Ποίηση ίσον κάτι τρομαχτικό, αχαρτογράφητο, ολίγον τι ή και πολύ κουλτουριάρικο, για κορίτσια ή για ευαίσθητα αγόρια, ποίηση ίσον “δεν έχω χρόνο για τέτοια, ρε” και “είσαι σοβαρός”; Έχω στ΄ αλήθεια ακούσει αυτά και άλλα πολλά, όταν πάει να ανοίξει σχετική κουβέντα…Λες να κάνω παρέα με τα λάθος άτομα; (sic)
Προσπαθώ εδώ και επτά χρόνια να περάσω την αγάπη μου για την ποίηση στον φίλο μου, ο οποίος στωικά με ακούει τις όποιες φορές επιθυμώ να του διαβάσω κάτι. Δεν έχει συγκινηθεί ποτέ από τίποτα, η καρδιά του δεν ριγάει με κανέναν στίχο και, γενικώς, είναι ευαίσθητος άνθρωπος. Μπαίνει στο mood “δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτό, δεν καταλαβαίνω τι λέει” και πάει τέλειωσε.
Στο μεταξύ, έχω ακούσει από διάφορους ότι διαβάζουν ποίηση και εννοούν απλώς ότι τους άρεσε η λογοτεχνία στο σχολείο και ότι πατούν καρδούλα σε καμιά ανάρτηση ρομαντική και φιλοσοφημένη. Άντε, και ότι γνωρίζουν τις σπουδαίες μελοποιήσεις που έγιναν σε ποιητές μας, μερικές από τις οποίες μπήκαν μες στην ταβέρνα και χορεύτηκαν κιόλας.
Η ποίηση, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν ανήκε ποτέ στα ευπώλητα. Κανένας άνθρωπος που έγραφε ή γράφει ποίηση δεν έχει ζήσει αποκλειστικά από αυτήν. Η ποίηση είναι κάτι τόσο προσωπικό, τόσο βαθύ που, ναι, μπορεί να γίνει δυσνόητο κάποιες φορές, να φέρει την ακλόνητη εντύπωση του κουραστικού-μοιάζει με μωρό παιδί ή με ηλικιωμένο άνθρωπο, που θέλει φροντίδα, σκύψιμο, υπομονή στην παραγωγή, αλλά και τον “θερισμό” της.
Δεν έχει η ποίηση τα συναρπαστικά κουπιά του μυθιστορήματος που σε ταξιδεύουν πολύ πέρα αό τις δεδομένες σου στεριές με τρόπο ευχάριστο και αληθοφανή. Η ποίηση σού δίνει φτερά, αν έχεις τις κατάλληλες προϋποθέσεις να τα υποδεχθείς στους ώμους σου. Με την ποίηση πετάς. Ποιες είναι όμως οι προϋποθέσεις αυτές;
Παντελώς άγνωστες. Άνθρωποι με μόρφωση συχνά δηλώνουν αρνητές της ποίησης και, κάποτε, η ποίηση είναι το καταφύγιο ανθρώπων που δεν έχουν σπουδάσει τίποτα, κάνουν κάποια χειρωνακτική εργασία, είναι άνεργοι. Περίεργο πράγμα η ποίηση. Ενώ έχει δυνατή φωνή, μοιάζει να επιλέγει η ίδια τελικά σε ποιους θα μιλήσει και πότε θα μιλήσει.
Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η Ποίηση τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, μέσα από συγκεκριμένες ομάδες και διοργανώσεις συγκεκριμένων ανθρώπων, με συγκεκριμένες επιχορηγήσεις ή και μη με δυσαρεστεί πάρα πολύ. Βραβεία χωρίς ιδιαίτερο κύρος, ομάδες “ποιητών”-ελπίζω ο αναγνώστης να μου συγχωρήσει τα εισαγωγικά- και ιθύνοντες αρχιποιηταράδες, λέξη που κάνει ρίμα με τους αρχιαληταράδες. Τα πρόσωπα των περισσότερων από αυτούς, αρκετοί από τους οποίους τελούν κανονικότατες κλοπές από ποιητές του εξωτερικού, δεν θυμίζουν σε τίποτα τις αρετές που υποτίθεται ότι έχει ένας καλλιτέχνης με αγνή καρδιά, ένας ποιητής.
