Η λογική πέθανε! Ζήτω το φάντασμά της που πλανάται πάνω από την πόλη! Πίσω από τα κάγκελα, πάνω σε ένα μπαλκόνι, στο βάθος της εικόνας, παραμονεύει για να ορμήξει.
Δε ζητάει λογαριασμούς, ούτε κάνει συζητήσεις. Επιτίθεται για να σκοτώσει. Γι’αυτό βρες την τώρα, ψάξε καλά, πρόσεξε τις γωνίες και τις αχνές μορφές στο βάθος. Βρες την γρήγορα, πριν σε βρει εκείνη! Η λογική δε μοιράζεται, ούτε επιλέγει. Ή την παίρνουμε με το καλό και την κουβαλάμε παντού, μέσα και έξω από το μυαλό, μέσα και έξω από το σπίτι, ή λουφάζει πίσω από την τηλεόραση και περιπλανόμαστε σαν μαστουρωμένα ζόμπι που νομίζουν ότι ξέρουν τι κάνουν. Περνάνε οι μέρες στο θέατρο του παραλόγου και μετά απορούμε γιατί πέσαν οι μάσκες και βρεθήκαμε γυμνοί με το μαχαίρι στο λαιμό, αντιμέτωποι με έναν καθρέφτη που στο βάθος του αντιφεγγίζει μια μορφή με μακριά λυτά μαλλιά και σατανικά μάτια.
1. Να πάρει το θυμό και τα σώψυχά του και να τα ρίξει αλλού…
Βγάζουν έξω ό,τι έχουν και δεν έχουν. Έπιπλα σπασμένα, σακούλες βρωμερές με παλιοπράγματα, σαπισμένες σκέψεις και θυμωμένα βλέμματα. Κάποιος θα συγκρουστεί με τους σωρούς, να γίνει και κείνος αιματηρή σωρός. Να πάρει το θυμό και τα εσώψυχά του και να τα ρίξει αλλού. Στον επόμενο. Και από πάνω ένα παλιό στρώμα που δε χωράει πια το μίσος του κατόχου του. Και από πάνω τίποτα σκουριασμένα παλιοσίδερα.
Ας τα φάει στη μάπα ο γείτονας, αφού εμένα μου τη σπάνε. Να τον δω να κοψομεσιάζεται να τα μετακινήσει. Και θα τον βρίσω και από πάνω. Ή αυτός εμένα. Σαν σκυλιά λυσσασμένα, χωρίς σκέψη, χωρίς φίλτρο θα πετάμε τα άχρηστα ο ένας στον άλλο, μέχρι να μείνει ένας, οργισμένος, βασιλιάς της στοίβας, κυβερνήτης της χωματερής. Θα ανέβει επάνω στα σκουπίδια ο τελευταίος Κινγκ Κονγκ και θα βρυχηθεί ικανοποιημένος που τους έθαψε όλους.
Μόνος του μέσα στην ίδια του τη σαπίλα, θα αγκαλιάσει τη χαλασμένη τηλεόραση και εκείνη ξαφνικά θα ανάψει και θα δείξει μια κοπέλα με μακριά μαλλιά που θα βγει από τα απομεινάρια της οθόνης και θα ανεβάσει αργά το βλέμμα της επάνω του… Μόνο που το βλέμμα της λογικής δεν το αντέχει κανείς.
2. Πληγώνουμε και χτυπάμε τη σάρκα του αστικού περιβάλλοντος όσο πάει.
Καίμε ότι βρεθεί. Αντίδραση χωρίς δράση. Καταστροφή χωρίς λόγο και αιτία. Ρημάξαμε στάσεις και τρόλεϊ, πεζοδρόμια και τοίχους. Χορεύουμε και γελάμε πάνω στα απομεινάρια του συστήματος. Όσο μας εξυπηρετεί το σύστημα δε μας απασχολεί. Όσο παίρνουμε το τρόλεϊ για να πάμε στη σχολή το θέλουμε ακέραιο και στην ώρα του. Και μετά το καίμε. Θυμόμαστε ότι το σύστημα είναι ταξικός εχθρός και η πόλη είναι το πιονάκι του. Το τσουτσέκι του καθεστώτος που μας επιβάλλουν.
Οι άψυχοι τοίχοι γίνονται αντίπαλοι και πολεμάμε με τους ανεμόμυλους να νιώσουμε ιππότες. Μέσα στην καταστροφική μανία εξαφανίζουμε από προσώπου γης όλη τη γειτονιά. Φωτιά στο σουπερμάρκετ και στο μανάβικο. Καίμε το σπίτι της γειτόνισσας. Γκρεμίζουμε τα όνειρά μας που δε μας υπάκουσαν. Χτυπιόμαστε κάτω σαν μωρά σε κρίση κλάματος που δε μας δόθηκε, δε μας δωρήθηκε το δίκαιο μέλλον που μας αξίζει. Που δε μας αναγνώρισαν τις ευγενικές διαθέσεις και δε μας έκαναν βασιλιάδες. Που δε μας θέλει κανείς αν δε δεχτούμε να παίξουμε με τους κανόνες τους.
