Οι δύο πασίγνωστοι στο ελληνικό κοινό ηθοποιοί, Γιάννης Μπέζος και Πέτρος Φιλιππίδης, οι οποίοι πλέον σκηνοθετούν, διασκευάζουν, πειράζουν κείμενα και, φυσικά, συνεχίζουν να παίζουν, επέλεξαν για την φετινή σεζόν να ασχοληθούν με έργα του Γάλλου Ζωρζ Φεντώ ή Φεϊντώ.
Ο Μπέζος έφερε στο Θέατρο Προσκήνιο τον Ράφτη Κυριών και ο Φιλιππίδης τους Ψύλλους στ’ Αυτιά στο Θέατρο Μουσούρη. Δύο φάρσες, δύο κωμωδίες, δύο παραστάσεις με ευμεγέθη θίασο, φροντισμένα κοστούμια και αξίωση εμπορικής επιτυχίας.
Τους Ψύλλους στ’ Αυτιά δεν κατάφερα να τους δω, αν και μου μίλησε σχετικά η Ευγενία Παναγοπούλου , η οποία επίσης με ενημέρωσε ότι, κατά πάσα πιθανότητα, θα πάει και του χρόνου η παράσταση.
Τον Ράφτη Κυριών τον είδα και τον απόλαυσα, αν και δεν είμαι ορκισμένη φαν της κωμωδίας. Το Θέατρο Προσκήνιο, το οποίο φιλοξενεί την παράσταση, είναι ένας πολύ όμορφος χώρος στην Κυψέλη, σε έναν γραφικό πεζόδρομό της. Τα καθίσματα του θεάτρου πολύ άνετα και οι τεχνικές προδιαγραφές-φώτα, ήχος-σε άριστο επίπεδο.
Το θέατρο την ημέρα που το επισκέφθηκα(απογευματινή Σαββάτου) ήταν, αν όχι φίσκα, πολύ γεμάτο. Λίγες οι κενές θέσεις και οι υπόλοιπες ήταν κατειλημμένες από ανθρώπους κάθε ηλικίας. Βγαίνοντας από το θέατρο, άκουσα μια κυρία να λέει «σιγά την κωμωδία, καθόλου δεν γέλασα» και έναν κύριο, έξω στο κινητό του, να μιλάει στο τηλέφωνο σχολιάζοντας: «ο Μπέζος δεν έπαιξε καλά, δεν ήταν και πολύ ωραία η παράσταση».
Αυτό συμβαίνει σε όλες τις παραστάσεις, έτσι δε είναι; Από πού βγαίνεις και βλέπεις το σύνολο του κοινού να στέκεται ενθουσιασμένο και να υμνεί καθολικά αυτό που μόλις παρακολούθησε; Από πουθενά. Εμένα, όμως, μου μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά για τον Ράφτη και αποφάσισα να γκουγκλάρω Αθηνόραμα. Και γκούγκλαρα και την επόμενη εβδομάδα. Και την μεθεπόμενη. Οι κριτικές μια κρύο, μια ζέστη: η παράσταση φαίνεται πως ή δεν άρεσε καθόλου ή άρεσε πάρα πολύ.
Ποιος είναι ο Ζωρζ Φεντώ που αγαπιέται από τους Έλληνες σκηνοθέτες, αλλά διχάζει το ελληνικό κοινό;
Ο Ζωρζ Φεντώ (1862-1920) έχει χαρακτηριστεί μάστορας της φόρμας του «καλοχτισμένου έργου» και ανανεωτής του μπουλβάρ ή αλλιώς του «θεάτρου σαλονιού». Τον απασχολούν οι ανθρώπινες σχέσεις, τις οποίες φωτίζει μέσα από το θέμα της απιστίας, της ζήλιας και των παρεξηγήσεων. Εξωφρενικές συμπτώσεις και δύσκολες καταστάσεις από τις οποίες οι ήρωες δεν μπορούν να ξεφύγουν, δημιουργούν έργα γεμάτα ίντριγκα, γέλιο, αλλά και καυστικότητα. Οι ήρωες και οι ηρωίδες είναι αστοί και αρκετοί από αυτούς έχουν νευρώσεις ή και ψυχώσεις που, μέσα από το πέπλο της κωμωδίας, παρουσιάζονται με σχετικά εύπεπτο τρόπο, αν και είναι ευδιάκριτες. Από θεατρολόγους, τα έργα του Φεντώ θεωρείται ότι προοιωνίζονται τον υπερρεαλισμό, το ρεύμα που θα κυριαρχήσει στο θέατρο τα επόμενα χρόνια. Μέσα από τα κείμενά του, διαπιστώνει κανείς ότι η ζωή είναι η πιο πρόσφορη για «τρέλες» αρένα και ότι οι άνθρωποι είναι σχεδόν εγγενώς εξοικειωμένοι με το να υποδύονται ρόλους και να προσπαθούν να ξεφύγουν από καταστάσεις που δημιουργούνται λόγω των δικών τους σφαλμάτων, τα οποία με την σειρά τους συμβαίνουν γιατί τα άτομα έχουν ελλείμματα όχι μόνο «ηθικής», αλλά και Λογικής. Θεατρική πρόκληση αποτελούν τέτοιου είδους κείμενα, τα οποία δίνουν απαιτητικούς ρόλους και μεταφέρουν σε μια άλλη εποχή που, τελικά, όμως, πόσο διαφέρει από την σημερινή, δική μας; Έτσι, είναι λογικό να έχουμε δει δεκάδες ανεβάσματα έργων του Γάλλου στα ελληνικά σανίδια.
