κατεβείτε να μου ανοίξετε”, φώναξε στο θυροτηλέφωνο.
Ξάπλωνε, έβαζε μουσική και αποκοιμόταν χωρίς να χρειάζεται να προσέχει τα φανάρια, τους γέρους που πετάγονταν από το πουθενά και τις λαδιές του δρόμου. Όταν ήταν σε σχέση δεν ξενοκοίταγε αλλού. Ήταν μια χαρά απλώς κάποια στιγμή αποφάσιζε πως δεν πάει άλλο και έφευγε. Ούτε φωνές, ούτε τσαντίλες. Ανακοίνωνε σαν αφεντικό (το ήξερε καλά αυτόν τον ρόλο) και απομακρυνόταν.
Η Βάλια τον είχε πλησιάσει αυτή άμεσα και στα γεμάτα. “Σε γουστάρω”, του είχε πει σε ένα μπαρ. Ήταν ψυχολόγος, τριανταπεντάρα, όμορφη. Είχε ήδη περάσει ενάμισης χρόνος και δεν έλεγε να φύγει. Του μίλαγε πολύ χωρίς να τον ψέλνει. Εκείνη δούλευε κάποια βράδια σε ένα πρόγραμμα δρόμου.
Έτσι είχε και την ελευθερία του στις προσωπικές στιγμές. “Να προσέχεις με τον κάθε τρελαμένο εκεί έξω” της έλεγε και της έκλεινε την μύτη. “Εσύ να προσέχεις με τους άμπαλους που υποστηρίζεις και όλο χάνετε” του έλεγε αυτή και γέλαγε σαν παιδί. “Και να μην περνάς με πορτοκαλί”. Είναι επικίνδυνο χρώμα.
Αυτό που του άρεσε σε αυτήν την κοπέλα είναι που έλεγε αυτό που ήθελε κατευθείαν. Θέλω αγκαλιά. Θέλω βόλτα. Θέλω ησυχία. Και εκείνος ακολουθούσε. Του έλεγε ότι συναισθηματικά ήταν από τους πιο ώριμους ανθρώπους που είχε συναντήσει. Αυτός δεν καταλάβαινε αλλά γούσταρε. Από την άλλη βέβαια την πείραζε. “Μιλάει η επιστήμη! Σωπάτε και έχουμε τζάμπα ψυχανάλυση”.
Το τελευταίο διάστημα έκαναν έρωτα χωρίς προφύλαξη. Μεταξύ τους δεν το είχαν συζητήσει. Χαμογελούσαν απλώς. Στην παρέα ο Σταύρος το ανέφερε. “Ρε μαλάκες κάνω για πατέρας;”. “Κάνεις! Κάνεις!”, του φώναζαν οι φίλοι του και εκείνο το βράδυ ήπιαν τόσο πολύ που πήγαν στα σπίτια τους με ταξί.
Έκανε κρύο. Ο Σταύρος έβριζε από μέσα του την μιάμιση ώρα που του απόμεινε μέχρι το τέλος της βάρδιας. “Η Αθήνα είναι μια πόλη της πίτσας” έλεγε από μέσα του. “Ή της πούτσας;” αναρωτιόταν. “Είναι κλειδωμένα κάτω, κατεβείτε να μου ανοίξετε”, φώναξε στο θυροτηλέφωνο.
Ένας τριανταπεντάρης ξανθός με θαλασσί ρόμπα του άνοιξε. “Είσαι και όμορφο αγόρι”, του είπε παίρνοντας την πίτσα. Ο Σταύρος σιχτίρισε από μέσα του, καληνύχτισε και έφυγε. Χτύπησε το τηλέφωνο. Χαμογέλασε.
Ήταν η Βάλια. “Έλα πες μου, σχολάω σε λίγο”. “Σταύρο… Είμαστε τρεις!”, του είπε χαρούμενη… Ξεκαβαλίκεψε το παπί. Έτρεμε από χαρά. “Βάλια μου…” Άκουσε ένα μπαμ. Κάτι ερχόταν κατά πάνω του. Δεν πρόλαβε να δει τον χορό του διθέσιου. Δεν ένοιωσε τίποτα άλλο εκτός από ένα χτύπημα στην μέση. Γραπώθηκε από το “είμαστε τρεις”.