Γνώρισα προσωπικά την Άννα Παπασταύρου πριν από λίγα χρόνια. Το όνομά της, ωστόσο, ακουγόταν στο σπίτι μας, αφού ήταν οικογενειακή φίλη, μαθήτρια του πατέρα μου και με ιταλική παιδεία, όπως κι εμείς. Διαβάζοντας, ωστόσο, ένα βιογραφικό, γνωρίζεις και μια άλλη πτυχή ενός ανθρώπου, γνωρίζεις το έργο του και το αποτύπωμά του στην κοινωνία. Πολλά τα βιβλία που έχει μεταφράσει, πολλά, επίσης, και τα βραβεία που έχει λάβει για το έργο της.
Σ: Ας ξεκινήσουμε από ένα κοινό, ίσως, ερώτημα: τι σας οδήγησε στο να ασχοληθείτε με τη μετάφραση; Ήταν περισσότερο η αγάπη για τη λογοτεχνία ή για την ελληνική γλώσσα;
Η αγάπη για τη λογοτεχνία υπήρχε από τα παιδικά μου χρόνια. Είχα την τύχη να ζήσω σε ένα περιβάλλον με ανθρώπους που λάτρευαν τη λογοτεχνία και κάθε μορφή τέχνης κι έτσι ακολούθησα κι εγώ, φυσιολογικά, τον δρόμο αυτόν. Ωστόσο, ξεχωριστή ήταν ανέκαθεν η αγάπη μου για την ελληνική γλώσσα, την οποία μου καλλιέργησαν τόσο οι γονείς όσο και οι δάσκαλοί μου. Δεν ξέρω κατά πόσο εξακολουθεί να συμβαίνει αυτό, να δίνεται δηλαδή έμφαση στη μελέτη της γλώσσας, την οποία με λύπη μου βλέπω να συρρικνώνεται με τον καιρό και με την εξέλιξη της τεχνολογίας.
Σ: Ο μεταφραστής εργάζεται «μοναχικά». Το επάγγελμά του είναι από τη φύση του μοναχικό, αρκεί ένα γραφείο, μια καρέκλα, ένα λεξικό κι ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής. Μειονεκτεί ως εργασία διότι δεν εμπεριέχει την ανθρώπινη επαφή, δεν υπάρχει μια καθημερινή συνδιάλεξη με άλλους ανθρώπους – πράγμα που συχνά γεννά ιδέες. Πλεονεκτεί, ωστόσο, ως προς το ότι μπορεί κανείς να εργάζεται χωρίς υποχρεωτικό ωράριο, από τον χώρο του. Αλήθεια, θα θέλατε να μας περιγράψετε μια τυπική μέρα στην εργασία σας;
Είναι παράξενο, κι όμως δεν ένιωσα ποτέ μοναχικά μεταφράζοντας. Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε «μοναχικό» ένα επάγγελμα που δεν προϋποθέτει φυσική παρουσία ανθρώπων γύρω μας. Εργάστηκα αρκετά χρόνια μέσα στον κόσμο (σε τράπεζες, σε εταιρείες) και αρκετές φορές ένιωσα μοναξιά. Μια βαθιά κρυμμένη ανάγκη να κάνω κάτι πραγματικά δημιουργικό ήταν το κίνητρο να ασχοληθώ με τη μετάφραση και ποτέ δεν σκέφτηκα ότι, κάνοντάς την επάγγελμα, θα ένιωθα αποκομμένη και μόνη. Και πράγματι, δεν συνέβη κάτι τέτοιο.