Το αμερικανοθρεμμένο σύγχρονο ελληνικό κοινό, το οποίο έχει υποστεί αρκετή πλην δικαιολογημένη απώλεια στο ρομαντικό και αθώο αποθεματικό του, έχει πάψει να γελά στ’ αλήθεια με τις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες, γελά απλώς από μνήμη, όπως γέλαγε μικρό με τους γονείς του. Οι νέοι βλέπουν αστεία βίντεο στο Youtube και υπερταλαντούχους κωμικούς που είτε όρθιοι, είτε καθιστοί στηλιτεύουν με εύστοχο τρόπο θέματα της καθημερινότητας. Ο λόγος είναι ρευστός, απολύτως φυσικός και καθημερινός, η βρισιά δεν χρησιμοποιείται με τον τρόπο του Αριστοφάνη, αλλά συχνά για να καλύψει απουσία ιδεών ή να προσθέσει «χιουμοριστικά» σε μια ατάκα. Τα τηλεοπτικά σήριαλ των τελευταίων πέντε δέκα χρόνια δεν έχουν κάνει κανέναν να ξεκαρδιστεί και τα σενάριά τους διέπονται από την αγωνία της παρακολούθησης μιας πολίτικαλ κορεκτίλας που εμποτίζει αντιπαραγωγικά αρκετές από τις σύγχρονες καλλιτεχνικές προσπάθειες: να μην πούμε την χοντρή χοντρή και τον γκέι πούστη και τα λοιπά. Έλα όμως που σε αυτά, καλώς ή κακώς, βασίζεται η κωμωδία, αυτά τα οποία η κοινωνία και η ίδια η φύση του ανθρώπου θεωρεί περίεργα, εξωτικά, ξένα, αλλιώτικα, αχαρτογράφητα-ανεξαρτήτως με το αν θα όφειλαν να μην είναι. Μια καλή κωμωδία δεν περιορίζεται σε αυτά, ούτε τα προβάλλει με τρόπο συνεχόμενο και προκλητικό. Οι δουλειές του Μάρκου Σεφερλή δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς έναν 90s Αλβανό με προφορά και μπράτσα, χωρίς μια ξανθιά γυναικάρα με γυμνά μπούτια και αχαλίνωτες ορέξεις, χωρίς έναν άνθρωπο μειωμένης αντίληψης που τρώει ξύλο και κοροϊδία. Και αυτό τις κάνει στα μάτια μου και σε πολλών τα μάτια «κακές».
Η καλή κωμωδία οφείλει, κατά την άποψή μου, να αφουγκράζεται την κοινωνία, από τα σπάργανα της οποίας προκύπτει κιόλας, αλλά και να διαμορφώνει την κοινωνία. Σε σχέση με το δράμα, έχει την δύναμη να μπορεί να διδάξει και να περάσει μηνύματα, χωρίς, όμως, κούνημα δαχτύλου. Μέσα από το γέλιο, την μουσική, το τραγούδι, τα χρώματα, το όλο «ευχάριστον θέαμα» μπορεί να προβληματίσει το κοινό, να το βάλει σε σκέψεις, ίσως και να δώσει μια λύση στο τέλος, να έχει να πει και να προτείνει κάτι.
Η παράσταση του Γιάννη Μπέζου πρότεινε!
