Φέτος, η άνοιξη στην Αθήνα ήρθε πιασµένη από του Μάρτη το χέρι και, ως γνωστόν, η άνοιξη την αγαπά πολύ την Αθήνα και το αντίστροφο. Τα εαρινά βράδια των αστικών περιπάτων έχουν τη σηµασία και την αξία τους. Γι’ αυτό κι εκείνη η νύχτα στην Πλατεία Αυδή ήταν νύχτα ξεχωριστή, µε απρόσµενες εκπλήξεις και σχεδόν ποιητική φορεσιά. Το παράξενα ήσυχο Μεταξουργείο φιλοξενεί µικρές οάσεις φύσης και πολιτισµού, αποδεικνύοντας ότι δικαίως έχει «ανεβεί» τα τελευταία χρόνια. Η Πλατεία Αυδή, η µαµά-πλατεία της περιοχής, είναι ανήσυχη, όχι όµως και φασαριόζικη. Έχει καλά κρυµµένα µυστικά κι ας φαίνεται πως τα λέει όλα µε την πρώτη µατιά και περπατησιά.
Η εξόρµηση ξεκινά από το Μετρό Μεταξουργείο και µια σύντοµη επίσκεψη στις, τρόπον τινά, ξεναγούς µου για απόψε, την Ειρήνη και τη Γεωργία. Φίλες, καλλιτέχνιδες και, η µία εξ αυτών, δεινή µαγείρισσα. Προτού, λοιπόν, κατεβώ στην Πλατεία Αυδή για να µυρίσω τ’ ανθισµένα δέντρα και ν’ αφουγκραστώ τον παλµό της, συµβαίνει το εξής καταπληκτικό: τρώω, µερικές µέρες πριν το Πάσχα, µια πεντανόστιµη, καρδαµωτική µαγειρίτσα. Η βόλτα, µετά, µέχρι τη συµβολή των οδών Κεραµεικού και Μυλλέρου ήταν όµορφη. Τα κορίτσια µού έδειξαν µε το χέρι πού έµενε η Μαντάµ Σουσού και πού είχε ο άντρας της το ψαράδικό του. Το Μεταξουργείο συνορεύει µε την Ακαδηµία Πλάτωνος, τον πρώην Μπίθουλα, µια περιοχή που, επίσης, έχει ανοδικές τάσεις στις προτιµήσεις ντόπιων και τουριστών.
Η Πλατεία Αυδή δεν είναι και πολύ όµορφη τη νύχτα, γιατί απλούστατα δεν έχει κόσµο. Θυµάµαι ηλιόλουστα πρωινά µε καφέ στα τραπέζια κάποιου από τα µαγαζάκια της, θυµάµαι τσιµπολογήµατα µε ρακή στις ξακουστές Σεϋχέλλες και στο Αυγό του Κόκκορα, αλλά δε θυµάµαι κάποια νύχτα εδώ. Τουλάχιστον όχι έξω, στον πεζόδροµο.
Η ώρα 23:30 και κάνω µια πρώτη γύρα την πλατεία, ενώ ένα µελαµψό αγόρι από χώρα εξωτική καπνίζει σε ένα από τα µεταλλικά καθίσµατα το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο και µε κοιτά παραξενεµένο. Ίσως το πιο όµορφο και χαρακτηριστικό στοιχείο της Πλατείας Αυδή είναι το κτίριο της ∆ηµοτικής Πινακοθήκης. Η Γεωργία µού είπε ότι είναι από τα παλαιότερα νεοκλασικά της Αθήνας και ότι το σχεδίασε ο ∆ανός αρχιτέκτων Christian Hansen. Λειτούργησε, µάλιστα, ως εργοστάσιο µεταξιού (εξ ου και Μεταξουργείο!) µε την επωνυµία «Σηρική Εταιρεία της Ελλάδος Αθανάσιος ∆ουρούτης & Σία» µέχρι το 1875, οπότε ξεκίνησε να υποχωρεί η δυναµική του, λόγω εισαγωγής µεταξιού από την Κίνα. Πριν την εγκατάσταση του εργοστασίου, η περιοχή ήταν αγροτική και αδιαµόρφωτη, βρισκόταν, δε, εκτός ιστορικής πόλης. Με την αποβιοµηχάνιση και τις µετατοπίσεις πληθυσµών της πόλης, τη δεκαετία του 1980, η συνοικία του Μεταξουργείου άρχισε να εγκαταλείπεται από τους παλιούς κατοίκους της, µε αποτέλεσµα την συνεχιζόµενη υποβάθµισή της.
