Η Πατησίων, ως λεωφόρος, χαράχτηκε το 1841 πάνω στα πατήματα ενός αρχαίου δρόμου που ξεκινούσε από μια πύλη των αρχαίων τειχών της Αθήνας. Αυτό είναι λογικό, μιας και ο τόπος μας έχει μια μεγάλη ιστορία και μας επηρεάζει ακόμα και στη ρυμοτομία.
Το όνομα της Πατησίων έχει διάφορες εκδοχές προέλευσης. Από τον αρχαίο Δήμο Βατής (Βατήσι, Κώστας Μπίρης), η άλλη από το όνομα ενός Τούρκου τσιφλικά, ονόματι Πατίς Αγά (ο οποίος, επειδή έπινε πολύ και τρίκλιζε, τα παιδιά του φώναζαν «Αγά, πάτα ίσα!») Η τρίτη από το προσωνύμιο της περιοχής «Παραδείσια» (επειδή είχε πολύ πράσινο) και τέλος, από ένα μικρό χωριό που λεγόταν «Πατήσι» (στην περιοχή γύρω από την οδό Τσίλερ). Τον 19ο αιώνα η Πατησίων ήταν ένας δρόμος που οι Αθηναίοι είχαν ως προορισμό εξοχικού περιπάτου. Δέντρα, αμπέλια και ελαιόδεντρα, κήποι μαζί με ελάχιστα αλλά εντυπωσιακά κτίσματα, συνέθεταν ένα τοπίο που προσέλκυε μαζικά κόσμο. Ειδικά τις Κυριακές υπήρχε η αίσθηση της γιορτής. Έτσι άρχισαν σιγά σιγά να ανοίγουν καφενεία, γαλακτοπωλεία, ζαχαροπλαστεία, ξενοδοχεία, θέατρα.
Το 1839 ανοίγει η μπιραρία Παυσίλυπον (από Βαυβαρούς αξιωματικούς), που βρισκόταν κοντά στη σημερινή θέση του Αρχαιολογικού Μουσείου, ενώ γύρω από τη σημερινή Πλατεία Ομονοίας, τα καφενεία δεσπόζουν, με πιο γνωστό το καφενείο του Χαύτα, που δίνει και το όνομά του στη γύρω περιοχή. Σ’ όλη αυτήν την περιοχή, λοιπόν, αρχίζει να αναπτύσσεται η κοινωνική ζωή με τη μορφή ψυχαγωγίας (στο σημερινό Πεδίο του Άρεως κάθε Κυριακή στηνόταν πολυγωνική εξέδρα –εξού και η ονομασία Πολύγωνο– όπου παιζόταν ζωντανή μουσική και ο κόσμος χόρευε), με τη μορφή πολιτικοκοινωνικών ζυμώσεων και συζητήσεων (τον Οκτώβρη του 1862 από τα καφέ της Ομονοίας ξεκίνησαν οι λαϊκές εκδηλώσεις για την έξωση του Όθωνα), με τη μορφή οικοδόμησης δημόσιων κτιρίων, τα οποία απαντούσαν στις ανάγκες του νέου κράτους που γεννιόταν και αναπτυσσόταν (το 1862 ξεκινούν οι εργασίες ανέγερσης του Πολυτεχνείου, το 1866 το Αρχαιολογικό Μουσείο).
Τώρα, βέβαια, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς γιατί γράφονται όλα αυτά. Γράφονται γιατί χρειάζεται να θυμηθούμε, να ανακαλέσουμε συλλογικές μνήμες και να νιώσουμε σαν ένα κομμάτι μιας ιστορίας αλλά και σαν συνέχειά της.
Μιας ιστορίας με τα πάνω της και τα κάτω της, με τα καλά της και τα κακά της. Να σηκώσουμε για λίγο το τσιμέντο και το πολύβουο της πόλης και να αισθανθούμε κοντά στον τόπο μας, στην περιοχή μας. Με άλλα λόγια πού πατάς και πού πηγαίνεις…
Discussion about this post