Η μουσική και οι στίχοι του Φοίβου Δεληβοριά τέθηκαν στην εξυπηρέτηση των σκοπών του έργου, όπως το διασκεύασε ο Γιάννης Μπέζος, ο οποίος ούτε ο Τσουβέλας είναι, ούτε ο Νικόλας ο Ράπτης-ο άνθρωπος είναι Ηθοποιός και, ναι, πλέον έχει «σκονιστεί» λίγο, όπως είναι λογικό. Έχει σκονιστεί από ρόλους οι οποίοι τον χαρακτήρισαν, από την μανιέρα του που πολλοί λατρεύουν και που τον καθιστούν απόλυτη περσόνα, από τον ίδιο τον Πανδαμάτορα που τον έφτασε, να είναι καλά ο άνθρωπος, κοντά στα 65 έτη ζωής, με τα μισά και βάλε από τα οποία να έχει ο ίδιος αφιερώσει στην τέχνη του. Ο Γιάννης Μπέζος διάβασε τον Ράφτη Κυριών ως ένα έργο εποχής που, στα σημεία, είναι άχρονο λόγω της ουσίας και της ολοένα ανανεωμένης επικαιρότητάς του. Οι ηθοποιοί στάθηκαν απίστευτα καλά στο ύψος και τις απαιτήσεις των ρόλων τους: οι Ουζουνίδου-Παπαγεωργίου σε ρόλους πεθεράς-συζύγου του πρωταγωνιστή ράφτη-γιατρού είναι σκέτη απόλαυση.
Όπως ο Φεντώ έθεσε την συζυγική απιστία ως εργαλείο για να στηλιτεύσει και να σπάσει πλάκα με την υποκριτική κοινωνία της εποχής του, που χωρίζεται σε τάξεις και που παντρεύεται για να διασφαλίσει κύρος και άνεση και όχι αγάπη, έτσι ακριβώς και ο Μπέζος σκηνοθέτησε το έργο με λεπτοβελονιές πάνω στον κάθε ρόλο ξεχωριστά. Φώτισε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, διαφορετικές προσωπικότητες οι οποίες όμως μπορούν άνετα να ανήκουν στον ίδιο κύκλο παράνοιας, γιατί, τελικά, οι άνθρωποι «στον έρωτα και στον θάνατο», εν προκειμένω «στο ψέμα, στην ασθένεια, στα πάθη» είναι ίσοι, ό, τι κι αν επιτάσσει η εποχή τους…
Μπορεί οι ήρωες να μην κρατάνε smartphones και να μην απιστούν μέσω social media-άραγε, κάτι τέτοιο θα γινόταν περισσότερο αρεστό;-, μπορεί να μην είναι ένα έργο που γράφτηκε σήμερα, κομμένο και ραμμένο στις προβληματικές του Νεοέλληνα, όμως πόσο ακόμα κρίση και Μέρκελ και γκρηκ λόβερς να αντέξουμε;
Έχω σκεφτεί ότι το ελληνικό θεατρικό κοινό είναι πολύ εκπαιδευμένο ως προς το δραματικό ρεπερτόριο, έχει δει κιλά από Ίψεν, Στρίντμεργκ, Ουίλιαμς και Τσέχωφ, αλλά στο κομμάτι της κωμωδίας χρειάζεται λίγη δουλίτσα ακόμα. Θα μου πεις, πρέπει κανείς να δουλέψει ακόμα και το γέλιο του, ακόμα και το πώς επεξεργάζεται κάτι που του φαίνεται αστείο ή όχι; Όχι κατ’ ανάγκην, αν και κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν θα έβλαπτε. Πάντως, επειδή νομίζουμε ότι ξέρουμε από κωμωδία, επειδή νομίζουμε ότι βλέπουμε κωμωδίες στην τηλεόραση και το σινεμά (ως επί το πλείστον πρόκειται περί ξαναζεσταμένων συνταγών του παρελθόντος πασπαλισμένων με σύγχρονη ματιά για να αρέσει στη «νεολαία» η οποία τελικά προτιμά το νέτφλιξ), δεν σημαίνει ότι ξέρουμε.
Αυτό συνεπάγεται έναν επιπλέον βαθμό δυσκολίας για τους σκηνοθέτες και τους ηθοποιούς. Για εμάς, για το κοινό, σημαίνει ότι χρειάζεται να δούμε αρκετό θέατρο ακόμα, να διαβάσουμε αρκετά βιβλία ακόμα, να κλείσουμε λιγάκι την TV και να μην μπερδεύουμε την κωμωδία με το stand up comedy. Αν το κάνουμε, γούστο μας και καπέλο μας, καλό όμως θα ήταν να μην ξαμολιόμαστε με την αποψάρα μας και την εξουσία του ενός αστεριού στα πέντε στο Αθηνόραμα. Είναι κρίμα.
Όχι για τον Γιάννη Μπέζο. Όχι για το θέατρο και τους ηθοποιούς. Ούτε για την παράσταση. Είναι κρίμα για εμάς τους ίδιους. Και ίσως και για τον Τσάρλιν Τσάπλιν που δεν δεσπόζει τυχαία στην σκηνή του θεάτρου…