Βλέπω τώρα στον τοίχο της Πινακοθήκης που βλέπει στην Πλατεία µια επιγραφή: «Πλατεία Ιωάννη ∆ούρου-∆ουρούτη» και αµέσως το σηµειώνω για µελέτη αργότερα. Ναι, πριν το 2000 έτσι ήταν γνωστή η συγκεκριµένη πλατεία. Η διάνοιξη των δρόµων Γερµανικού και Γιατράκου από το 1892 ως το 1904 προκάλεσε την κατεδάφιση τµήµατος του κτιρίου που τώρα είναι Πινακοθήκη, ενώ οι χώροι του σταδιακά διαµορφώθηκαν σε καταστήµατα στο ισόγειο και κατοικίες στον όροφο. Το 1944 το κτίριο χρησιµοποιήθηκε ως Φρουραρχείο του ΕΛΑΣ, ενώ ύστερα από πυρκαγιά το 1960 εγκαταλείφθηκαν σταδιακά και µέχρι το 1993 οι κατοικίες και τα καταστήµατα. Ο εγγονός, λοιπόν, του ιδιοκτήτη, ονοµαζόµενος επίσης ∆ουρούτης, αποφάσισε να δωρίσει το κτίριο στον ∆ήµο Αθηναίων το 1993. Τρεις χιλιάδες έργα Ελλήνων και όχι µόνο καλλιτεχνών αναπαύονται µες στην Πινακοθήκη, όσο εγώ την κοιτάζω µες στα µεσάνυχτα. Ανοιξιάτικα µεσάνυχτα, µεθυστικά… Παρκαρισµένο στην άκρη της πλατείας, βρίσκεται ένα φορτηγάκι που «διαφηµίζει» τη Λωξάντρα της Άννας Βαγενά. Το Θέατρο Μεταξουργείο, λίγο πιο πάνω από εδώ που βρίσκοµαι, έχει γράψει, και συνεχίζει, ιστορία.
Πλατεία Αυδή, λοιπόν, λίγα λεπτά µετά τα µεσάνυχτα! Έχω το παράξενο όνοµά της µες στο στόµα µου και σκέφτοµαι τον Κερκυραίο Λέοντα Αυδή, τον άνθρωπο πίσω και πριν την πλατεία, που ήταν κοµµουνιστής πολιτικός και δικηγόρος.
Στις 3 Οκτωβρίου 2003, τρία έτη µετά τον θάνατό του, το όνοµα δόθηκε από τη δηµοτική αρχή στην πλατεία µεταξύ των οδών Μυλλέρου, Λεωνίδου, Γιατράκου και Κεραµεικού. Οι αριστεροί, και όχι µόνο, πολίτες θυµούνται τον Λέοντα Αυδή για το πλατύ µετωπικό σχήµα µε το οποίο διεκδίκησε τη δηµαρχία του ∆ήµου Αθηναίων, την περίφηµη «συµπαράταξη», συγκροτούµενη σε ισότιµη, ανυστερόβουλη συνεργασία.