Όταν κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή, με το βιβλίο που έχω να μεταφράσω, έχω ξαφνικά την αίσθηση ότι απέναντί μου βρίσκεται ο ίδιος ο συγγραφέας. Είτε είναι εν ζωή είτε όχι, μου μιλάει, μου αποκαλύπτεται σιγά σιγά, μου υποδεικνύει, στην αρχή με δυσκολία, σταδιακά όλο και πιο ξεκάθαρα, δρόμους για να τον πλησιάσω και να τον αποκρυπτογραφήσω. Αυτή η χαρά, της επικοινωνίας, της «λύσης του μυστηρίου» που κρύβεται πίσω από κάθε είδος γραφής, πίσω από κάθε συγγραφικό ύφος, είναι για μένα ανεκτίμητη. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που δουλεύω ασταμάτητα όλα αυτά τα χρόνια, όπου βρεθώ, ακόμα και στις «διακοπές» (όταν και αν προλάβω να τις απολαύσω), χωρίς να νιώθω το φορτίο της δουλειάς να βαραίνει στις πλάτες μου. Με λίγη μουσική, κάποιες φορές, με ελάχιστα διαλείμματα, αλλά πάντα με πολύ κέφι. Όσο για το ωράριο, θα πω απλώς ότι, αν στον κλάδο του ελεύθερου επαγγελματία υπήρχε το καθεστώς της υπερωρίας, μέχρι σήμερα θα είχα γίνει πάμπλουτη!
Σ: Ένα πολυσέλιδο κείμενο περιέχει σίγουρα επαναλήψεις στον λόγο, χρησιμοποιεί ορολογία που επανέρχεται κι εκεί ο μεταφραστής καλείται να επιλέξει ένα σχήμα και να το ακολουθήσει. Σε ένα κείμενο λίγων σελίδων, αντίθετα, η γραφή είναι πιο περιεκτική, ο λόγος πιο συμπυκνωμένος και ως εκ τούτου δυσκολότερη η απόδοση. Θα συμφωνούσατε;
Συμφωνώ ότι στα σύντομα κείμενα, όπως και σε κείμενα ποιητικά, η γραφή είναι πιο περιεκτική και ο λόγος πιο συμπυκνωμένος. Αντίθετα, στα μακροσκελή κείμενα, η δυσκολία έγκειται ακριβώς στην επανάληψη. Όχι μόνο γιατί ο μεταφραστής καλείται να την αντιμετωπίσει με τρόπο που να μη γίνει κουραστική, αλλά και γιατί οφείλει να σεβαστεί την ομοιογένεια του κειμένου και να τηρήσει σε όλο το κείμενο τους όρους που εξαρχής έχει επιλέξει να χρησιμοποιήσει.
Σ: Η δική μου – μικρή ακόμη – εμπειρία έχει δομηθεί πάνω στο δοκίμιο και σε ιστορικά κείμενα. Έχω καταλήξει πως πρέπει να εργάζεται κανείς πάνω σε δεδομένα σχήματα, με τη βοήθεια λεξικών, ορολογίας και ενίοτε φίλων με ειδικές γνώσεις, ώστε να μην παραποιηθούν ονόματα, ιστορικά γεγονότα κλπ. Η πεζογραφία, ωστόσο, φαντάζει ένας πιο «ελεύθερος κόσμος», όπου ο μεταφραστής είναι και δημιουργός.
Η πεζογραφία είναι χωρίς αμφιβολία ένας πιο «ελεύθερος κόσμος», και καταλαβαίνω απόλυτα την έννοια που δίνετε στον όρο. Βέβαια, αυτό δεν αποκλείει να υπάρχουν μέσα σ’ ένα πεζογράφημα (ακόμα και σε ένα ποίημα) κάποιοι όροι που πρέπει να αποδοθούν σωστά και με ακρίβεια· ένας ιατρικός όρος, για παράδειγμα, ένα ιστορικό πρόσωπο, μια αναφορά σε κάποιο βιβλίο –που πρέπει ο μεταφραστής να αποδώσει με τον ορθό του τίτλο–, ένας γεωγραφικός, μαθηματικός ή άλλος όρος. Εδώ ο μεταφραστής επιστρατεύει όλες του τις γνώσεις, καταφεύγει στο Διαδίκτυο (το οποίο, αν χρησιμοποιείται σωστά, αποδεικνύεται εξαιρετικά χρήσιμο), σε ειδικούς (φίλους γιατρούς, επιστήμονες κάθε κλάδου και ειδικότητας), προκειμένου να μεταφράσει όσο το δυνατόν ακριβέστερα, κι ας μην είναι αυτό το πιο σημαντικό σε μια λογοτεχνική μετάφραση. Είναι όμως πραγματικά κρίμα μια οποιαδήποτε αστοχία να επηρεάσει την τελική εικόνα του αποτελέσματος και να προκαλέσει απογοήτευση στον αναγνώστη.
