Στιγμιότυπα, φωτογραφίες φτιαγμένες από λέξεις, αφηγήσεις, αρετουσάριστες, ντόπιων και αλλοδαπών. Ένας κόσμος που αναζητάει το βήμα του και το λόγο ύπαρξής του. Από τετράγωνο σε τετράγωνο κι από τεύχος σε τεύχος. Σε αυτοτελείς συνέχειες. Αποσπάσματα μιας “λογοτεχνίας του δρόμου”.
(Δυο λόγια για ένα παιδί από το Μαρόκο)
Μεταξουργείο
ΕΚΕΙΝΟΣ:
Με λένε Σταρουίκ.
Είμαι -κάπου- από το Μαρόκο.
Δεν θυμάμαι από πού ακριβώς
Ήρθα πριν κάποια χρόνια στην Αθήνα.
Δεν θυμάμαι πόσα.
Ούτε γιατί.
Ούτε πώς.
Δεν έχει σημασία.
Ούτε για σένα.
Ούτε για μένα.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Ο Σταρουίκ.
Πρώτα στην Αγησιλάου.
Στη γωνία με την πλατεία με το εκκλησάκι, που οδηγεί στην
Πειραιώς και Θερμοπυλών,
δίπλα στην Τσάινα Τάουν.
Να περνάει τον δρόμο, ώς το απέναντι πεζοδρόμιο, κάνοντας στους οδηγούς “κουμάντο” να παρκάρουν.
Κουτσαίνει λίγο.
Σέρνει το ένα πόδι, ανασηκώνει το άλλο.
Χαμογελάει.
Ίσως τριάντα, ίσως σαράντα χρονών, ίσως λίγο παραπάνω.
Τα ελληνικά του είκοσι λέξεις.
Μετρίου αναστήματος.
Αδυνατισμένος.
Σγουρά μαλλιά.
Αξύριστος,
Δόντια μαυρισμένα, χαλασμένα.
Μάγουλα κατακόκκινα.
Γκρι τζάκετ δεκαετίας του ‘80, με την κουκούλα αναρριγμένη ολόγυρα στους ώμους, μάλλινο σκούφο, τζιν στενό, σακουλιασμένο πάνω στους μηρούς και σκούρα αθλητικά παπούτσια.
Μια σκούρα μπλούζα από μέσα.
Στο χέρι ένα φτηνό σέικερ.
ΕΓΩ:
Χθες τον είδα.
Κρατούσε ένα μικρό σπρέι για εισπνοές.
Έχει άσθμα, μου εξηγεί.
Πήγε στο νοσοκομείο.
Του έδωσαν φάρμακα.
Του δίνω δυο ευρώ.
Ο ΣΤΑΡΟΥΙΚ:
“Ευχαριστώ, μπαμπά … Ευχαριστώ…”.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Τον τελευταίο καιρό φάνηκε στον μεγάλο πεζόδρομο. Μένει πιο κάτω, σ’ ένα ερειπωμένο σπίτι.
Κάθεται με τις ώρες στα σκαλιά ενός νεοκλασικού, με ακουμπισμένο τον σκούρο σακ βουαγιάζ και τις υπόλοιπες “αποσκευές” γύρω του.
Ένα πλαστικό κύπελλο νερού.
Ένας “καφές-πακέτο”.
Χαρτομάντιλα.
Ένα μπουκαλάκι νερό.
Άλλο ένα πλαστικό κύπελλο, γερμένο σε μια νάιλον σακούλα.
Ένα μεγαλύτερο μπουκάλι με ένα βυσσινί υγρό, ίσως κρασί.
Ένα πακέτο τσιγάρα.
Ένα πορτοκάλι.
Στο αριστερό χέρι του ένα τσιγάρο, που δεν το έχει ακόμα ανάψει.
ΕΓΩ:
Πέρασε αρκετός καιρός από τότε, που του έδωσα κάτι.
Ίσως να μην έχω πολλά ψιλά επάνω μου.
Όταν τον βλέπω να με πλησιάζει, ταχύνω το βήμα.
Του κάνω νόημα.
“Μετά… μετά… άλλη φορά”.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
…Ο Σταρουίκ εμφανίστηκε με ένα σκυλί.
Το κρατάει από το λουρί και προχωράει στον πεζόδρομο..
Πάνε πάντα παρέα.
Καμαρώνει.
Είναι μεγάλο, όμορφο, σαν μπόξερ, μαύρο στη ράχη και ώς την κοιλιά. Και στα δυο του αυτιά.
“Τίνος είναι, Σταρουίκ;”
“Δικό μου”.
Γελάει.
“Πώς το λένε;”
“Εζρουΐ”.
ΕΓΩ:
Παρατηρώ τον Σταρουίκ.
