Ήταν όλα τέλεια κι επιτηδευμένα κοσμοπολίτικα, όμως κάτι έλειπε. Σα να είχε χτιστεί ο “τέταρτος τοίχος” μεταξύ σκηνής και πλατείας, σα να παρακολουθούσαμε μια προβολή στον ιστορικό κινηματογράφο, σα να ήμασταν πειραματόζωα σε κάποια αδιόρατη “μηχανή του Χρόνου”.
Λόγος κρυστάλλινος, ερμηνείες ανυπέρβλητες, σκηνικά και κοστούμια λειτουργικά, φωτιστικά εφέ επαγγελματικότατα, κινησιολογία και φωνολογία άρτια, νοήματα πεντακάθαρα, ιστορικές αναφορές επιστημονικότατες, αλλά… κάτι έλειπε.
Δεν περνούσε (ειδικά στο πρώτο μέρος) όλη αυτή η προβληματική στην πλατεία. Θεατές αδιάφοροι, σιωπηλοί, ωσεί παρόντες.
Στο δεύτερο μέρος (μετά το σύντομο διάλειμμα) σα να ζωντανέψαμε κάπως, όμως ακόμα και το χειροκρότημα δεν ήταν αδρό και γενναιόδωρο, όπως συνήθως είναι στην πολύπαθη Αθήνα μας.
Χώρος τέλειος, ανακαινισμένος στην εντέλεια. Μας θύμιζε τα νιάτα μας, ειδικά όσοι γυροφέρνουμε την μυθική ηλικία των εξήντα…
Όλα ωραία και καλά φωτισμένα…
Μα η διάσταση μεταξύ της παλιομοδίτικης περηφάνιας και του κώδικα ευγενείας των αριστοκρατών του 18ου αιώνα δεν είχε – ως φαίνεται – καμία, μα καμία, καμία απολύτως σχέση με τους μικροαστούς της σημερινής πλατείας Βικτωρίας.
Περάσανε τα χρόνια, ο φεμινισμός χειραφέτησε τη γυναίκα, η γυναίκα λαμβάνει καίριες θέσεις σε χώρους δουλειάς, αποφασίζει συχνά-πυκνά για το επαγγελματικό μέλλον και την οικονομική ευρωστία των ανδρών, δεν είναι απλώς και μόνον προϊόν προς πούλημα, μήτε κατ’ επάγγελμα υποψήφια νύφη ή πειθήνια σύζυγος. Επομένως, πού να πατήσει ο σημερινός θεατής; Το βλέπει το όλον θέαμα μουσειακά.
Βέβαια, η ψυχογραφική οξύτητα στα εμπόδια που μας θέτει ο ίδιος ο εαυτός μας είναι πάντα επίκαιρη και μάλλον εκεί πάτησαν ερμηνευτές και θεατές για να στήσουν μία κάποια γέφυρα μεταξύ σκηνής και πλατείας. Το γεγονός ότι συχνά χύνουμε την καρδάρα με το γάλα από μόνοι μας και κατακρίνουμε, απορρίπτουμε, απαξιώνουμε, ακυρώνουμε, απογοητεύουμε κι απελπίζουμε τους άλλους πριν καν μπούμε στον κόπο να τους δούμε και να τους ακούσουμε πραγματικά όπως είναι, αυτό ως φαίνεται δεν έχει αλλάξει εδώ και μερικούς αιώνες.
Φτάνει όμως, για να δικαιολογήσει και να στηρίξει μία παράσταση δύο ωρών. Ακόμα και το προκλητικό ημίγυμνο λουτρό που παίρνει ένας ευειδής και καλλίγραμμος πρωταγωνιστής επί σκηνής, μήτε καν αυτό μπορεί να μας απασχολήσει για παραπάνω από λίγα λεπτά.
Το υπόλοιπο είναι σαν ταινία εποχής με μονότονες κινήσεις και λόγια που φαίνεται σα να μην μας αφορούν καθόλου, στο μεγαλύτερο μέρος τους τουλάχιστον. Υπάρχουν όμως και οι παρελθοντόπληκτοι, οι μοναρχόφιλοι, οι παλαιοντολόγοι της πρόσφατης ευρωπαϊκής Ιστορίας… Για όλους αυτούς είναι το ιδανικό θέαμα στην καλύτερη δυνατή εκδοχή του. Άπαντες οι συντελεστές αυτού του σκηνικού διαμαντού έπραξαν τα δέοντα για να σταθούν στο ύψος του επαγγελματισμού και της επιστημοσύνης τους. Όμως δεν φτάνει πάντα για να προκληθεί αισθητική ηδονή. Δεν αρκεί προκειμένου να ξυπνήσουν τα ορμέφυτα κι ο εγκέφαλος του παραζαλισμένου σύγχρονου θεατή.
Όλα είναι καλογραμμένα, καλοτονισμένα, καλοφωτισμένα σε αυτή την παράσταση. Αν δοθεί λίγη παραπάνω πνοή, αν βρεθούν κάποιες επιπλέον αναλογίες, έστω… Τότε, ναι, θα μπορούσε να παίζεται για χρόνια και να σχηματίζονται πάλι ουρές έξω από τον νοσταλγικό κινηματογράφο της νιότης μας…
Φιλικά και με καλόγνωμη διάθεση,
Δρ. Κωνσταντίνος Β. Μπούρας
www.konstantinosbouras.gr