Λένε οι ιστορίες των παλιών πως μια φορά κι έναν καιρό ήταν σε μέρη μακρινά ένας τόπος. Σε εκείνον τον τόπο ήταν μια πολιτεία δίπλα σε μια θάλασσα. Στο λιμάνι της έδεναν καράβια, σκαριά μεγάλα και μικρά , άλλες φορές για να κουβαλήσουν πραμάτειες κι άλλες πάλι για να αφήσουν ταξιδιώτες.
Από την άκρη του λιμανιού ξεκινούσε μια αγορά που έφτανε μέχρι το κέντρο της πολιτείας κι εκεί μπορούσες να βρεις ό,τι χώραγε ο νους σου. Μαγαζιά γεμάτα με όλων των λογιών τα γεννήματα, όσα φέρνει η γης από τα σπλάχνα της κι όσα γεννά η τέχνη του ανθρώπου, αλλού πάγκοι με μικροπουλητάδες κι αλλού εμπορικά με τα ράφια τους γεμάτα. Άνθρωποι στέκονταν στις γωνιές και κουβέντιαζαν για τούτο και για κείνο κι άλλοι πάλι περπατούσαν μέσα στους δρόμους της κουβαλώντας τις έγνοιες από τις μέρες που πέρασαν μα κι τούτων που θα ’ρθούν.
Σε μια γωνιά ενός δρόμου βρισκόταν ένα μαγαζί από αυτό που μαζεύονταν οι άντρες για να πιούνε τσάι και να πούνε καημούς μα και νέα της μέρας. Μέσα κάθονταν ο κόσμος παρέες- παρέες αλλού δυο, αλλού τρεις και τέσσερις και σε κάμποσες γωνιές έβλεπες ανθρώπους μονάχους.
Σε ένα τραπέζι, γύρω από έναν άντρα, μια παρέα άκουγε ιστορίες και δίπλα ένας άλλος κερνούσε μια παρέα. Ένας άντρας σηκώνεται για μια στιγμή, πληρώνει στο μαγαζί και ανοίγει την πόρτα για να βγει. Δεν πρόλαβε να στρίψει στη γωνιά και πέφτει πάνω σε έναν ζητιάνο. Ο άντρας κοίταξε τον άνθρωπο στα μάτια και σταμάτησε. Λένε, πως στάθηκε και του μίλησε, γιατί γνώρισε ποιος ήτανε κείνος ο άντρας που άπλωνε το χέρι για βοήθεια. Ήταν ο παλιός του γείτονας που τον ήξερε από παιδί, μαζί έπαιζαν στη γειτονιά μα η ζωή αλλιώς τα έφερε στον έναν, αλλιώς φέρθηκε στον άλλο.
Ο άντρας του καφενέ, λένε, είχε την τύχη στο πλευρό του, έκανε βιος γρήγορα, διάβαζε τα σημάδια των καιρών και έκανε κάθε φορά κείνο που έπρεπε, κι άλλοι πάλι λένε πως ήταν μάγος που μπορούσε να αποκτήσει κείνο που πεθυμούσε με τον τρόπο που γνώριζε καλά. Οι δυο άντρες αγκαλιάστηκαν κι άρχισαν να μιλάνε για τα χρόνια που περάσαν σαν ήτανε παιδιά στην ίδια γειτονιά και κίνησαν τα γέλια μα και τα κλάματα από συγκίνηση.
Ο πλούσιος ρωτάει σε μια στιγμή: «Λοιπόν πως τα περνάς τούτα τα χρόνια;» Ο άλλος αποκρίνεται: «Δεν τα βλέπεις και μόνος σου; Έχω ξεχάσει τι θα πει δουλειά, σπίτι δε γνωρίζω, μπουκιά στο στόμα μου εύκολα δεν μπαίνει, παντού απελπισιά κι οι μέρες μου πιο μαύρες απ’ την πιο σκοτεινή νύχτα του χειμώνα…». Ο πλούσιος γυρίζει τότε και του λέει: «Ζήτησε μου, ό,τι θελήσεις, πες μου πώς μπορώ να σου σταθώ;» Ο ζητιάνος απόρησε: «Μπορείς να μου δώσεις λεφτά;»
Ο άλλος αποκρίνεται: «Τούτο που ζητάς είναι το πιο εύκολο για μένα. Να κοίτα…» και την ίδια στιγμή σκύβει και παίρνει μέσα στη χούφτα του μια πέτρα από την άκρη του δρόμου. Την ακουμπά με την άκρη του αριστερού του δαχτύλου και ξαφνικά η πέτρα γίνεται χρυσάφι! Απλώνει το χέρι του και δίνει την πέτρα στον παλιό του φίλο. Ο ζητιάνος δεν πίστευε στα μάτια του, τον κοιτάζει και του λέει: «Να είσαι καλά! Μα έχω πολλές τρύπες να κλείσω, οι δυσκολίες μού χτυπάνε συνέχεια την πόρτα, η ζωή γίνεται κάθε μέρα και πιο σκληρή, θαρρώ πως δε θα με βοηθήσει τούτη η πέτρα. Μου φαίνεται κομματάκι μικρή…»
Ο φίλος τότε ρίχνει τη ματιά του τριγύρω και βλέπει μια πέτρα ακόμα πιο μεγάλη. Πηγαίνει κοντά, σκύβει, την παίρνει και σιμώνει ξανά το ζητιάνο. Ακουμπά την πέτρα με το ίδιο δάχτυλο κι αυτή ξάφνου γίνεται χρυσάφι! Απλώνει το χέρι και τη δίνει στον άντρα λέγοντας: «Αυτή σου φτάνει;» Τα μάτια του ζητιάνου αστράψανε: «Δεν το πιστεύω τούτο το πράγμα. Μα, θαρρώ πως κι αυτή η πέτρα είναι μικρή… Ξέρεις η ζωή κάθε μέρα γίνεται σκληρότερη, γεννά έξοδα από κει που δεν το περιμένεις…»
Ο πλούσιος, ο μάγος τότε ρωτά: «Τι άλλο να σου δώσω, τι θέλεις από μένα;» Ο ζητιάνος τότε φωνάζει: «Δώσε μου το δάχτυλό σου, θέλω να μου δώσεις το δάχτυλό σου που γεννά χρυσάφι!» και ορμά πάνω του τραβώντας του το χέρι! Ο άντρας που ήταν μάγος τα έχασε κι άρχισε να τρέχει μακριά για να ξεφύγει από το ζητιάνο που φώναζε τώρα με μανία: «Το δάχτυλό σου, δώσ’ μου το δάχτυλό σου, σού λέω, έλα πίσω!»