Αφήνει μια μεγάλη χαρτοσακούλα με τις προμήθειες της ημέρας κάτω στον πεζόδρομο.
Χαϊδεύει τον σκύλο.
Ο Εζρουί πλησιάζει τη χαρτοσακούλα. Μυρίζει.
Τον τραβάει.
Η σακούλα έμεινε πίσω.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Ο Σταρουίκ πέθανε.
Το διηγήθηκε η κόρη του ψιλικατζή της γωνίας.
Στάθηκε, λέει, μπροστά σε μια από τις τρεις καφετέριες που είναι στον αποπάνω δρόμο.
“Έναν γιατρό”, έλεγε. Ή κάτι τέτοιο.
Κατάλαβαν;
Δεν κουνήθηκε κανείς.
Πέθανε.
Εκεί.
Κάλεσαν το ασθενοφόρο μετά.
ΕΓΩ:
…Γεια σου, Σταρουίκ.
Ίσως έτσι είναι καλύτερα.
Η μάνα σου ποτέ δε θα μάθει, γιατί δεν της στέλνεις πια, μια στις τόσες, τα νέα σου.
Ούτε αν ζεις.
Ούτε αν πέθανες.
…Αν της έστελνες ποτέ νέα σου.
Αν ζει και κείνη.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Κανείς δεν είδε πια τον Εζρουΐ.
Ψητό κεφαλάκι
Ζήνωνος και Μενάνδρου
Καθόταν σε μια ψησταριά, γωνιακή, που τα τραπεζάκια της ήταν τοποθετημένα από τη μεριά του πεζόδρομου.
Ξεκοκάλιζε μισό ψητό κεφαλάκι.
Έπινε μια κόκα-κόλα.
Άντρας.
Μεσαίας ηλικίας.
Γυαλιά με χοντρό σκελετό.
Μαλλιά καστανά,
προς το ξανθό.
Είχαν αρχίσει, στις άκρες, να ξεθωριάζουν.
Φθηνό ντύσιμο.
Σπορτέξ.
Ανάμεσα στα πόδια του και το τραπεζάκι,
ακουμπισμένη, κάτω στον πεζόδρομο,
μια νάιλον σακούλα, γεμάτη με διάφορα πράγματα.
Στιγμιαίες φωτογραφίες
Πλατεία Δημαρχείου
Άλλοι ξαπλωμένοι στο γρασίδι, αριστερά από το Δημαρχείο.
Άλλοι καθισμένοι στα μαρμάρινα πεζούλια.
Πρεζόνια, Ελληνοπόντιες που πουλάνε τσιγάρα, κάποιοι ξεπεσμένοι τουρίστες.
Ένας νεαρός με περίεργο κούρεμα.
Ένας με μεγάλο σκουλαρίκι και τατουάζ.
Ένας λαχειοπώλης μ’ ένα μεγάλο κομπολόι.
Ένας με μαύρα γυαλιά, άσπρο μαλλί και αλογοουρά.
Στο πεζοδρόμιο προς την Ομόνοια, γωνία με Λυκούργου, πέντε μεσόκοπες πουλάνε τσιγάρα.
Σφαιριστήρια New Point.
Κάποιος βγάζει στιγμιαίες φωτογραφίες.
Γύρω περίπτερα που πουλάνε σημαίες και κασκόλ αθλητικά.
Κι όμως
3ης Σεπτεμβρίου
Ψηλός, ευθυτενής, εβδομηντάρης.
Φορούσε το ράσο, το καλυμμαύχι και κρατούσε στο ένα χέρι μια κλειστή ομπρέλα.
Προχωρούσε.
Μπροστά η κοιλιά.
Αυτός πίσω.
Η γενειάδα κάπως χωρισμένη στη μέση, σαν να τη φυσούσε σ’ αυτό το σημείο ο αέρας.
Δεν φαινόταν να κοιτάζει κάπου.
Κι όμως.
Πλένει
Πάροδος Τοσίτσα
Συνταξιούχος;
Πάντως ηλικιωμένος.
Μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα,
που κοντεύει να καεί.
Γυμνός από πάνω.
Κοντή βερμούδα.
Σαγονιάρες.
Πλένει το αυτοκίνητο.
Γκρι-μωβ
Γεράνι*, προς του Ψυρρή
Παλιό σιδεράδικο.
Δυο δίφυλλες μεταλλικές πόρτες
με καγκελωτή τζαμαρία.
Η μια με λουκέτο,
η άλλη μόνο κλειδωμένη.
Τα τζάμια σπασμένα.
Και στις δυο εισόδους,
στο πεζοδρόμιο,
οι τσουκνίδες φτάνουν τους τριάντα πόντους.
Ο τοίχος γκρι-μωβ,
Ταγκιές** .