Ώρα για τσιγάρο, νοµίζω. Ώρα για στάση. Πού είναι ο αναπτήρας πάλι; Ο µελαµψός θεριακλής έφυγε, αλλά ένας κύριος στη Γιατράκου ταΐζει µερικές γάτες καπνίζοντας. Τον πλησιάζω για αναπτήρα. Μία ώρα αργότερα, δέχεται να ποζάρει για µια φωτογραφία, όχι ακριβώς αναµνηστική. Τον λένε ∆ηµήτρη και τρώει στα συσσίτια του ∆ήµου. Τα ξέρει όλα: αυτά του Μεταξουργείου είναι τα αγαπηµένα του. Κάπου κοντά στην Αυδή, µου αποκαλύπτει ένα µέρος όπου µοιράζουν σοκοφρέτες. Μοιράζεται µαζί µου το πάθος του για τη φωτογραφία. «Φωτογραφίζω τα ζωάκια που ταΐζω: σκυλιά, γατιά. Αλλά, στα περιστέρια έχω αδυναµία. Μεγάλη αδυναµία!» Έχει ο ∆ηµήτρης πυκνά, λευκά µούσια και µαλλιά. Έχει υποφέρει στη ζωή του, έχει κυνηγηθεί. Μου θυµίζει κάποιον άγιο. Ή, το Νικόλα Άσιµο στα 70 του. «Κάνω πολύ συχνά βόλτες στην Πλατεία Αυδή και, γενικά, εδώ γύρω. Μου αρέσει. Ο κόσµος βγάζει βόλτα τα ζωάκια του, έχει ερωτευµένα ζευγάρια, έχει ζωή. Αλλά και τη νύχτα την αγαπώ.»
Κι εγώ, ∆ηµήτρη. Πολύ. Όσο κουβεντιάζαµε, πενιές και τραγούδια έφταναν στ’ αυτιά µας. Είχε live στη Μυροβόλο. Κάθε Τρίτη σε αυτό το µαγαζί, αγαπηµένο στέκι λεσβιών, γίνεται τζερτζελές. Όταν, λοιπόν, ο νέος µου φίλος έφυγε για να επιστρέψει στο σπίτι που κοιµάται, εγώ ξέκλεψα λίγο χρόνο από το ρεπορτάζ για λαϊκά τραγούδια και οίνο. Αλλά, αυτό να µην το πείτε στον εκδότη και µε νοµίσει για χασοµέρισσα.
Στις δύο τα ξηµερώµατα, ήµουν πάλι έξω, πλατεία. Τίποτε το συνταρακτικό, πέραν των γύρω µαγαζιών που, είτε είχαν ήδη κλείσει, είτε έκλειναν εκείνη τη στιγµή. Χαιρετούρες οικείες από µακριά έδιναν το στίγµα της γειτονιάς: «Άντε, Μήτσο, αύριο πάλι!», «Γεια σου, ρε φίλε!» και λοιπά ωραία… Ένας κύριος που µάζευε τραπέζια και καρέκλες µε πέρασε για τουρίστρια µε την κάµερα στο χέρι και µου είπε «goodnight», για να ακούσει το ελληνικότατό µου «καλό ξηµέρωµα, ρεπορτάζ κάνω!»
Το βλέµµα µου τώρα πέφτει πάνω στο ερειπωµένο ξενοδοχείο Γαλήνη, στη Λεωνίδου. Ποιοι έµειναν σε αυτά τα δωµάτια; Συνελήφθη, άραγε, κάποιο παιδί σε ένα από τα κρεβάτια του ξενοδοχείου; Πώς είναι τώρα µέσα; Στο πλαίσιο του Remap2 Athens, η Γαλήνη χρησιµοποιήθηκε ως χώρος έκθεσης. Αυτό έκανε και η επιµελήτρια Ηλιάνα Φωκιανάκη µε την έκθεσή της «Η γη της Επαγγελίας» πριν λίγα χρόνια. Και ναι, αυτό έχει τεράστιο ενδιαφέρον. Το ξαναντάµωµα του Χώρου και του Ανθρώπου µες στον Χρόνο… Το Μεταξουργείο δε λείπει ως περιοχή από σηµαντικά καλλιτεχνικά γεγονότα, όπως η Documenta, πλείστες όσες ερευνητικές-πολιτιστικές δράσεις ελληνικών και ξένων πανεπιστηµίων (βλ. χαρτογράφηση). Και καλώς!
