Την Κυριακή ξεκινάει η σπουδαιότερη αθλητική διοργάνωση της εποχής μας.
Πρόκειται για την παγκόσμια συνάντηση των καλύτερων εθνικών ομάδων του δημοφιλέστερου αθλήματος στον κόσμο. Κάθε τέσσερα χρόνια, ολόκληρη η υφήλιος στρέφει τα μάτια της στη χώρα διεξαγωγής – υπολογίζεται πως τον τελικό του προηγούμενου κυπέλλου παρακολούθησαν ζωντανά ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι, δηλαδή περίπου 1 στους 7 εν ζωή, νούμερο ασύλληπτο.
Φέτος η διοργάνωση διεξάγεται στο Κατάρ. Από τη στιγμή που ανακοινώθηκε, πριν 12 χρόνια, παχιές σκιές συνόδευαν τον δημόσιο διάλογο σχετικά με τον τρόπο που κατάφερε μια χώρα χωρίς την παραμικρή ποδοσφαιρική κουλτούρα να αναλάβει το γεγονός. Ήδη από το 2015, οι φήμες και οι υποψίες έδωσαν τη θέση τους σε απτές υποθέσεις δωροδοκίας και διαφθοράς, με διψήφιο αριθμό συλλήψεων υψηλόβαθμων στελεχών του τεράστιου κεντρικού οργανισμού που διαφεντεύει το παγκόσμιο ποδόσφαιρο, της FIFA.
Αυτή η ιστορία –η οποία όσο και να έπληξε το κύρος αυτού του θεσμικού γίγαντα ή την υπόληψη της φετινής διοργάνωσης, δεν οδήγησε στη ματαίωσή της– είναι λίγο πολύ γνωστή. Επίσης γνωστές και διαδεδομένες είναι οι έρευνες, με προεξέχουσα αυτήν του Independent, από τον Φλεβάρη του ’21, για τις εργασιακές συνθήκες στα εργοτάξια των ανεπανάληπτων δημόσιων έργων που προβλέπονταν. Υπερσύγχρονα γήπεδα, ένα πολυτελές αεροδρόμιο, πολλαπλοί αυτοκινητόδρομοι και αμέτρητα ξενοδοχεία ετοιμάστηκαν για αυτό το παγκόσμιο κύπελο.
Η σκοτεινή πλευρά, λοιπόν, αυτών των υποδομών έχει γνωστοποιηθεί εξίσου. Ο Independent έκανε λόγω για 6.500 νεκρούς μετανάστες εργάτες από το 2010 μέχρι τα μέσα του 2020, ενώ η κυβέρνηση του Κατάρ αναγνωρίζει 37 θανάτους (με τους 34 να μη σχετίζονται με καθαυτά τα έργα). Η Διεθνής Αμνηστία προχωράει ακόμα περισσότερο, περιγράφοντας το καθεστώς σύγχρονης σκλαβιάς των μεταναστών εργατών, οι οποίοι εγκλωβίζονταν στα εργοτάξια, μένοντας σε κοιτώνες δίχως στοιχειώδη μέτρα ασφάλειας ή προσωπικού χώρου, αναγκασμένοι να δουλεύουν ασταμάτητα εν μέσω αφόρητης ζέστης, υπό τον φόβο της απέλασης, την ίδια στιγμή που οι εργοδότες κρατούσαν ενέχυρο τα χαρτιά τους.
Πέρα από τις ασυγχώρητες παρατυπίες, έχει διαδοθεί αρκετά, όχι μόνο στους ποδοσφαιρόφιλους που παραδοσιακά εναντιώνονται στο καθεστώς της μοντέρνας, καπιταλιστικής εκδοχής του λαοφιλέστερου αθλήματος, η κριτική για τους ουσιαστικούς λόγους που το κράτος του Κατάρ διεκδίκησε με θέρμη και βαλίτσες μαύρου χρήματος τη φιλοξενία του κυπέλλου. Παρόλο που η πρώτη, εύκολη απάντηση είναι ο τζίρος και το αμύθητο κέρδος, στην πραγματικότητα οι οικονομικοί όροι εξυπηρετούν κυρίως τη FIFA. Παράλληλα, βέβαια, με τη διεξαγωγή της δημοφιλέστατης διοργάνωσης, συντελείται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία ξεπλύματος ενός θεοκρατικού, υπερσυντηρητικού καθεστώτος που επανειλημμένα έχει κατηγορηθεί για καταπάτηση στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως επίσης για την αναχρονιστική υποβάθμιση των γυναικών και τη νομική απαγόρευση διαφορετικών σεξουαλικών προσανατολισμών.
