H Αθήνα δεν είναι όμορφη με τον τρόπο που είναι όμορφη η Ρώμη ή με τον (πολύ διαφορετικό) τρόπο που είναι όμορφη η Πράγα. Είναι όμορφη όμως με το δικό της τρόπο: μια συναρπαστική μεγαλούπολη, που σε καταπλήσσει με τη ζωντάνια, την πολυμορφία, την πολιτισμική πολυχρωμία της και μία αρχαίας καταγωγής μεσογειακή-ανατολίτικη αίσθηση του ευ ζην.
Αυτό δεν το βλέπει και δεν το παραδέχεται η εγχώρια διανοούμενη μιζέρια, που μιλάει στο όνομα της καλαισθησίας και της ευταξίας και τσιμεντούπολη ανεβάζει την Αθήνα, τερατούπολη την κατεβάζει. Το βλέπουν όμως και το εκτιμούν οι ξένοι, που έχουν ανακαλύψει τα τελευταία χρόνια την Αθήνα και την έχουν κάνει έναν από τους δημοφιλέστερους τουριστικούς προορισμούς στον κόσμο.
Η επιτυχία αυτή της Αθήνας κινδυνεύει όμως να γίνει μπούμερανγκ. Οι ιδιαιτερότητες που την κάνουν ελκυστική έχουν αρχίσει να χάνονται με γρήγορους ρυθμούς. Αφήνοντας κατά μέρος την ανάπλαση που εμπνεύστηκε ο δήμαρχος και που σηκώνει άλλης τάξεως κριτική, βλέπω με θλίψη στο κέντρο και στις περικεντρικές συνοικίες να ξεφυτρώνουν το ένα μετά το άλλο ομοιόμορφα, ογκώδη resorts, μουντά σαν φυλακές, με γκρίζες προσόψεις και μικρά, χωρίς μπαλκόνια παράθυρα με φιμέ τζάμια. Μπροστά τους οι ατομικές κατοικίες βραχυχρόνιας μίσθωσης, τα AirBnB, φαντάζουν σχεδόν συμπαθητικά. Ομοιόμορφα, χωρίς φαντασία και προσωπικότητα, είναι και τα αναρίθμητα καφέ, σνακ μπαρ και street food restaurants που βλέπεις πλέον παραταγμένα σε ατέλειωτες σειρές σε μέρη όπως του Ψυρρή, το Κουκάκι ή το Γκάζι.
Είναι το γνωστό σύνδρομο της ελληνικής επιχειρηματικότητας: η μανία ή το άγχος του γρήγορου κέρδους, το να εφαρμόζεις χωρίς μεσο-μακροπρόθεσμο προγραμματισμό μια τρέχουσα «συνταγή επιτυχίας» πιστεύοντας ότι θα διαρκέσει πολύ – κι έτσι να την αχρηστεύεις μια ώρα αρχύτερα.
Η εξέλιξη αυτή έχει όμως και θεωρητικούς υπέρμαχους. Όπως θα περιμέναμε, ανήκουν στους (νεο)φιλελεύθερους εκσυγχρονιστές, πολλοί από τους οποίους έχουν μάλιστα αριστερό παρελθόν. Αλλά το πιο ενδιαφέρον είναι η επιχειρηματολογία τους, που προσαρμόζει τη «φιλοσοφία» τους ειδικά σε αυτή την περίπτωση. Ενώ απεχθάνονται γενικά το άλλοθι του ελληνικού εξαιρετισμού ως νομιμοποίηση της καθυστέρησης, το επικαλούνται ανενδοίαστα για να μας πείσουν ότι η σημερινή Ελλάδα, καταχρεωμένη, χτυπημένη από αλλεπάλληλες κρίσεις, δεν έχει την πολυτέλεια να μοιράζεται τις ανησυχίες δημοφιλών πόλεων του εξωτερικού, που βάζουν φραγμούς στην υπερτουριστικοποίησή τους για να προστατέψουν την ποιότητα ζωής τους. Με άλλα λόγια, μας λένε ότι πρέπει να αφήσουμε τις υπερευαισθησίες και να ξεπουλήσουμε (και) τις πόλεις μας για να ορθοποδήσουμε οικονομικά.
Πρόκειται για μια ανόητη αντίληψη, που περνιέται για ρεαλιστική. Είναι αλήθεια βέβαια ότι η Αριστερά το έχει παραξηλώσει με τις κατηγορίες για ξεπούλημα, εκτοξεύοντάς τες για σχεδόν κάθε επένδυση. Αλλά για τι είδους επένδυση και ποιες προοπτικές μιλάμε εδώ; Αν η Αθήνα ομογενοποιηθεί στο όνομα του κέρδους, και ήδη τη βλέπω να κινείται προς τα εκεί, αν η καρδιά της καταλήξει να κυριαρχείται από καταθλιπτικά resorts και πανομοιότυπα, άχρωμα καφέ και snack bars, που απευθύνονται μάλιστα σε χαμηλής ποιότητας και χαμηλών προσδοκιών τουρισμό, τι το ξεχωριστό θα έχει να προσφέρει στον επισκέπτη της; Γιατί να την προτιμήσει αυτός από άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, που έχουν και καλύτερες υποδομές; Θα ξαναγίνει αυτό που ήταν πριν, ένας ενδιάμεσος σταθμός μισής μέρας καθ’ οδόν προς τα νησιά, για την απαραίτητη επίσκεψη στην Ακρόπολη, άντε και για μια greek salad στην Πλάκα. Μόνο που τώρα θα της έχει μείνει το ισοπεδωμένο πρόσωπο που θα της έχει αφήσει η «ρεαλιστική» πολιτική. Και τα λίγα χρόνια ανάπτυξης θα γίνουν δεκαετίες αποανάπτυξης.
Έτσι γίνεται όταν κάτι που θέλει να λέγεται ρεαλισμός παίρνει διαζύγιο από τη λογική. Και χλευάζει ως ρομαντικούς αυτούς που βλέπουν ρεαλιστικά πού οδηγεί το «ό, τι λάχει» του.