Σύνθημα “στένσιλ”.***
ΔΕΝ ΘΑ ΑΦΗΣΩ ΤΟ ΦΟΒΟ
ΝΑ ΜΕ ΚΑΝΕΙ ΣΚΛΑΒΟ.
* Περιοχή δίπλα στην Ομόνοια.
** Οι υπογραφές του καλλιτέχνη, στα γκράφιτι.
*** Διάτρητο χαρτόνι για σπρέι.
Θίασος
Λένα και Σπύρος
Εκείνος μετρίου αναστήματος, αυτή κάπως ψηλότερη. Συνήθως προηγείται. Μπαίνουν ή βγαίνουν σε ένα από τα μεγάλα κινέζικα “ρουχάδικα” της Πειραιώς ή των γύρω δρόμων. Βγαίνοντας, κρατούν από μια τεράστια γκρι νάυλον σακούλα, γεμάτη ρούχα, πακεταρισμένη με αυτοκόλλητη ταινία. Έχουν παρκάρει κάπου εκεί γύρω, συχνά κλείνοντας την είσοδο κάποιου πεζόδρομου. Χωρίς αλάρμ.
Και οι δυο, συνήθως, φορούν σκούρο γυαλί. Η Λένα με μαλλί βαμμένο καστανό ή ξανθό. Ποτέ κόκκινο ή μαύρο. Ντυμένη ατημέλητα, απλά, κάπως αδιάφορα. Αυτός ακολουθεί. Άλλωστε η ιδιοκτήτρια του μικρού ρουχάδικου, σε μια συνοικία της Αθήνας, είναι εκείνη. Η Λένα. Ο Σπύρος κάνει άλλη δουλειά. Μόλις το “εμπόρευμα” πουληθεί, θα εμφανιστούν και πάλι.
Η βιολίστρια
Μαλλί κατσαρό. Κοντή, λεπτή. Καστανή. Σχεδόν άβαφτη. Μόλις μπει στην αυλή της ταβέρνας, χαμογελάει ουδέτερα προς όλες τις κατευθύνσεις. Βάζει το βιολί στο λαιμό και σηκώνει το δοξάρι. Αρχίζει μ’ ένα παλιό, νοσταλγικό τραγούδι, όπως το “Δυο πράσινα μάτια”, μετά κάτι σύγχρονο, όπως το “Η αγάπη είναι ζάλη”. Τέλος κάτι ξένο, πχ. το “Ότσι Τσόρνια”. Δυόμισι τραγούδια. Πλησιάζει τα τραπέζια, με ένα αδιόρατο χαμόγελο και μια κλίση του κορμιού προς τα μπροστά.
Αν κάποιος από μια παρέα βγάλει χρήματα, ξαναχαμογελάει. Παίζει ακόμα μισό τραγούδι. Αν την ρωτήσεις, θα σου πει πως είναι από τις πρώην “σοσιαλιστικές χώρες”, με σπουδές και καλή δουλειά, εκεί. Τώρα, τριάντα περίπου χρόνια, είναι εδώ. Βγαίνει. Καβαλάει -με το βιολί στην πλάτη- το μηχανάκι και τρέχει στο επόμενο μαγαζί. Τρία χιλιόμετρα ακτίνα απ’ την Ομόνοια. Βάλια. Ή Λαρίσα.
Σάκης, ο ποδηλάτης
Ανάμεσα στα 60 και τα 70. Δείχνει λίγο νεότερος. Λιγνός. Μένει σ’ ένα στενό, προς τη Βάθης. Από την είσοδο του παλιού διώροφου, όπου μένουν κι άλλοι εργένηδες, βγαίνει σπρώχνοντας το ποδήλατο. “Λιγνό” κι αυτό, αθλητικό. Καβαλάει και χάνεται. Πότε δω, πότε κει. Σχεδόν καραφλός. Φοράει γυαλιά με χρυσό σκελετό. Και μπερέ ή τραγιάσκα.
Αν τον ξέρεις, θα σε χαιρετήσει. Αν τον ξέρεις πολύ, μπορεί να φρενάρει, για ν’ ανταλλάξετε δυο κουβέντες. Πότε είναι με τους “αγανακτισμένους”, πότε κοιτάει προς τη “Χρυσή Αυγή”, πότε έχει δυο καλά λόγια για τον Τσίπρα. Πριν από καιρό, αυτά. Τώρα; Συνταξιούχος ταξιτζής. Κάποτε έμενε με τη μάνα του στη γωνία, στο ετοιμόρροπο διατηρητέο. Όταν αυτό πουλήθηκε -η μάνα του είχε στο μεταξύ πεθάνει- βρήκε ένα δωμάτιο και μετακόμισε απέναντι. Ο Σάκης, ο ποδηλάτης.
*Τα σκίτσα είναι του Ζαχαρία Ψαράκη