Σ: Ένας μεταφραστής είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς: σε εκείνον του συγγραφέα και στον δικό του στον οποίο θα πρέπει να απευθύνεται το μεταφρασμένο έργο. Ο μεταφραστής ακροβατεί πάνω στις δύο κουλτούρες και θεωρώ πως πρέπει να γνωρίζει το μεδούλι όσων μεταφράζει. Είναι, ωστόσο, δύσκολο – ίσως αδύνατο – να γνωρίζει κάθε κουλτούρα (ας φανταστούμε μόνο τις διαφορές στην ιταλική πραγματικότητα)· είναι, επίσης, δύσκολο να γνωρίζει ο μεταφραστής ακόμη και το φυσικό τοπίο, αν και πλέον είναι περισσότερο εύκολη η έρευνα χάρη στο διαδίκτυο. Πόσο δυσχεραίνει, πράγματι, τη δουλειά σας αυτό το «πρόβλημα»; Πόσο δύσκολο είναι να μεταφράσει κανείς κάτι το οποίο δεν έχει βιώσει, δεν έχει οσφρανθεί, δεν έχει δει;
Οτιδήποτε έξω από την πραγματικότητα και την καθημερινότητα του καθενός είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό σε βάθος. Πράγματι, ο μεταφραστής καλείται κάθε φορά να κάνει το άλμα από τη δική του κουλτούρα σε μια κουλτούρα ξένη, να γνωρίσει ένα περιβάλλον άγνωστο σ’ αυτόν, να εισχωρήσει στο μυαλό και τον ψυχικό κόσμο του συγγραφέα. Αυτή είναι και η μεγάλη γοητεία της μετάφρασης.
Θα προχωρήσω λίγο παραπέρα την ερώτηση: το σημαντικό στη λογοτεχνική μετάφραση είναι ο μεταφραστής να σέβεται το ύφος του συγγραφέα και κατ’ επέκταση όλο το περιβάλλον μέσα στο οποίο έχει γραφτεί το βιβλίο. Ιδανικά θα έλεγα ότι το μεταφρασμένο πρέπει να είναι ένα βιβλίο, όπως θα το είχε γράψει ο συγγραφέας, αν μιλούσε τη γλώσσα του μεταφραστή.
Ο μεταφραστής πρέπει να ξέρει να γράφει. Δεν μπορεί να μην ξέρει να γράφει στη γλώσσα του. Πρέπει να γνωρίζει σε βάθος τη γλώσσα από την οποία μεταφράζει, αλλά κυρίως να ξέρει και να χειρίζεται άριστα τη δική του γλώσσα. Και με αυτό το καλά «ακονισμένο» εργαλείο, τη γλώσσα, να προσεγγίζει τον συγγραφέα και να ανακαλύπτει την ιδιαίτερη «ανάσα» του. Και φυσικά, να διαβάζει, να διαβάζει όσο περισσότερο μπορεί.
Σ: Λένε πως στη μετάφραση κρίνεται κυρίως ο λόγος και οι γνώσεις του μεταφραστή. Ωστόσο, πιστεύω πως ο μεταφραστής δεν θα πρέπει να «επεμβαίνει», αλλά να μεταφέρει με ακρίβεια τον λόγο και το κλίμα του πρωτοτύπου. Ο μεταφραστής αποδίδει, δεν ποιεί… Υπάρχουν κείμενα που θα πρέπει να μεταβάλλονται; Να προσαρμόζονται, έστω; Ποια η άποψή σας;
Ανήκω στην κατηγορία των μεταφραστών που πιστεύουν ότι ο λόγος του συγγραφέα πρέπει να αποδίδεται όσο το δυνατόν πιο πιστά. Συνάμα πιστεύω ακράδαντα ότι ο μεταφραστής είναι και αυτός δημιουργός. Πολλοί συγγραφείς, αναγνωρίζοντας το έργο των μεταφραστών τους, τους αναγορεύουν με πολλή γενναιοδωρία «συνδημιουργούς». Ανέκαθεν ένιωθα πραγματικό δέος μπροστά σ’ ένα βιβλίο που αναλάμβανα να μεταφράσω και μια υποχρέωση να το προσεγγίσω «ταπεινά», με σεβασμό στον συγγραφέα, είτε αυτός βρίσκεται είτε έχει φύγει από τη ζωή.
