Ευχαριστούμε τους ανθρώπους του Μικρού Πολυτεχνείου, μαθητές και εισηγητές, που πάντα αγκαλιάζουν τις προτάσεις μας και μοιράζονται μαζί μας τη δημιουργία τους.
Τα βράδια στην εφημερίδα δεν ήταν ποτέ ήσυχα. Όσο πλησίαζε η ώρα της έκδοσης τόσο η κίνηση στους διαδρόμους, οι φωνές, τα τηλεγραφήματα, τα χτυπήματα στις γραφομηχανές γίνονταν και πιο έντονα.
Το γραφείο του το μοιράζονταν με άλλους δύο συντάκτες, παλιούς δημοσιογράφους, έμπειρους.
Αυτός ήταν νέος ακόμα, ταλαντούχος, συνεπής, αυτόν εμπιστεύονταν ο διευθυντής και έστελνε στα ρεπορτάζ που αρνιόνταν οι άλλοι.
Αύγουστος, ο μήνας που δεν υπάρχουν ειδήσεις. Όλοι σκαρφίζονταν
τεχνάσματα, βγάζανε παλιές ιστορίες από το συρτάρι, οτιδήποτε για να κρατηθούν οι αναγνώστες ζεστοί.
Δεν τα είχε ανάγκη. Ήταν εφευρετικός, έξυπνος, δραστήριος, είχε τη ζωή μπροστά του.
Ήταν γοητευτικός, μελαχρινός, τα μαλλιά χτενισμένα πίσω με μπριγιαντίνη, ψηλός, γεροδεμένος, ντυμένος στην τρίχα και με γραβάτα που δεν αποχωριζόταν ούτε με τόση ζέστη.
Ένας δημοσιογράφος πρέπει να μοιάζει με σταρ του σινεμά, έλεγε. Διάολε, έτσι έριχνε τα κοριτσάκια που κρέμονταν απ’ τα χείλη του να μάθουν τα νέα, γιατί εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε ούτε ραδιόφωνο, ούτε τηλεόραση βέβαια, παρά μόνο πρωινές εφημερίδες.
Τελευταία έβγαινε ραντεβού με μια καινούργια. Ήταν κόρη από πλούσιο σπίτι στη γειτονιά που αυτός νοίκιαζε μια κάμαρη, πίσω από το Καλλιμάρμαρο. Ξανθή με σγουρά μαλλιά, χαμόγελο γλυκό με νόημα, γαλανά μάτια.
Την πρωτοείδε να δροσίζει τα πόδια της στη βρύση της αυλής.
Ανθή τη λέγανε και μοσχοβολούσε τριαντάφυλλο. Κι αυτή τον καλοέβλεπε κι ας μην τον λέγανε Ροδόλφο ή Έρολ αλλά Θανάση.
Αφού βγήκαν μερικά ραντεβού, μια νύχτα δροσερή με την ατμόσφαιρα να μυρίζει γιασεμί κάτω από τον λαμπερό έναστρο καλοκαιρινό ουρανό, ερωτεύτηκαν.
Περίμεναν και οι δύο την αργία του δεκαπενταύγουστου για να περάσουν όλη τη μέρα μαζί, μα ο διευθυντής του ανέθεσε για άλλη μια φορά να μεταβεί ως ανταποκριτής στους εορτασμούς στην Τήνο. Δεν μπορούσε να αρνηθεί. Την παρακάλεσε να έλθει μαζί του, μα ήταν αδύνατο.
Όλο το βράδυ καθόταν στο παράθυρο της εφημερίδας και σκεφτόταν. Τα γραφεία βρίσκονταν στο κέντρο σε ένα διόροφο στην οδό Αθηνάς. Ο πιο βρώμικος δρόμος της πόλης του φαινόταν ο πιο όμορφος μέσα στην κίνηση, με τους εμπόρους να δέχονται τις πραμάτειες τους πριν τα χαράματα, τα χασαπάκια να κουβαλούν τα κρέατα στους ώμους και όλα να ετοιμάζονται να δεχτούν τις κυρίες με τις καπελαδούρες το πρωί.