Πληγώνουμε και χτυπάμε τη σάρκα του αστικού περιβάλλοντος όσο πάει. Σταματάμε γιατί μυρίσαμε καμένο. Κοιτάμε κάτω. Ένα μπατζάκι καίγεται, και οι φλόγες καταπίνουν το ύφασμα και γλύφουν το εκτεθειμένο δέρμα. Το δικό μας. Και η κραυγή πνίγεται στην πύρινη μανία.
3. Βελάζουν τα πρόβατα μαζεμένα γύρω από το πρόβατο…
Κουρασμένοι από τα άλλα προβλήματα, στρεφόμαστε στην τέχνη. Κορεσμένοι από τις απολαύσεις, ψάχνουμε το σοφιστικέ, να δείξουμε ότι μετράμε. Εφευρίσκουμε καθημερινά τον τροχό, γιατί τον βαρεθήκαμε στρογγυλό τόσα χρόνια. Τον δοκιμάζουμε πολυγωνικό. Δε βολεύει, αλλά μετράει. Βάφουμε ένα πρόβατο. Αυτό βελάζει αδύναμα. Με απορία και παράπονο. Απορία για την ανθρώπινη βλακεία και παράπονο που βρέθηκε στο δρόμο μας.
Η τέχνη μας δεν έχει σκοπό να αγγίξει, εξάλλου. Έχει σκοπό να εντυπωσιάσει. Να γίνει θέμα στο διαδίκτυο. Να μιλάει ο κόσμος. Και ο κόσμος σιγά σιγά πιστεύει σε αυτήν την τέχνη. Για να μην την καταλαβαίνει, καλή θα είναι. Κανείς δεν τολμά να φωνάξει ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός. Ότι ο καλλιτέχνης είναι ηλίθιος. Ότι η δημιουργία δεν είναι πλάκα. Βελάζουν τα πρόβατα μαζεμένα γύρω από το πρόβατο. Βελάζουν οι άνθρωποι μαζεμένοι γύρω από τα πρόβατα.
Βελάζουν και άλλοι άνθρωποι, σχολιάζοντας αυτούς που μαζεύτηκαν. Τελικά, δεν ξέρεις ποιος είναι ποιος. Ποιος κοιτάει, ποιος είναι το τσίρκο, ποιος κάνει την περφόρμανς και ποιος τη σχεδιάζει. Μόνο ένας αναστεναγμός ακούγεται από μακριά καθώς ξεψυχάει κάτι. Η τέχνη θα είναι. Την πήρε από το χέρι η λογική και ανέβηκαν μαζί πάνω από το πλήθος να θαυμάσουν. Το πρόβατο έφυγε κι αυτό. Έμεινε το πλήθος να βελάζει.
4. Πέφτουμε σε τοίχους, πέφτουμε σε λάθη, πέφτουμε σε απελπισία…
Καταιγισμός από πληροφορίες. Ονόματα και κατευθύνσεις παντού. Οδηγίες και προτροπές. Ανάγκες που φορτωνόμαστε χωρίς λόγο. Αποφάσεις που παίρνουμε μεθυσμένοι από την αφθονία επιλογών, αλλά δε μας ανήκουν. Και ο δρόμος παραμένει κρυμμένος. Η δική μας κατεύθυνση είναι σκεπασμένη από μια παχιά ομίχλη, από λάθος σήματα. Και δε βλέπουμε που πάμε.
Και τρώμε τα μούτρα μας ο ένας με τον άλλον, προσπαθώντας να βγούμε από τον λαβύρινθο. Πέφτουμε σε τοίχους, πέφτουμε σε λάθη, πέφτουμε σε απελπισία. Στο δάσος των εναλλακτικών, χάσαμε τους εαυτούς μας και τα πιστεύω. Ψάχνοντας πώς θα προβληθούμε σκεπάζουμε τις πιο σημαντικές ταμπέλες στις ζωές των άλλων. Αρκεί να περάσουμε το μήνυμά μας, κι ας σκοτωθεί κάποιος στην πορεία.
Δεν ακούμε και δεν προσέχουμε. Τρέχουμε μόνο ανάμεσα στην πληροφορία αρπάζοντας ό,τι προλάβουμε, πετώντας παραγάδια για το αύριο. Τελικά, τα μάτια μας γίνονται και αυτά ταμπέλες φωτεινές, επιγραφές με νέον, και αλλάζουν κάθε 5 δευτερόλεπτα. Γινόμαστε μπιτ ψηφιακά και γράμματα πάνω σε χαρτί, πουλώντας την ψυχή στο θεό της διαφήμισης.
