Στον στρατό, σειρά 93 παρακαλώ, εγώ πέρασα καλά. Και καθόλου στρατόκαυλος δεν ήμουν και δεν είμαι. Και την κουλτούρα μου έχω, και πολιτικοποιημένος είμαι, σε πορείες για την παγκόσμια ειρήνη έχω πάρει μέρος. Και γαμώ τα παιδιά γνώρισα και γαμώ τους μαλάκες επίσης. Και την τρέλα της στρατιωτικής εξουσίας και όλα όσα. Αλλά μεταξύ μας, καθόλου δεν καταλάβαινα το ”μι μου άπτου” που είχαν διάφοροι τύποι και δεν άντεχαν την παγωμένη ομελέτα, το ζβαν, την μυρωδιά του θαλάμου, την καφρίλα του πιτσιρικά που έβγαινε για πρώτη φορά από το σπίτι του. Ούτε άνδρας έγινα, ούτε έμαθα να πολεμάω. Ούτε σε κάτι θα μου χρησιμέψει το παράγγελμα “Μεταβολήηη” κλπ. Αλλά θέλω να σας πω πως γέλασα μέχρι δακρύων με διάφορες καταστάσεις και τύπους, που δεν θα τα ‘χα ζήσει εάν ήμουν ξαπλωμένος στον καναπέ μου, ή αραγμένος στο μπαράκι να ακούω την τύπα να μου γανώνει το μυαλό με την Πατριαρχία και τον τύπο να μου παινεύεται για τον ανδρισμό του…
Έβρος, χειμώνας, Τρίτη (που σημαίνει νυχτερινή άσκηση) και ένα κρύο να σπάει το είναι σου. Σχετικά παλιός με τον φίλο μου Σταύρο εξ Ιωαννίνων. Παιδί της πιάτσας, κιμπάρης, περπατημένος, υπόδειγμα αλήτη και ξηγημένου. Είχαμε δέσει πολύ μαζί παρά την διαφορετικότητά μας. Εμένα με έλεγε ”γραμματικέ” γιατί διάβαζα πολύ, εγώ τον έλεγα ”κοινούση” γιατί άκουγε τέτοια μουσική και ήταν νευρόσπαστος. Ο Λοχαγός μας είπε πως θα γινόταν άσκηση το βράδυ, αλλά εμάς τους 2 μας άφησε χωρίς υπευθυνότητα, που σήμαινε άραγμα στην σκηνή! Στην απέναντι ραχούλα είχαν κατασκηνώσει λοκατζήδες και η άσκηση θα ήταν κοινή. Εκείνοι θα επιτίθονταν μέσα στην νύχτα (κανείς δεν ήξερε το πότε ακριβώς και που), εμείς θα αμυνόμασταν και άλλα τέτοια τρελαμένα.
Ο κνίτης πίσω μου μονολογούσε ”τι φιλοπολεμικά πρότυπα καλλιεργεί ο στρατός ρε πούστη μου” αλλά κανείς δεν του ‘δωσε σημασία. Ο Κινούσης, μου ‘κλεισε το μάτι πονηρά…. ”Τι σου χω ρε Γραμματικέ για το βράδυ, τι σου χω”. ”Λέγε ρε καμιά μαλαματίνα;” του πα για να τον πειράξω. Εκείνος απτόητος μου έδειξε θριαμβευτικά δύο πράγματα. Το ένα πινόταν και ήταν τσίπουρο από το χωριό του. Το είδα του είπα μπράβο αλλά δεν έδειξα και τεράστιο ενθουσιασμό. Το άλλο που είχε καπνίζονταν… Ένα τρίφυλλο βαρβάτο όμορφο και κοτσονάτο, όπως λέει και ένα παλιό τραγούδι… “Φίλε μου το έβαλαν μέσα στο δέμα τα ξαδέλφια μου! Έχει πάρει και μυρουδιά από το καπνιστό! χαχαχαχαχα. Θα φύγουμεεεεε σήμερα” μου είπε και κινιόταν όλος πέρα δώθε λες και είχε βρεθεί σε επίκεντρο σεισμού 8 και βάλε ρίχτερ.
Εγώ ”το ‘σκαγα” που και που αλλά όχι επαγγελματικά. Δηλαδή σαν να λέμε τρίτη κατηγορία. Εκείνος ήταν τσάμπιονς λιγκ. ”Μέσα” του λέω, “περιμένουμε να ξεκινήσει η άσκηση, το σβουράμε, πίνουμε και τον γλυκάνισο και ξεραινόμαστε. Έχω και φυστίκια και σοκολατάκια νουαζέτα, το ‘χουμε! Άρχοντες στον Έβρο!”. Του άρεσε η παρομοίωση, γέλασε τρανταχτά και ξεμάκρυνε με χοροπηδηχτό στυλ.