Οι τζακαράντες, πανύψηλα δένδρα, που όταν άνθιζαν γέμιζε ο δρόμος μωβ λουλούδια, χαλί να πατήσουν τα ποδαράκια της Ανθούλας, και στο βάθος η Ακρόπολη. Αυτήν φαντασιώνονταν στο παράθυρο και, όταν η υδροφόρα του δήμου κατέβρεξε τον δρόμο που από τη ζέστη άχνιζε, οι μυρωδιές ανέβηκαν και του έφεραν άρωμα από αίμα σφαγίων και ιδρώτα ανθρώπων από τον κάματο και την κάψα.
Τότε πήρε την απόφαση. Αντί να πάρει το πλοίο για το νησί, κλείστηκε στο δωμάτιό του και όλη τη νύχτα έγραφε. Έτσι και αλλιώς ήξερε ακριβώς το τελετουργικό, αφού το είχε παρακολουθήσει τόσες φορές και ήταν πανομοιότυπο κάθε χρόνο.
Συνέταξε, λοιπόν, την ανταπόκρισή του από την Αθήνα, φρόντισε με κάποιον τρόπο να σταλεί στο τυπογραφείο λίγο πριν την έκδοση της εφημερίδας. Έτσι, θα περνούσε μια μέρα με την Ανθούλα που τόσο ποθούσε. Και βρέθηκαν στην κάμαρά του. Το κορίτσι, λουσμένο με το πιο ακριβό σαπούνι, του έσβησε κάθε τύψη από το μυαλό. Ο ήλιος, καθώς διαπερνούσε τις γρίλιες των παντζουριών, έπεφτε πάνω στα σώματα των εραστών δημιουργώντας παιχνιδιάρικα σχήματα, τετράγωνα και ορθογώνια, πάνω στις καμπύλες των κορμιών τους.
Το πρώτο σμίξιμο, η χαρά, η ηδονή σταμάτησαν τον χρόνο. Μια στιγμή, λένε, μπορεί να αξίζει όσο δέκα χρόνια.
Έξω από την κάμαρη, όμως, ο χρόνος έτρεχε αδυσώπητα και καταστροφικά.
Εκείνο το πρωί, υποβρύχιο αγνώστου ταυτότητας τορπίλισε και βύθισε το καταδρομικό Έλλη στο λιμάνι της Τήνου. Αργότερα, θα αποδειχθεί ότι ήταν ιταλικό. Η Ελλάδα θα μπει στον πόλεμο. Θα ακολουθούσε κατοχή, πείνα, εμφύλιος.
Μια Ευρώπη κατεστραμμένη, εκατομμύρια νεκροί, άνθρωποι σωματικά, ψυχικά, διανοητικά ανάπηροι.
Την επόμενη μέρα, όλες οι εφημερίδες είχαν πρωτοσέλιδο την άνανδρη επίθεση σε καιρό ειρήνης, εκτός από μία.
Στην πρώτη σελίδα της οποίας ο τίτλος ήταν: «Με πάσαν επισημότητα τιμήθηκε και εφέτος η εορτή της Μεγαλόχαρης εις νήσον Τήνον».
Στέργιος Κωνσταντζίκης
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1962 όπου και διαμένω. Σπούδασα πολιτικός μηχανικός αλλά ασχολούμαι με οικογενειακή επιχείρηση εστίασης. Στα 36 μου έκανα μαθήματα υποκριτικής και έκτοτε συμμετέχω σε παραστάσεις θεατρικών ομάδων. Παρακολουθώ μαθήματα δημιουργικής γραφής. Διηγήματά μου έχουν συμπεριληφθεί σε ομαδικές εκδόσεις και περιοδικά.