Περπατάμε στο δάσος, εγκαταλελειμμένοι, χαμένοι, έχοντας ξεχάσει που πηγαίναμε και γιατί και ψηλαφούμε με τα χέρια να ξεχωρίσουμε ακόμα το δέντρο από τη διαφημιστική κολόνα, την αλήθεια από το ψέμα.
5. «Μη!» Λέει σταθερά η μαμά. Είναι βρώμικο. Είναι σπασμένο. Είναι για μεγάλους.
Τα παιδιά κοιτούν με βλέμματα γεμάτα περιέργεια κάτω από το σκίαστρο του καροτσιού. Πάνε να απλώσουν το χέρι για ν’ ακουμπήσουν τη ραγισμένη μπογιά στο σίδερο της κούνιας. «Μη!» Λέει σταθερά η μαμά. Είναι βρώμικο. Είναι σπασμένο. Είναι για μεγάλους.
Όντως είναι. Δυο έφηβοι ταρακουνάν μια τραμπάλα. Δυο παλικάρια πίνουν μπύρες στο σπασμένο παγκάκι. Δεν είναι για παιδιά. Τα παιδιά μένουν μέσα. Δεν τους ανήκει το πάρκο. Δεν τους ανήκει το πράσινο. Κατασχέθηκε, μικρό μου. Σου το πήρε ο δήμος, όταν το παράτησε. Σου το πήρε ο γείτονας, όταν σταμάτησε να φέρνει τα παιδιά του, επειδή βαρέθηκε να είναι ο μόνος γονιός που τσακώνεται με αυτούς που διαλύουν τα απομεινάρια. Σου το πήρανε το πάρκο, μικρό μου.
Σου πήραν δηλαδή και το πεζοδρόμιο έξω από το πάρκο. Και τον δρόμο. Όλη την πόλη στην πήρανε. Προτιμούν να τη δώσουν σε κείνους που ξέρουν πως να βγάλουν λεφτά. Και μεις προτιμούμε να την ανταλλάσουμε με mall και λεωφόρους. Δεν τη διεκδικούμε, αφού μας την παίρνουν.
Μας την παίρνουν, αφού δεν τη διεκδικούμε. Και τη δουλειά μας. Και τη ζωή μας. Μην απλώνεις το χέρι, μικρό μου, δεν είναι για σένα αυτός ο κόσμος. Στοίχειωσε τον μικρό μου καλύτερα. Στοίχειωσέ τον.
6. Πίσω από το μακιγιάζ, μιζέρια. Φτώχεια ψυχής και φτώχεια φιλότιμου.
Επενδύουμε στο ίματζ. Βάφουμε και βαφόμαστε. Καθαρίζουμε και καθαριζόμαστε. Πρόσοψη και λίγο στο πλάι. Από τα φρύδια μέχρι τη γραμμή της μπλούζας. Πεντάστερα κτίρια. Πεντάστερα πρόσωπα. Κούκλες και σκηνικά φτιαγμένα προς τέρψη της αισθητικής. Αμπαλαρισμένες πόλεις και αμπαλαρισμένες σχέσεις. Η δύναμη του φαίνεσθαι. Και το είναι; Πίσω από την μπογιά, μούχλα.
Πίσω από την πρόσοψη, ερείπια. Πίσω από το μακιγιάζ, μιζέρια. Φτώχεια ψυχής και φτώχεια φιλότιμου. Τι σε νοιάζει και αν κάτω από το χαλί ζουν αρουραίοι, αν το χαλί είναι ωραίο; Σάμπως κάνεις και τίποτα για την ουσία του; Αρκεί να μπορεί να βγει φωτογραφία και να τη μοιραστείς στον τοίχο σου. Και ο τοίχος ας σαπίσει κάτω από το μοντέρνο γκράφιτι.
Έτσι ζούμε, λουσμένοι με ακριβές κολόνιες για να σκεπαστεί η βρώμα, λουσμένοι με ωραίες εικόνες για να κρυφτεί η αλήθεια. Ματαιότης ματαιοτήτων. Και μόλις χαλάσει λίγο ο στόκος, ξαναπερνάμε δεύτερο χέρι. Όλη η ενέργεια φεύγει στο να ρετουσάρουμε τις ατέλειες.
Σισύφειο έργο η συντήρηση του ίματζ. Μόνο που το μόνο που μας κρατάει πια από το να γίνουμε χίλια κομμάτια είναι μια λεπτή στρώση χρώματος. Δε θα αντέξει για πάντα. Και θα διαλυθούμε, θα γίνουμε λαμπόγυαλο. Και το σπίτι θα πέσει από πάνω, σαν φάντασμα μιας εποχής που υπήρχε μεράκι και ουσία.
Discussion about this post