Νέα ελληνική ποίηση παράγεται με το κιλό, με τα περισσότερα βιβλία να είναι πληρωμένα από τις οικονομίες του πρωτοεμφανιζόμενου και δευτεροεμφανιζόμενου, μην σου πω, ποιητή, ο οποίος οργανώνει εκδηλώσεις στις οποίες παρίστανται συνήθως οι συγγενείς, οι φίλοι και δυο τρεις αληθινοί διψασμένοι για νέες λέξεις. Διάφορα φεστιβάλ στήνονται κατά καιρούς και κατά τόπους που έχουν στιγμιαία αξία, “κάτι όμορφο γίνεται” και τα λοιπά, αλλά στον χρόνο σβήνουν και ξεχνιούνται.
Ελάχιστοι Έλληνες έμπειροι αναγνώστες μπορούν να απαριθμήσουν ονόματα σύγχρονων Ελλήνων ποιητών και τα νέα άτομα που αποφασίζουν να στραφούν στην ποίηση σπανίως εκκινούν από κάποια φρέσκια πένα. Οι βαριές πέτρες που άφησαν πίσω τους ο Λειβαδίτης, ο Σεφέρης, ο Καβάφης, ο Ελύτης και άλλοι πολλοί μοιάζουν ασήκωτες και κάνουν τα νέα βότσαλα να μοιάζουν γυμνά και μικρούτσικα, ασήμαντα-κάποια από αυτά τα βότσαλα κάθε άλλο παρά τέτοια είναι. Είναι πανέμορφα και ατόφια και αξίζουν πολύ, πάρα πολύ. Ποιος το λέει αυτό; Εγώ; Και ποια είμαι εγώ; Μία ακόμα αναγνώστρια…
Η ποίηση δεν έχει, per se, καμία πρεμούρα να πολυδιαβάζεται και να γίνει φυλλάδιο που περνά από χέρι σε χέρι. Κάποιο μέρος της, όμως, θα άξιζε να περάσει από χέρι σε χέρι και από γενιά σε γενιά, με τον τρόπο που το αξίζει μια αριστουργηματική ταινία, ένα φοβερό τραγούδι ή ένας ανεπανάληπτος πίνακας.
Όποια ή όποιος θέλει να την ανακαλύψει, είναι εκεί έξω, σε εικόνες της κάθε μέρας, σε ανθρώπινες ιστορίες που κανείς δεν καταγράφει, στον τρόπο που ένα χέρι κόβει το κρεμμύδι και στον τρόπο που ένα παιδί αντιμετωπίζει για πρώτη φορά την θάλασσα. Η ποίηση φύεται στον έρωτα και στον φόβο του θανάτου, συγκατοικεί με τα πιο ακριβά και τα πιο ευτελή ανθρώπινα συναισθήματα, γιατί η ποίηση υπάρχει για να υμνεί και να περιγράφει και να καταγράφει την σκληρή πραγματικότητα, αλλά και την αντιστροφή της, που μπορεί να είναι μια ψεύτικη, ιδεατή πραγματικότητα ή μια πολύ πιο αληθινή πραγματικότητα από την χειροπιαστή.
