Λένε οι ιστορίες των παλιών, πως κάθε χρόνο, σαν ερχόταν ο καιρός που έπρεπε, ο κόσμος έπαιρνε το δρόμο που οδηγούσε σε τόπο ιερό, όπως το έχουν συνήθεια ακόμα και στις μέρες τις δικές μας. Ήταν λένε χρέος μεγάλο και υπόσχεση να φτάσουν στα χώματα της Μέκκας για να κάνουν το μεγάλο προσκύνημα.
Μα κάθε χρονιά δεν περπατούσαν στο δρόμο εκείνο της πίστης μονάχα οι άνθρωποι αλλά και τρεις φίλοι ξεχωριστοί, άλλες φορές μαζί κι άλλες φορές ο καθένας μοναχός του, που κανένας δεν ήθελε στο διάβα του να συναντήσει γιατί, λένε πως τούτοι δω μονάχα στενοχώριες, βάσανα και πόνο κερνούσαν τους ανθρώπους.
Αυτοί οι τρεις, διάλεγαν μόνο το δικό τους τον καιρό κι έτσι κανένας δεν ήξερε πότε θα γίνει το αντάμωμα του καημού. Οι τρεις σύντροφοι ήταν η Χολέρα, ο Θάνατος κι ο Φόβος.
Μια χρονιά, λένε, η παρέα των τριών, πώς γίνηκε και χωρίστηκε για λίγο- δεν περπάτησε μαζί το δρόμο για τη Μέκκα και έτυχε να φτάσει πρώτος στην πολιτεία ο Φόβος, πριν τη Χολέρα και το Θάνατο. Ο γέρο-φύλακας της πύλης που δεν γνώριζε το Φόβο, τον κοίταξε και τον άφησε να περάσει. Ύστερα από κάμποσες μέρες να σου, φάνηκαν μπροστά στην πύλη η Χολέρα παρέα με το Θάνατο.
Ο γέρο-φύλακας τους γνώρισε, κατάλαβε ποιοι στέκονταν μπροστά του, έκρυψε τα μούτρα του κάτω απ’ το μανίκι του και φώναξε: «Χολέρα, πόσους θα πάρεις τούτη τη χρονιά μαζί σου;» Η Χολέρα αποκρίθηκε: «Θαρρώ πως δε θα πάρω περισσότερους από πεντακόσιους. Είμαι σίγουρη τούτη τη φορά…».
Τότε ο γέρο-φύλακας, έτσι κρυμμένος πίσω απ’ το μανίκι του ρούχου του, μίλησε του Θανάτου δίχως να κοιτάξει τα μούτρα του και τον ρωτάει με παράπονο: «Κι εσύ, Θάνατε, πόσους λογαριάζεις να πάρεις μαζί σου;»
Ο Θάνατος σώπασε για λίγο κι ύστερα σαν μίλησε απαντά: «Όπως γίνεται πάντα, θα πάρω μαζί μου όσους μου δώσει η Χολέρα…». Ο γέρο-φύλακας έκανε στην άκρη να περάσουν οι δυο τους, κι αυτοί, η Χολέρα παρέα με το Θάνατο, χάθηκαν ανάμεσα στα σοκάκια της πολιτείας.
Πέρασαν μερικές βδομάδες κι αφού η Χολέρα με το Θάνατο σεργιάνισαν στους δρόμους και τις πλατείες της Μέκκας, γύρισαν ξανά στην ίδια πύλη και φώναξαν στο γέρο-φύλακα: «Άνθρωπε, άνοιξε τις πόρτες να βγούμε! Ο γέρο-φύλακας τότε με φωνή που έτρεμε και τα μούτρα του κρυμμένα ξανά κάτω από το μανίκι του ρώτησε: «Χολέρα, πόσους πήρες μαζί σου σήμερα;»
«Πήρα μονάχα 499» αποκρίθηκε πειραγμένη αυτή. «Κι εσύ, Θάνατε, με πόσους φεύγεις παρέα σου τούτη τη φορά;» ρωτά ξανά ο γέρο-φύλακας.
«Εγώ, σήμερα, θα πάρω μαζί μου λίγο περισσότερους από χίλιους…» αποκρίνεται ο μακελάρης. Ο γέρο-φύλακας παραξενεύτηκε και του λέει με παράπονο: «Μα, καλά, εσύ υποσχέθηκες πως θα έπαιρνες μόνο όσους θα σου έδινε η Χολέρα!»
Ο Θάνατος μίλησε κομματάκι πειραγμένος και λέει: «Ναι, έχεις δίκιο, γέρο. Αλλά οι πιο πολλοί από δαύτους που πέθαναν κυριεύτηκαν από το Φόβο που διάβηκε μονάχος του κάμποσες μέρες πριν τούτη την πύλη που φυλάς. Τώρα ξέρεις πως ο Φόβος κάνει μεγαλύτερη ζημιά και σκοτώνει πιότερους κι απ’ την ίδια τη Χολέρα!»