Μες στον αβυσσαλέο φετινό θεατρικό χειμώνα, έχουν ξεχωρίσει εισπρακτικά ή/και καλλιτεχνικά ορισμένες παραστάσεις, με μεγάλες παραγωγές συνήθως από πίσω και με γνωστά αθηναϊκά θέατρα να τις φιλοξενούν. Κανείς δεν μπορεί να τις δει όλες-ούτε καν αυτές που θέλει. Αν εμείς οι “γραφιάδες του πολιτισμού” κατορθώνουμε και πηγαίνουμε δύο με τρεις φορές την εβδομάδα στο θέατρο, είμαστε τυχεροί.
Μέχρι φέτος, η γράφουσα δεν είχε δει ποτέ δυστυχώς επί σκηνής την Ρούλα Πατεράκη, ούτε καν κάποια σκηνοθεσία της. Μέσα από συνεντεύξεις σε ηθοποιούς, όμως, και διάβασμα, όλα αυτά τα χρόνια διαπίστωνα τον σπουδαίο ρόλο που έχει διαδραματίσει στην εξέλιξη της καριέρας πολλών ανθρώπων, τον ανανεωτικό αέρα που έχει φέρει στο ελληνικό θέατρο, την βαρύτητα του ονόματός της όταν αυτό συνδέεται με διδασκαλία, σκηνοθεσία, συνεργασία επί σκηνής.
Το «Ο δρόμος περνά από μέσα» γράφτηκε πριν τριάντα χρόνια από τον «πατέρα» του νεοελληνικού θεάτρου, τον Ιάκωβο Καμπανέλλη. Είναι ένα συγκλονιστικό έργο για την Ελλάδα που πεθαίνει και που έρχεται, για την τραγικότητα του αγεφύρωτου χάσματος, για την ανάγκη εύρεσης κοινών δεσμών. Σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη και με αξιόλογους ηθοποιούς επί σκηνής ανέβηκε διχάζοντας κοινό και κριτικούς στο Μικρό Χορν. Σχεδόν καθολικός υπήρξε ο ενθουσιασμός του κόσμου, τόσο για το αριστουργηματικό σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου-ένα μεγενθυμένο κουκλόσπιτο που παραπέμπει σε μικρογραφία νεοκλασικού-, όσο για την πρωτότυπη και απολύτως καθηλωτική μουσική του Στέφανου Κορκολή που έντυσε υποβλητικά τους διαλόγους και τις σκηνές του έργου.
Η παράσταση μου άρεσε πάρα πολύ, αν και εντόπισα κάποιες υπερβολές στο παίξιμο των ηθοποιών, με την αιθέρια Κωνσταντίνα Κλαψινού να μου φαίνεται πως δεν μπορεί να σηκώσει στους ώμους της την ειδική βαρύτητα του ρόλου που της ανατέθηκε.
Η Ρούλα Πατεράκη επιτέλους ήταν εκεί, στην σκηνή, μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου. Με ξένισε πολύ η ερμηνεία της. Στα όρια της υστερίας και της παράνοιας, ενσάρκωσε τον ρόλο της γερόντισσας οικονόμου του παλιού σπιτιού, η οποία έχει και με αυτό και με τον ιδιοκτήτη του μια ιδιαίτερη σχέση. Πολλές από τις φράσεις της χάνονταν μέσα από το ιδίωμα της ξεχωριστής της άρθρωσης και εκφοράς του λόγου, ενώ ο υψηλός τόνος στην φωνή της, εμένα προσωπικά, με κούρασε πολύ. Έφυγα απολύτως ικανοποιημένη από την παράσταση, όμως, ενώ θεωρώ ότι ανήκει σε μία από τις καλύτερες της φετινής θεατρικής σεζόν. Σκέφτηκα ότι έτσι προσέγγισε τον ρόλο η σπουδαία Πατεράκη, έτσι θα είναι. Κάποια πράγματα, ιδίως την τέχνη, καλώς ή κακώς, είναι «θέσφατα», δεν τα αγγίζεις, δεν τα κρίνεις, ειδικά αν είσαι ένας απλός θεατής με την ιδιότητα του δημοσιογράφου και τίποτε παραπάνω.
Έλα όμως που και στην δεύτερη παράσταση που είδα με συμμετοχή της Ρούλας Πατεράκη, αποκόμισα το ίδιο παράξενο αίσθημα αμφιβολίας και, σίγουρα, μη σαγήνης από το παίξιμό της και την επί σκηνής λειτουργία της ως ηθοποιού. Ο Πόλεμος και Ειρήνη της υπερταλαντούχας και δικαίως γνωστής, πια, Ιόλης Ανδρεάδη έκανε πρεμιέρα πριν μερικές εβδομάδες και ενθουσίασε το κοινό. Για κάποιον παράξενο λόγο, αν και το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά συνήθως διαμάντια ανεβάζει, έφυγα από το θέατρο μπουχτισμένη από μια παράσταση αδικαιολόγητα μεγάλη σε μάκρος και έχοντας παρακολουθήσει μια αμφιλεγόμενη θεατρική μεταφορά ενός εμβληματικού κειμένου του Λέοντα Τολστόι.