Έχουμε δει σπουδαία βιβλία να καταποντίζονται από μια μετάφραση που έγινε στο πόδι, με ελλιπή γνώση της γλώσσας, χωρίς πάθος, χωρίς ενθουσιασμό. Έχουμε επίσης δει βιβλία να αλλοιώνονται δραματικά στη μετάφραση, από υπέρμετρο ζήλο του μεταφραστή, ο οποίος είχε την έμπνευση να τα οικειοποιηθεί και, κατά το κοινώς λεγόμενο, να τους αλλάξει τα φώτα!
Υπάρχουν βιβλία που θα χαρακτηρίζαμε «μη μεταφράσιμα», κείμενα με πλήθος λογοπαίγνια, ιδιωματισμούς, διαλέκτους· μεγάλη πρόκληση για τον μεταφραστή. Θυμάμαι την αγωνία μου, μεταφράζοντας τον εκπληκτικό Terry Pratchett, να αποδώσω το αστείρευτο, καθαρά αγγλοσαξονικό χιούμορ του, τα απίστευτα λογοπαίγνια και τον μοναδικό, θεατρικό σχεδόν, ρυθμό των διαλόγων. Και φυσικά, την ικανοποίηση, κάθε φορά που έβρισκα κάτι που θα απέδιδε τις δικές του ευρηματικές ατάκες στα ελληνικά, χωρίς να τις προδίδει.
Σ: Γνωρίζετε πάντα τους συγγραφείς έργα των οποίων μεταφράζετε;
Όχι πάντα. Αυτό δεν είναι πάντα εφικτό, είτε λόγω απόστασης και συγκυριών είτε και λόγω ιδιοσυγκρασίας των συγγραφέων, οι οποίοι δεν είναι πάντα προσιτοί.
Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω κάποιους από τους συγγραφείς που μεταφράζω, είτε μέσω αλληλογραφίας, είτε τηλεφωνικά, αλλά και εκ του σύνεγγυς. Γνώρισα τον Jeffrey Eugenides, τον συγγραφέα ενός από τα σημαντικότερα βιβλία που έχω μεταφράσει (του Middlesex). Ένας άνθρωπος εξαιρετικά προσηνής, ευφυής, με εκπληκτική γραφή και εύρος γνώσεων. Γνώρισα τον Erri De Luca, έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Ιταλίας σήμερα, ο οποίος άφησε ένα ανεξίτηλο σημάδι στην καρδιά όσων είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν πριν δύο χρόνια στην Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης. Γνώρισα τον καθηγητή Claudio Magris, τον συγγραφέα του Δούναβη, του οποίου μετέφρασα το συγκλονιστικό βιβλίο με τίτλο Υπόθεση Αρχείου. Φιλόσοφος, μελετητής, ιστορικός, εξαιρετικός πεζογράφος. Επίσης τον Alessandro Piperno, από τους πιο αγαπημένους μου πεζογράφους, και τον Paolo Cognetti, νέο και πολλά υποσχόμενο συγγραφέα.
Θεωρώ, ωστόσο, ότι η πραγματική «γνωριμία» του μεταφραστή με τον συγγραφέα του γίνεται μέσω της μετάφρασης. Και η επιτυχία της εξαρτάται από το πόσο ο μεταφραστής θα εντρυφήσει στο έργο του συγγραφέα, πόσο θα του ταιριάξει η γραφή και η θεματολογία, αλλά και πόσα έργα του θα μεταφράσει. Γι’ αυτό και θα μπορούσα να πω ότι «έχω γνωρίσει» συγγραφείς, που θα ήταν αδύνατο να έχω γνωρίσει, όπως τον Μαρκ Τουαίην ή τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ.