Όποια ή όποιος θέλει να διαβάσει ποίηση, μπορεί να το κάνει ξεκινώντας να επισκέπτεται πάγκους και βιβλιοπωλεία, επενδύοντας ένα όχι υπέρογκο ποσό για να αγοράσει βιβλία και ποιητικές συλλογές. Η ποίηση δεν κατοικεί στο Facebook, κάποια σπαράγματά της μόνο, μέσα από δημοσιεύσεις που, καμιά φορά, το μόνο που θέλουν να πουν είναι ότι ο δημιουργός τους και ο ιδιοκτήτης του προφίλ είναι ένας γαμάτος, κουλτουριάρης τύπος, εξόχως ευαίσθητος και διαφορετικός από τους άλλους.
Ήμουν ανέκαθεν καχύποπτη απέναντι σε ανθρώπους που, πολύ γρήγορα, έχουν την ανάγκη να μοιραστούν μαζί μου ή με άλλους το ότι διαβάζουν ή γράφουν ποίηση-δεν είναι λίγες οι φορές που έχω πέσει κι εγώ στην παγίδα να πω ότι πήρα το τάδε βιβλίο και, γραφιάς γαρ, να θελήσω να προβάλλω κάποια μου έμπνευση ως ποιητική.
Η ποίηση είναι αυστηρά προσωπική υπόθεση και, ναι, είναι κάτι που πρέπει να μοιράζεται γιατί νομίζω πως ομορφαίνει στ’ αλήθεια τον κόσμο, δίνοντας δεκάδες, εναλλακτικές οπτικές γωνίες για να τον αντικρίσεις. Είναι καλύτερο, όμως, αυτό να γίνεται ψιθυριστά, όχι με αλαλαγμούς απόγνωσης. Οι ποιητές δεν είναι σοφότεροι και καλύτεροι άνθρωποι από αυτούς που δεν είναι ποιητές. Ιδίως οι Έλληνες άντρες ποιητές 50 plus είναι στην πλειοψηφία τους γλειώδεις σάτυροι που θέλουν να τονώσουν το εγώ τους ή να συσκοτίσουν την μπερδεμένη αρσενική τους φύση.
Όλα αυτά τα γράφω με την ελπίδα αυτό το κείμενο να διαβαστεί από κάποιον νέο ποιητή και, ας μην κρύβομαι, ιδίως νέα ποιήτρια που αναζητά μέντορες, δασκάλους γραφής και αναγνωστικές πηγές έμπνευσης και συναισθημάτων. Χωρίς να είμαι καμία ειδικός, θεωρώ πως ο δρόμος αυτός είναι μοναχικός και δύσβατος, θέλει συνεχή αναζήτηση και ασταμάτητη αναμέτρηση με την ψυχή μας.
Καμία φορτωμένη βιβλιοθήκη κανενός ακαδημαϊκού που λαμβάνει ή σκορπά βραβεία και διακρίσεις δεν είναι σπουδαιότερη από την ίδια την πρώτη ύλη της ποίησης-η οποία πρώτη ύλη, αν δεν κάνω λάθος, είναι η ενδοσκόπηση, είναι ένα τρίτο μάτι που φυτρώνει ύστερα από συγκεκριμένες συνθήκες ή, έστω, σκληρή δουλειά με το μολύβι, και μας επιτρέπει να βλέπουμε τα πράγματα είτε πίσω από κάποιο προσωπικό μας πέπλο είτε πεντακάθαρα, χωρίς το πέπλο που μας έχουν επιβάλει οι ανθρώπινοι και φυσικοί νόμοι.
Για όσους διαβάζουμε και γράφουμε, ας συνεχίσουμε να το κάνουμε. Για όσους δεν έχουμε επαφή, ίσως να είναι και καλύτερα, ποιος ξέρει; Για μένα, πάντως, περισσότερη αξία έχουν οι άνθρωποι που, ακουσίως, λειτουργούν ως ποιήματα, παρά ως δημιουργοί, που ομορφαίνουν με την παρουσία τους τις ζωές των άλλων και τον ίδιο τον κόσμο.
Αλλά αυτοί οι άνθρωποι γιορτάζουν κάθε μέρα, όχι μόνο την 21η του Μάρτη.