Γράφει ο Γιώργος Χριστόπουλος
Το έργο των Αμερικανών Bruce Jordan και Marilyn Abrams με τίτλο “Σεσουάρ για Δολοφόνους” (Shear Madness) σκηνοθετεί στο Θέατρο Λαμπέτη ο Νικορέστης Χανιωτάκης. Η Αμερικάνικη αυτή εκδοχή γράφτηκε το 1978 και είναι βασισμένη σε ένα Γερμανικό θεατρικό έργο του 1963 με τίτλο “Scherenschnitt” από τον Paul Pörtner, το οποίο όμως δεν ήταν κωμωδία. Στη Βοστώνη ανέβηκε στο Charles Playhouse τον Ιανουάριο του 1980 και το 2020 συμπλήρωσε σαράντα χρόνια συνεχών παραστάσεων, ενώ στη Washington (John F. Kennedy Center for the Performing Arts) άνοιξε τον Αύγουστο του 1987. Το Βιβλίο Γκίνες την έχει χαρακτηρίσει ως τη μακροβιότερη παράσταση του Αμερικάνικου θεάτρου, ενώ το κείμενο έχει μεταφραστεί σε 28 γλώσσες. Στην Ελλάδα ανέβηκε για πρώτη φορά το 1999, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη στο Θέατρο Αποθήκη και συνεχίστηκε για 13 συνεχόμενες χειμερινές θεατρικές περιόδους.
Η ιστορία διαδραματίζεται στο κομμωτήριο (για άνδρες και γυναίκες) του Τόνι, το οποίο βρίσκεται στην πόλη όπου παίζεται κάθε φορά το έργο. Η γηραιά Αμαλία Τσαλίκογλου δολοφονείται στον όροφο πάνω από το κομμωτήριο και ο Αστυνόμος Σταυράκος μαζί με το βοηθό του τον Πανάγο σπεύδουν στον τόπο του εγκλήματος για να διαλευκάνουν το μυστήριο και να εντοπίσουν τον ένοχο. Ο Τόνι ο κομμωτής, η πλούσια κυρία Χατζηπατέρα, η Σόφι, η βοηθός του Τόνι, αλλά και ο αινιγματικός Λεωνίδας Πέτροβας είναι οι πιθανοί δολοφόνοι. Το κοινό συμμετέχει, κάνει υποδείξεις από την πλατεία, δίνει ιδέες στον αστυνόμο, εντοπίζει ανακρίβειες και ψέματα των ηρώων και συμμετέχει ενεργά στη λύση της ιστορίας, ενώ το φινάλε είναι διαφορετικό κάθε βράδυ. Η διασκευή και η απόδοση του κειμένου στα Ελληνικά έγινε από το Θοδωρή Πετρόπουλο είναι συνεπής, πιστή στο πνεύμα του αρχικού κειμένου, αλλά δε καταφέρνει πάντοτε να αποφύγει τις παγίδες της τηλεοπτικοποίησης και κάποιων συναφών κλισέ.

Ο Νικορέστης Χανιωτάκης αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία της παράστασης, δίνοντας έμφαση στο διαδραστικό χαρακτήρα του εγχειρήματος με όπλο το χιούμορ και επενδύοντας στη διάθεση του κοινού να περάσει ένα ευχάριστο θεατρικό βράδυ. Σε ένα σκηνικό που παραπέμπει σε ένα μοντέρνο και νεανικού τύπου κομμωτήριο, με δυνατή μουσική να παίζει από το ραδιόφωνο τις τελευταίες επιτυχίες και φώτα που δημιουργούν ατμόσφαιρα οι ήρωες έρχονται για να κουρευτούν ή να φτιάξουν το μαλλί τους, αλλά και να κουτσομπολέψουν. Οι χαρακτήρες είναι τύποι καθημερινοί, αναγνωρίσιμοι, έστω και με κάποιες μικροϋπερβολές και κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Η προσέγγισή τους είναι ως επί το πλείστον σε ένα πρώτο, επιφανειακό επίπεδο, αλλά ενίοτε βασίζεται σε τηλεοπτικά ή επιθεωρησιακά στερεότυπα που φλερτάρουν με την καρικατούρα με αποτέλεσμα οι ατάκες αυτές να στοχεύουν στο χάχανο και όχι στο ουσιαστικό χιούμορ και το πραγματικό γέλιο του θεατή. Ο ρυθμός είναι γρήγορος, η εναλλαγή των ηρώων είναι συνεχής, καθώς ο σκηνικός χρόνος των ρόλων είναι σε σημαντικό βαθμό ισομοιρασμένος και η ροή δεν κουράζει. Η παράσταση ανεβαίνει επίπεδο όταν ο αστυνόμος απευθύνεται στο κοινό και το καλεί να συμμετέχει ενεργά με σχόλια και παρατηρήσεις, ενώ οι υπόλοιποι χαρακτήρες σχολιάζουν με τη σειρά τους και “πειράζουν” τους θεατές που συμμετέχουν στην αναζήτηση του ενόχου. Δημιουργείται έτσι μια παρεΐστικη ατμόσφαιρα κι εντείνεται η αμεσότητα και η ζωντάνια του όλου εγχειρήματος. Σημαντική είναι η σωστή εκμετάλλευση των δυνατοτήτων του Δημήτρη Μακαλιά ως αστυνόμου και του γκελ που αυτός έχει στο κατά το πλείστον νεανικό κοινό της αίθουσας, καθώς και η σκηνοθετική “ελευθερία” που αντιλήφθηκα να υπάρχει στους ηθοποιούς για κάποιους αυτοσχεδιασμούς στα πλαίσια της γενικότερης δυναμικής της παράστασης.