Γιατί το Μεταξουργείο είναι µια γνήσια χοάνη: τέχνη, παραβατικότητα, φτώχεια, αισθητικός πλούτος, studio µε φούξια και κόκκινα φωτάκια, µα και ασχήµια, γκέι, στρέιτ, Έλληνες, ξένοι, νέοι φοιτητές, ηλικιωµένοι κάτοικοι, τύποι του φωτός, τύποι του σκότους. Αν δεν έχει σε µια τέτοια γειτονιά θέση ο πολιτισµός, τότε σε ποια γειτονιά έχει; Η γειτονιά των πεζοδρόµων. Των εναλλακτικών δράσεων και της αλληλοβοήθειας. Των διαδραστικών συλλογικοτήτων. Μοιάζει το Μεταξουργείο µε το νόθο παιδί του Βερολίνου και του Παρισιού, αν υποθέσουµε ότι οι πόλεις µπορούν να γεννήσουν πόλεις. Με αυτό θα συµφωνούσε σίγουρα η Ελένη Αυγερινού, η ιδιοκτήτρια του Cabaret Voltaire, λίγο πιο πάνω από την Αυδή. Ο χώρος που έχει διαµορφώσει έχει ευρωπαϊκό αέρα, έχει όµως και αίσθηση φωλιάς, σπιτιού, οικειότητας, µε την καλλιτεχνική δηµιουργία και έκφραση να πρωταγωνιστούν εµφανώς. Κάπως έτσι είναι και το Μεταξουργείο.
Η Πλατεία Αυδή µοιάζει ευκολοπροσβάσιµη από την Πειραιώς, από το µετρό Μεταξουργείο, το µετρό Κεραµεικός, την Οµόνοια… Και όµως, είναι καλά κρυµµένη, και γι’ αυτό όχι ενοχλητικά κοσµοπολίτικη, τουλάχιστον απέναντι στους λίγους νοσταλγούς µιας πιο ήµερης πόλης. Μοιάζει να σηκώνει πολλά για να συµβούν απάνω της. Όχι πως δε γίνονται ήδη αρκετά, αλλά την παίρνει κι άλλο! Υπάρχουν ακόµα αρκετοί Αθηναίοι και Αθηναίες εκεί έξω, ιδίως νεότεροι, που δεν τη γνωρίζουν καθόλου.
Είναι µεγάλη, αλλά όχι τόσο για να σε αποθαρρύνει να τη βολτάρεις ή να εξερευνήσεις τα καφεδοστέκια και τα φαγάδικά της. Είναι φωτεινή, αλλά όχι τόσο για να µην κανονίσεις κάποιο µυστικό ραντεβού που θα εξελιχθεί σε φιλί κι αγκαλιά στα κλεφτά. Είναι, όµως, και καθαρή, τόσο που σε κάνει να λες ότι έτσι τη θέλουµε την πόλη µας.
Ραντεβού και πάλι, λοιπόν, παράξενη Πλατεία Αυδή, ξέρεις, όµως πότε; Στο καρναβάλι του 2019, µε τους φαλλούς και τα τεράστια στήθια από πλαστικό, µε τις τσαµπούνες και τους φίνους µεζέδες των ταβερνιάρηδών σου! Ή µήπως στο Φεστιβάλ Χρωµάτων που γίνεται τα τελευταία χρόνια εκεί, ή µήπως σε κάποιο από τα µαγειρέµατα του «Άλλου Ανθρώπου», ή…;
Επέστρεψα σπίτι περνώντας από την Κεραµεικού στη Ζήνωνος µε τα κορίτσια και τους αστυνοµικούς της, έπειτα στην Πλατεία Οµονοίας, την τεράστια µπροστά στην αθώα Αυδή. Τέσσερις το ξηµέρωµα σχεδόν. Και φοβήθηκα λίγο, πιο πολύ επειδή µου το έχουν κι εµένα περάσει. «Είναι αργά, είναι κέντρο, να προσέχεις». Ναι, πρόσεχα. Γεµίζοντας παράλληλα µε το µυαλό µου τα αποσιωπητικά για την επόµενη εξόρµησή µου στην Πλατεία Αυδή.
Discussion about this post