Η Ελλάδα αγαπά τους Ρώσους συγγραφείς-το ελληνικό σανίδι ουκ ολίγες φορές έχει υποδεχτεί θεατρικά έργα κορυφαίων, όπως επίσης και θεατρικές διασκευές μυθιστορημάτων τους. Ο Πόλεμος και Ειρήνη της Ανδρεάδη διέθετε ορισμένα αναντίρρητα δυνατά συστατικά, όπως το χαρτί των βροντερών ονομάτων Καζάκου-Πατεράκη, έναν θίασο ανερχόμενων, νέων ηθοποιών (αυτή η Νεφέλη Κουρή, ένα σκέτο αερικό, μία λιγνή και χαριτωμένη ποίηση) και, φυσικά, τα αρχιτεκτονικά και φωτιστικά χαρακτηριστικά της ματιάς της σκηνοθέτιδας που συνέτειναν στην δημιουργία ενός σύγχρονου και ευχάριστου οπτικά αποτελέσματος. Αρκούν αυτά για να στήσουν και να χτίσουν μια πολύ καλή παράσταση, από αυτές που σου μένουν χαραγμένες για πάντα στη μνήμη;
Κατά την γνώμη μου, όχι. Διάφορες κοιλιές στα σημεία, όπως επίσης η εμφανής απώλεια ρυθμού κατά τόπους, σε συνδυασμό με το κατάφωρα δύσκολο κείμενο στην ανάγνωση-την ερμηνεία-την διαχείριση με οδήγησαν από τα μισά κιόλας σε απώλεια ενδιαφέροντος. Ο Γεράσιμος Γεννατάς ως Ναπολέων έδωσε παλμό σε όλο το έργο και τον απόλαυσα με την καρδιά μου, ενώ, αντίθετα, ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης στον ομολογουμένως ζόρικο ρόλο του Μπαλκόνσκι μου φάνηκε κάπως νωθρός και αδύναμος.
Η Ρούλα Πατεράκη σε διπλό ρόλο (αυτόν της Σοφίας Τολστόι και αυτόν της Άννας Πάβλοβνα) μου θύμισε την ηλικιωμένη οικονόμο του έργου του Καμπανέλλη. Δεν είδα κάτι διαφορετικό και αυτό που γράφω τώρα προσπάθησα ειλικρινά να το επεξεργαστώ και να το σκεφτώ καλύτερα. Ίσως η δυνατότητα να διαχειρίζεται τα εκφραστικά της μέσα έχει ασθενήσει λόγω της ηλικίας. Ίσως εγώ δεν έχω ιδέα από θέατρο και δεν μπορώ να αξιολογήσω ορθά, ούτε να εκτιμήσω. Ίσως την πέτυχα σε συγκεκριμένες μέρες, κατά τις οποίες έπαιξε με τον συγκεκριμένο τρόπο-ένταση-στιλ και ο οποίος δεν με κέρδισε ως θεατή.
Μετά από συζητήσεις μου με νεαρούς ηθοποιούς φίλους που την έχουν μελετήσει ενδελεχώς-γιατί πώς αλλιώς, αφού έχει γράψει στ’ αλήθεια ιστορία και είναι σημαντική καλλιτέχνιδα-, προέκυψε ότι οι περισσότεροι έχουν δει σκηνοθεσίες της και όχι την ίδια επί σκηνής. «Οι σκηνοθεσίες της δεν υπάρχουν, είναι εκπληκτικές», άκουσα κατά λέξη από έναν πολύ ταλαντούχο της νέας γενιάς. «Σαν σκηνοθέτιδα την θεωρώ μακράν καλύτερη», μου είπε μια ηθοποιός με αρκετή εμπειρία, αν και νέα, στο θέατρο.
Θεωρώ σίγουρα σημαντικό που κατάφερα να την δω και δη σε αυτές τις προσεγμένες παραστάσεις που έχουν λόγο ύπαρξης, μας αρέσουν δεν μας αρέσουν. Θεωρώ εξίσου σημαντικό το ότι μια ιέρεια της παλιάς γενιάς και κοπής θεατρανθρώπων βρίσκεται ενεργά στα πράγματα, δουλεύει, είναι εκεί έξω και μάλιστα κερδίζει νέους θαυμαστές και αρέσει.
«Ανοίγοντας Δρόμους και αφηγούμενη Πολέμους», ενταγμένη σε θιάσους με πολύ νεαρούς εκπροσώπους της θεατρικής τέχνης και αφημένη στην σκηνοθεσία επίσης νεότερων συναδέλφων της, δημιουργεί αφορμή για συζητήσεις, διαφωνίες, σκέψεις.
Είναι βέβαιο ότι όπου ενημερωθώ ότι παίζει, θα είναι χαρά μου να πάω πάλι, με την προσδοκία να δω κάτι διαφορετικό στον τρόπο της και την ματιά της-αυτό που έκανε αρκετές γενιές ηθοποιών να υποκλιθούν μπροστά της και να θέλουν διακαώς να συνεργαστούν μαζί της.