Λένε πως μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ’ έναν τόπο ένα παλικάρι. Όπου τον έχανες κι όπου τον έβρισκες, τούτος όλη την ώρα έφτιαχνε με το μυαλό του ιστορίες κι όλο ταξίδευε κι όλο ξεχνιόταν κι όλο αλλού πατούσε κι αλλού βρισκόταν.
Μια μέρα, λένε, τράβηξε αυτός για το παζάρι κι αγόρασε κάμποσα αυγά-μια δωδεκάδα- κι ύστερα πήγε κάτω από μια σκιά. Κάθισε και βολεύτηκε στου δέντρου τη δροσιά, κοίταξε τα αυγά κι άρχισε να κάμει όνειρα για τις μέρες που θα ’ρθουν. «Μωρέ, έχω του λόγου μου τούτα τα δώδεκα αυγά, άμα τα βάλω στις κλώσσες θα μου δώσουν δώδεκα πουλιά.
Τούτα σαν θα μεγαλώσουν, κότες θα γενούν και θα μου δώσουνε με τη σειρά τους πολλά καλάθια αυγά. Αυτά σαν τα κλωσήσουν πάλι κότες, θα βγάλουν καινούργια πουλιά και τούτα θα μου δώσουνε αυγά αμέτρητα. Εγώ θα τα πουλήσω και με τους παράδες που θα πληρωθώ θα αγοράσω μια αγελάδα και κάμποσες κατσίκες. Αυτά θα μου δίνουν γάλα, μαλλί και κρέας.
Απ’ το γάλα τους θα φτιάχνω τυρί και θα τα πουλάω όλα. Θα μαζέψω παράδες πολλούς και θ’ αγοράσω ένα χωράφι. Θα το σπείρω με σιτάρι και λαχανικά σε μια γωνιά του κι αυτό θα με γεμίσει με καρπό. Θα γίνω αφέντης της γης κι όλες οι γυναίκες θα με θέλουν για άντρα τους…»
Κείνη την ώρα περνούσε ένας ταξιδιώτης. Είδε το παλικάρι να παραμιλάει στον αέρα, αναψοκοκκινισμένο και του φωνάζει: «Τι χαμπάρια, πατριώτη;» μα το παλικάρι δεν έδωσε σημασία καμιά και συνέχισε να λογαριάζει: «Εγώ θα κάμω γυναίκα μου την πιο όμορφη.
Ύστερα θα πουλήσω χωράφι και σοδειά και θα αγοράσω μια δωδεκάδα καμήλες και θα γίνω πραματευτής να ταξιδεύω από τόπο σε τόπο και να πουλάω τις πραμάτειες μου. Άσε που μπορεί να νοικιάζω καμήλες στα καραβάνια και στους ταξιδιώτες. Τα σεντούκια μου θα γεμίζουν με χρυσάφι και σαν έρθει η ώρα θα αγοράσω ένα καράβι. Θα το γεμίσω με πραμάτειες ξεχωριστές και θα πηγαίνω από λιμάνι σε λιμάνι να πουλάω και ν’ αγοράζω. Θα πνιγώ στο χρυσάφι!»
Κι όσο πέρναγε η ώρα τόσο το παλικάρι βούλιαζε μέσα στα όνειρα κι όλο χανόταν κι όλο ταξίδευε κι έμοιαζε το μούτρο του σαν των αλλοπαρμένων, τα μάτια του κοίταζαν στο πουθενά και το παραμιλητό του δεν έλεγε να σταματήσει: «…Θα αγοράσω σπίτια πολλά, θα κάμω πολλά παιδιά, αρσενικά και θηλυκά και όταν θα έρθει ο καιρός, ο Αλλάχ θα μου δώσει εγγόνια.
Εγώ θα αφήσω τις δουλειές μου στα παιδιά μου και του λόγου μου θα αποτραβηχτώ σε ένα σπίτι μακριά απ’ τη φασαρία της πόλης. Θα τρέχουν για κάθε μου προσταγή υπηρέτες από το πρωί μέχρι το βράδυ και θ’ αφήσω πίσω μου τις έγνοιες. Δε θα έχω σκοτούρα καμιά μήτε στενοχώρια να μου χαλά το κέφι. Αυτή είναι ζωή!»
Λένε πως έτσι όπως παραμιλούσε, πήγε να σηκωθεί. Κείνη την ώρα δεν άργησε να έρθει το κακό, γιατί, λένε πως δίχως να προσέξει, σπρώχνει με το χέρι του τ’ αυγά κι αυτά «κρακ!» ακούστηκε να σπάνε. Κοιτάζει και τι να δει! Τα αυγά όλα σπασμένα και το δεξί του χέρι πνιγμένο στα ζουμιά, κι από τα αυγά μήτε ένα άσπαστο! Τούτος, δίχως να το καταλάβει, έσπασε όλα τα αυγά και το πάθημά του γκρέμισε στη στιγμή όλα αυτά που τόση ώρα φαντάζονταν με το μυαλό του για αληθινά.
Μα το παλικάρι κάτω δεν το έβαζε και μουρμουράει: « Μωρέ! δε με νοιάζει καθόλου! Το πάθημα μού γίνηκε μάθημα. Θαρρώ πώς σαν κάποιος θέλει να χτίσει κείνο που στο αύριο δεν έχει ακόμα ξημερώσει, πρέπει να έχει το μυαλό του ανοιχτό στο σήμερα που περπατά. Άμα δεν σιγουρέψει το πάτημα του εκεί που βρίσκεται πως θα ζητήσει το αύριο να φτιάξει;
Δίχως να χάσει ώρα, σηκώνεται και παίρνει ξανά το δρόμο που πήγαινε στο παζάρι, κι εκεί αγόρασε μια δωδεκάδα αυγά… απ’ την αρχή. Και τούτη τη φορά, λένε, είχε το μυαλό του στον τόπο και την ώρα που έπρεπε και κράτησε τα ονείρατα μονάχα για το βράδυ…