Ο Ιωάννης Απέργης στο ρόλο του κομμωτή Τόνυ δείχνει να έχει τη δυναμική να ανταποκριθεί σε έναν απαιτητικό ρόλο. Άμεσος, χαριτωμένος, επικοινωνιακός, αποφεύγοντας τα πλαδαρά gay στερεότυπα της δεκαετίας του 80, καταφέρνει να είναι αστείος, χωρίς να γίνεται καρικατούρα. Του λείπει φυσικά η εμπειρία τέτοιων ρόλων, καθώς μερικές φορές τα πατήματά του έχουν μια αμηχανία και χρειάζεται να δουλέψει λίγο τα κωμικά του αντανακλαστικά. Δεν απογειώνει τον ήρωά του, αλλά τον αποτυπώνει με συνέπεια και αξιοπρέπεια και θεωρώ ότι θα βελτιώνεται συν τω χρόνω. Η Τζένη Θεωνά είναι η κυρία Χατζηπατέρα, μια πλούσια και κουτσομπόλα κυρία του Κολωνακίου. Χωρίς να αποφεύγει κάποιες τηλεοπτικές στερεοτυπικές ατάκες έχει μπρίο, ζωντάνια, κίνηση και πολύ καλούς αυτοσχεδιασμούς για να δημιουργεί μια αρκούντως κωμική περσόνα που κερδίζει χειροκρότημα. Η Δανάη Μιχαλάκη παίζει τη Σόφη, βοηθό του Τόνι στο κομμωτήριο, ντυμένη στα ροζ και μασώντας συνέχεια τσίχλα. Η ερμηνεία της μονοδιάσταση, γεμάτη από κλισέ “χαζής ξανθιάς”, συχνά άγγιζε την καρικατούρα ή και ξεπερνούσε τα όριά της. Ο Ζήσης Ρούμπος υποδύεται τον αινιγματικό Λεωνίδα Πέτροβα. Η σκηνική του συμπεριφορά παραπέμπει ευθέως σε solo stand up comedy, με αδικαιολόγητες φωνές, έλλειψη σκηνικής απεύθυνσης προς τους υπόλοιπους ηθοποιούς και γενικότερα χωρίς να με πείσει ότι ήταν ενταγμένος στο σύνολο κι έπαιζε σε αυτό. Ο Χάρης Χιώτης ερμηνεύει τον Παναγή, τον βοηθό του αστυνόμου, με έναν χαριτωμένα μπουφόνικο τρόπο, λίγο αδέξιο, λίγο κουτοπόνηρο, αλλά εν τέλει αποτελεσματικό, που τον κάνει αυτόματα συμπαθή στο κοινό. Άφησα επίτηδες τελευταίο το Δημήτρη Μακαλιά στο ρόλο του Αστυνόμου Σταυράκου, γιατί είναι αυτός που στο δεύτερο μέρος πυροδοτεί έναν σχεδόν καταιγιστικό ρυθμό στην παράσταση. Έμπειρος και εξαιρετικά ικανός στην επικοινωνία του με τον θεατή, απευθύνεται σε αυτόν με άνεση και ετοιμότητα λόγου, κατεβαίνει στην πλατεία, γίνεται ένα με το κοινό, χωρίς να πάψει να είναι ομαδικός ή να προσπαθεί να κλέψει τις εντυπώσεις.
Το σκηνικό χώρο έστησε η Αρετή Μουστάκα και κατάφερε να δημιουργήσει ένα λειτουργικό νεανικό χώρο που μοιάζει οικείος στο κοινό, αφήνει αρκετό χώρο στους ηθοποιούς για να κινούνται άνετα στη σκηνή και δημιουργεί μια ευχάριστη αίσθηση στο μάτι. Η ίδια επιμελήθηκε και τα κοστούμια, τα οποία έχουν χρώμα, τραβούν το μάτι χωρίς να το προσβάλλουν, ντύνουν αντιπροσωπευτικά τους ηθοποιούς και συντελούν θετικά στο κωμικό μομέντουμ της παράστασης. Τη μουσική έχει επιλέξει ο θίασος και είναι δυνατή, μπιτάτη, νεανική και προετοιμάζει επιτυχημένα το κοινό στην αρχή για το τι θα παρακολουθήσει, δημιουργώντας μια ζωντανή, fun ατμόσφαιρα. Οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα ατμοσφαιρικοί, χωρίς υπερβολές και εστιάζοντας σωστά στον εκάστοτε πρωταγωνιστή.