Σ: Πρόσφατα συνάντησα στη Vicenza τον καθηγητή Dino Piovan του οποίου είχα μεταφράσει μια μελέτη στον τόμο «Κλασικοί Κατά». Ομολογώ πως χάρηκα ιδιαίτερα που γνωριστήκαμε, αλλά εκδήλωσε πολλαπλά και εκείνος τη δική του χαρά που γνώρισε τον μεταφραστή του. Πώς θα περιγράφατε εσείς τη σχέση αυτή; Είναι κάτι καθαρά επαγγελματικό ή γεννιέται και μια φιλία; Διότι ως μεταφράστρια εισβάλλετε στον πιο προσωπικό κόσμο του συγγραφέα που είναι ο λόγος του, οι λέξεις που εκείνος επιλέγει για να περιγράψει τα συναισθήματά του.
Όπως ανέφερα και πιο πάνω, είναι αρκετοί οι συγγραφείς που είχα την τύχη να γνωρίσω. Άλλοι πιο προσιτοί, άλλοι λιγότερο, άλλοι πιο κοντά στη δική μου ιδιοσυγκρασία, άλλοι όχι τόσο. Κατά συνέπεια και η σχέση που μπορεί να δημιουργηθεί ανάμεσά μας εξαρτάται από τη «χημεία» που αναπτύσσεται στην πορεία. Πάντως, η ουσιαστικότερη επικοινωνία προκύπτει από την εμβάθυνση στο κείμενο που μου ανατίθεται κάθε φορά να μεταφράσω.
Σ: Μια «δύσκολη» ερώτηση: ποιο από τα έργα που έχετε μεταφράσει θα επιλέγατε για να διαβάσετε και πάλι; Ποιο βιβλίο θεωρείτε πως ήταν το δυσκολότερο και ποιο εκείνο που αγαπήσατε περισσότερο;
Πολλές φορές ένιωσα την επιθυμία να ξαναδιαβάσω μια παλιά μετάφραση. Κάποιες φορές αυτό συνέβη και λόγω επανέκδοσης κάποιου βιβλίου μετά από χρόνια (όπως στην περίπτωση του Middlesex), οπότε και θέλησα να επεξεργαστώ και πάλι τη μετάφραση.
Από τα δυσκολότερα βιβλία που μετέφρασα ήταν χωρίς αμφιβολία το Ιστορία σαν παραμύθι του Alessandro Baricco, τα βιβλία του Umberto Eco, η Υπόθεση Αρχείου του Claudio Magris, αλλά και τα βιβλία του Erri De Luca, ο οποίος διακρίνεται για την ποιητικότητα και τη μεστή γραφή του, και του οποίου τα έργα θεωρώ από τα καλύτερα που έχω μεταφράσει ως σήμερα.
Σ: Θα ήθελα να κλείσω τον σύντομό μας διάλογο με ένα απλό ερώτημα: είστε ευχαριστημένη από την εργασία αυτή; Αν ο χρόνος γύριζε πίσω, θα επιλέγατε και πάλι τη μετάφραση για να ζήσετε με αυτήν και να ζήσετε από αυτήν;
Πέρασα από αρκετά επαγγέλματα, τα οποία ήταν σαφώς και πιο προσοδοφόρα! Θυμάμαι να λέω στους μαθητές μου στο ΕΚΕΜΕΛ ότι, αν σκοπεύουν να πλουτίσουν, καλό είναι να μην επιλέξουν τη λογοτεχνική μετάφραση ως επάγγελμα. Κατά καλή μου τύχη, ο πλουτισμός δεν ήταν στις …προτεραιότητές μου και πάντα είχα την κρυφή επιθυμία να στραφώ σε κάτι πραγματικά δημιουργικό, σχετικό με τη μεγάλη μου αγάπη, το βιβλίο. Η μετάφραση ήρθε σαν φυσική συνέχεια (και συνέπεια) αυτής της πορείας μέσα από εταιρείες, τράπεζες, γραφεία και συναφή, σαν λύτρωση. Αν ο χρόνος γύριζε πίσω, ίσως το μόνο που θα επέλεγα να κάνω θα ήταν να ξεκινήσω ακόμα νωρίτερα την ενασχόλησή μου με τη μετάφραση!