Στη σκηνή, ξαπλωμένοι, δεν μιλάμε, τα χουμε κάνει όλα. Σιγοτραγουδάω τον Θερμαστή και ο Σταύρος σφυρίζει και σιγοντάρει. Πιο μέγκλα πεθαίνεις. Ξάφνου η αγριοφωνάρα του Λοχαγού σκίζει τα πάντα όλα. ”Βγες έξω! Φυλάς κανονικά. Ο τάδε (ο κνίτης που σας έλεγα) έχει διάρροια και βγήκε ελεύθερος υπηρεσίας. Παίρνεις την θέση του!”. Βγαίνω ψιλοτρικλίζοντας! ”Μα κύριε Λοχαγέ έχω πιει τσίπουρο, δεν είμαι σε θέση”! Μου δίνει ένα Κωνστανταρέικο φάσκελο και φεύγοντας μου λέει ”τράβα πάρε όπλο μην σε στείλω σε κάνα στρατοδικείο και τραβιέσαι!”
Έχω ταχυπαλμία. Ένας τρόμος με έχει κυριεύσει. Μόνος σε μια γαμωπλαγιά, μαστουρωμένος, πιωμένος, χαωμένος σχεδόν πανικόβλητος. ”Α ρε μαλάκα κνίτη, μας γάμησες”. Πήρα βαθιές ανάσες. Έφερα στο μυαλό μου τους !!Βιετκόνγκ!!. Τους τουπαμάρος. Τους ερυθρούς Χμερ. Άρχισα σιγά σιγά να μπαίνω σε τρελό τρυπάκι. Είμαι πια σε άλλη πίστα. Έχω πέσει κάτω, δεν κουνιέμαι, παραμονεύω. Οι αισθήσεις μου υπερλειτουργούν, πιάνω τα πάντα. Ακούω την πασχαλίτσα να ρεύεται, μυρμήγκι να σκοντάφτει. Βλέπω, ακούω, οσμίζομαι τα πάντα. Σηκώνομαι αργά, αλλάζω θέση, ταμπουρώνομαι. Ο εχθρός μπορεί να είναι παντού. Δεν είμαι πια ο ”γραμματικός” είμαι ο Λίο Τσε. Δεν είμαι σε βουνό αλλά σε ζούγκλα. Δεν είναι οι λοκατζήδες αλλά οι Γιάνκηδες. Και δεν είναι άσκηση… μα πόλεμος.
Τρεις φιγούρες τριάντα μέτρα μακριά μου, πλησιάζουν. Σταματούν ξαναξεκινούν. Μένω ακίνητος. Τους διακρίνω όλο και πιο καθαρά. Είμαι σκέτο μολύβι. Βγάζω την ασφάλεια από το φν. Συνεχίζω να μην κουνιέμαι. Τραγουδώ από μέσα μου την Διεθνή. Τους αφήνω να έρχονται προς τον θάνατο. Στα 15 μέτρα, 13, 10…
Πετάγομαι ξαφνικά σαν ελατήριο, μία πρώτη ριπή τους γαζώνει, μία κολοτούμπα και ξανά όρθιος. Μία δεύτερη ριπή μαζί με την ιαχή ”πάρτε γαμημένοι, πάρτε” με καθιστούν εντελώς κυρίαρχο της κατάστασης. Οι Λοκατζήδες αιφνιδιασμένοι, ηττημένοι, σκοτωμένοι με κοιτούν σαν να είμαι τρελός. Εγώ γελάω τόσο σπαστικά στα μούτρα τους και συνεχίζω να πυροβολώ… Ο ένας μου λέει, ”καλά μαλάκας είσαι;”… Εγώ συνεχίζω να γελώ υστερικά και να ψάχνω να βρω και τον δεύτερο γεμιστήρα! Ο άλλος συνεχίζει να λέει… ”πάμε ρε, έχει ξεφύγει ο μαλάκας”!
Ο Λοχαγός όλη αυτήν την ώρα ήταν από πίσω μου. Ένα πλατύ χαμόγελο (έως και πνιχτό γέλιο) έλαμψε στο πρόσωπο του. ”Μπράβο, μπράβο” μου είπε και με χτύπησε στην πλάτη. ”Αν και όλο το βρίσιμο δεν χρειαζόταν””. Του χαζογέλασα και εγώ μη ξέροντας τι να πω.
Είπα στον Κνίτη την άλλη μέρα ”έτσι γαμούν τους Ιμπεριαλιστές ρε Φλωράκη, όχι με διάρροια!”
Discussion about this post