Μια φορά κι έναν καιρό, λένε οι ιστορίες των παλιών, πως στα μέρη της ανατολής ήταν μια πολιτεία ξακουστή. Στους δρόμους της περπάταγαν όλων των λογιών οι περαστικοί και στους καφενέδες της είχαν καθίσει να ακούσουν ιστορίες άνθρωποι από όλες του κόσμου τις ράτσες. Μα το όνομά της είχε απλωθεί παντού γιατί λένε ακόμα πως αγορά σαν τη δική της δεν υπήρχε πουθενά.
Παντού τριγύρω οι εμπόροι άπλωναν τις πραμάτειες τους κι όλο το παζάρι μύριζε τη μυρωδιά από τα μπαχάρια και το σανταλόξυλο. Τριγύρω άκουγες τις φωνές των πουλητάδων να διαλαλούν άλλος για χαλιά κι άλλος για μπακίρια, κι ο κόσμος να περπατά και να χαζεύει, για ν’ αγοράσει, να ψάξει, να παζαρέψει, να περάσει την ώρα του.
Μια μέρα ανάμεσα στις τόσες φωνές που ακούγονταν να πουλάνε όσα μπορούσε να χωρέσει ανθρώπου μυαλό ακούστηκε, λένε, μια φωνή αλλιώτικη που έλεγε με μια βραχνάδα: «Εδώ ο καλός ο γέρος! Εδώ η γνώση η περισσή! Πάρτε το γέρο που ξέρει να λέει ιστορίες! Ποιος θέλει να υιοθετήσει έναν γέρο; Όπως τον πάρει δεν θα χάσει!»
Ο κόσμος γύριζε και τον κοίταζε κι άλλοι τον περνούσαν από κείνους που είχαν αρχίσει να χάνουν το μυαλό τους, κι άλλοι, όπως το ’χει ο κόσμος συνήθειο, κίνησαν τα πειράγματα και τα γέλια. Άλλοι τον λυπόντουσαν, μα τι να την κάνεις τέτοια λύπηση σαν κάνει τον άνθρωπο κουφό κι αφήνει κρύα την καρδιά του; «Εδώ ο καλός ο γέρος! Ποιος θα πάρει το γέρο για παρέα;» φώναζε τούτος μα κανένας δεν του ’δινε σημασία.
Τότε ήταν που βγήκε ανάμεσα από τους περαστικούς ένας άντρας, σιμώνει το γέρο και του εγέρος τον ακολούθησε εξω από την πολιτεία.
Ο άντρας ήταν ψαράς και το σπιτικό του ήταν κοντά στο ποτάμι. Εβαλε το γέρο στο σπίτι του, τον έκανε δικό τους. Το πρωί ο γέρος ξεχορτάριαζε τον κήπο τους και τα βράδια τους κρατούσε συντροφιά με τις ιστορίες που τους έλεγε. Του ’δωσαν ρούχα καθαρά και τον φρόντισαν σαν πατέρα τους, τον είχανε παρέα τους σαν ήτανε κοντά κι έγνοια σαν έλειπαν απ’ το σπίτι.
Πέρασαν έτσι μαζί μέρες, βδομάδες και μήνες. Τον είχανε καινούργιο παππού και τον σέβονταν. Περίμεναν με λαχτάρα να καθίσουν κοντά του σαν σουρούπωνε να τους πει ιστορίες απ΄τα παλιά, τον αγαπούσαν και τον νοιάζονταν. Μια βραδιά ο παππούς , σαν τέλειωσε μιαν ιστορία, γυρίζει και τους λέει: «Θαρρώ πως ήρθε η ώρα να σας αφήσω. Πρέπει να γυρίσω πίσω στην πολιτεία.
Σαν θελήσετε να με δείτε, θα με βρείτε εδώ κι εγώ θα χαρώ να σας προσφέρω όσα μου χαρίσατε μέσα απ’ την καρδιά σας» τους λέει και τους δίνει ένα χαρτί με κάτι κουβέντες γραμμένες. Τους αγκάλιασε έναν έναν, τους έδωσε ευχές και κίνησε.
Δεν πέρασε ένας μήνας και η οικογένεια του ψαρά πεθύμισε να δει τον παππού της. Πήραν το δρόμο που πήγαινε στην πολιτεία και διάβασαν το χαρτί που είχαν φυλάξει. Σαν έψαξαν όμως για το σπίτι του γέρου ξαφνιάστηκαν. Γιατί το χαρτί τους έφερε μπροστά σε ένα αρχοντικό που ήταν χτισμένο δίπλα στο παλάτι του βασιλιά. Από ένα παραθύρι φάνηκε ο γέρος να τους χαιρετάει και σε λίγο οι υπηρέτες τους πήγαν μπροστά στον παππού τους. «Είμαι ο αδερφός του βασιλιά.
Πότε πότε ντύνομαι με ρούχα φτωχικά και γυρνάω ανάμεσα στους ανθρώπους για να δω τι κάνουν και πώς σκέφτονται…» τους λέει ο γέρος. «Τώρα ήρθε η ώρα να ξεπληρώσω την καλοσύνη σας και να ζήσετε καλύτερα. Θα σας κρατήσω μαζί μου για όσο καιρό το θελήσετε και δεν θα σας λείψει πια τίποτα…
Discussion about this post