Σ: Σας ευχαριστώ κι εύχομαι κάθε καλό στη ζωή και στο έργο σας!
Ευχαριστώ κι εγώ για τη φιλοξενία κι εύχομαι καλή συνέχεια σε ό,τι κάνετε!
Η Άννα Παπασταύρου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Ιταλική Σχολή Αθηνών, με εξαετή υποτροφία, και στη συνέχεια στη Νομική. Από το 1994 συνεργάζεται με τους σημαντικότερους εκδοτικούς οίκους της χώρας μας για λογαριασμό των οποίων έχει μεταφράσει πεζογραφία, αλλά και παιδικά βιβλία από τα ιταλικά, τα αγγλικά και τα γαλλικά. Μετέφρασε έργα των A. Baricco, E. De Luca, U. Eco, J. Eugenides, E. Hemingway, C. Magris, A. Moravia, C. Pavese, A. Piperno, T. Pratchett, M. Twain, C. Tsiolkas και άλλων. Ανέλαβε τον υπερτιτλισμό σε έργα που παρουσιάστηκαν στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο, καθώς και τη μετάφραση μιας όπερας για νέους (The fabulous adventures of Alexander the Great) σε μουσική David Blake και λιμπρέτο John Birthwhistle, η οποία παρουσιάστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και στην Ελλάδα (Μυτιλήνη) το 1998. Έχει συμμετάσχει στο Θεατρικό Εργαστήρι Μετάφρασης της Ορλεάνης για την προώθηση του σύγχρονου ιταλικού θεάτρου στην Ελλάδα. Από το 2003 μέχρι και το 2011 δίδαξε λογοτεχνική μετάφραση από τα ιταλικά στα ελληνικά στο ΕΚΕΜΕΛ (Ελληνικό Κέντρο Μετάφρασης Λογοτεχνίας), καθώς και στο Istituto Italiano di Cultura στην Αθήνα για τα έτη 2013-2014. Είναι μέλος της ελληνικής κριτικής επιτροπής για το σημαντικό ιταλικό βραβείο λογοτεχνίας «STREGA». Τέλος, το 2001 εξέδωσε το μυθιστόρημά της με τίτλο Τέλος κακό, όλα καλά (η μετάλλαξη), από τις εκδόσεις Πατάκη.
Για το μεταφραστικό της έργο έχει βραβευθεί επανειλημμένα:
-
Το 2000 εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Διεθνή Οργάνωση Βιβλίων για τη Νεότητα (ΙΒΒΥ) με τη μετάφραση του έργου Οι περιπέτειες του Χακ Φιν (εκδ. Παπαδόπουλος).
-
Το 2003 βραβεύθηκε από την Ελληνική Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας για το σύνολο του μεταφραστικού της έργου στο παιδικό βιβλίο.
-
Το 2005 τιμήθηκε από το Υπουργείο Εξωτερικών της Ιταλίας για τη μετάφραση του βιβλίου «Ιστορίες από την Προϊστορία» του A. Moravia (εκδ. Μεταίχμιο).
-
Το 2007 βραβεύθηκε από το ΕΚΕΜΕΛ και το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο της Αθήνας (Istituto Italiano di Cultura in Atene) για το έργο «Ο κήπος των Ρενάλ» του A. Canobbio (εκδ. Ψυχογιός).
-
Το 2009 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης για τη μετάφραση του έργου «Ιστορία σαν παραμύθι» του A. Baricco (εκδ. Πατάκης).
-
Το 2014 έλαβε από την Ελληνική Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας το βραβείο «Ιουλία Ιατρίδη» για το σύνολο του μεταφραστικού της έργου.
-
Το 2017 έλαβε το βραβείο Pier Paolo Pasolini για το σύνολο του μεταφραστικού της έργου από το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο της Αθήνας.