Όλα αυτά έχουν ακουστεί τον τελευταίο καιρό. Αναπόφευκτη συνέπεια υπήρξε η ανάπτυξη μιας συλλογικής φωνής για μποϊκοτάζ του παγκοσμίου κυπέλλου. Για κάθε επιστολή που θα στέλνει ο Τζάνι Ιφαντίνο, πρόεδρος της διεφθαρμένης και δεσποτικής FIFA, ζητώντας να μην εμπλακεί το ποδόσφαιρο με την πολιτική – αυτός, ο πρόεδρος ενός οργανισμού με γνωστοποιημένες παράτυπες επαφές με σκοτεινά καθεστώτα – θα ανταπαντάει ένας Έρικ Καντονά, παλαίμαχος ποδοσφαιριστής με διαρκή κοινωνική εγρήγορση, καλώντας τους φίλαθλους να γυρίσουν τις πλάτες στη δυσωδία της φετινής διοργάνωσης.
Οι αντιμαχόμενες θέσεις έχουν τεθεί στον δημόσιο διάλογο. Τα επιχειρήματα εναντίον του παγκοσμίου κυπέλλου είναι αδιάσειστα. Βέβαια, ξεπετάγεται κι ένα εξυπνακίστικο «γιατί τώρα;». Πράγματι, αντίστοιχες εργασιακές τραγωδίες συνέβησαν και στη διοργάνωση στη Βραζιλία ή στη Νότια Αφρική, όπως και άλλα καθεστώτα με αμφίβολη σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα ανέλαβαν τη διοργάνωση, όπως η Ρωσία, για να μην ανατρέξουμε στη Χούντα της Αργεντινής, το 1978.
Η πρώτη, ασφαλής απάντηση είναι «όχι μόνο τώρα, πάντα». Η μοντέρνα εκδοχή του ποδοσφαίρου εδώ και πολλά χρόνια έχει διαβρωθεί καρκινικά από το κέρδος, την εκμετάλλευση των εργατών και των απλών φιλάθλων, έχει συνδεθεί με την πιο ανθρωποφάγα λογική ανάπτυξης και προόδου. Όσες κι όσοι αγαπάμε το ποδόσφαιρο, οφείλουμε να στραφούμε ενάντια στη σημερινή, μαζική και εμπορευματοποιημένη μορφή του.
Η φετινή, όμως, διοργάνωση στο Κατάρ αναδεικνύει υπέρμετρα το τέρας του μοντέρνου ποδοσφαίρου. Όλα βρίσκονται εκεί, στον υπερθετικό βαθμό: η εκμετάλλευση του αθλήματος για τεράστια κέρδη, για ξέπλυμα βρόμικης οικονομικής και πολιτικής εξουσίας από ένα πατριαρχικό καθεστώς που εξοντώνει την εργατική τάξη. Τα μάτια ολόκληρης της υφηλίου έχουν στραφεί εκεί, τα αυτιά ακούν με ενδιαφέρον για τα εγκλήματα που συμβαίνουν με αφορμή μια ποδοσφαιρική διοργάνωση. Η συγκυρία είναι ιδανική για μια μεγαλόφωνη άρνηση στο μοντέρνο ποδόσφαιρο.
Αλλά, ακόμα κι έτσι, οι φωνές για μποϊκοτάζ της διοργάνωσης δεν είναι τόσο εκκωφαντικές. Ζούμε σε έναν κόσμο με ασταμάτητες, δυνητικές αφορμές για να υψώσουμε ανάστημα, όμως σπάνια το πράττουμε. Ούτε για πολυεθνικές εταιρίες που καθημερινά μας προσφέρουν προϊόντα ή υπηρεσίες, ενώ γνωρίζουμε τις σκοτεινές πλευρές τους, ούτε διαμαρτυρόμαστε για κρατικές ή ιδιωτικές ανήθικες πράξεις που καταπατούν εργασιακά δικαιώματα, το φυσικό περιβάλλον, την ίδια μας τη ζωή. Γιατί να το κάνουμε, λοιπόν, για μια διοργάνωση που θα παρακολουθήσουμε για διασκέδαση;
Διότι είναι για διασκέδαση. Πώς μπορεί κανείς να διασκεδάσει γνωρίζοντας όλα αυτά τα στοιχεία; Επίσης, αφού δεν έχει τόσο άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινότητά μας – όπως ίσως τα φθηνότερα προϊόντα μιας πολυεθνικής που για οικονομικούς λόγους αναγκαζόμαστε να αγοράσουμε – αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αθληθούμε στις δύσκολες αποφάσεις προσωπικής ακεραιότητας και αξιοπρέπειας. Για να αντιταχθούμε σε όλα τα οχαδερφικά «και τι έγινε;» ή «και τι θα αλλάξει;» του κόσμου.
Προσωπικά, θυμάμαι όλους τους αγώνες Παγκοσμίου Κυπέλλου που παρακολούθησα από το 1998 μέχρι σήμερα. Θυμάμαι στο πάρτι των έκτων γενεθλίων μου να παρακολουθούμε στάζοντας ιδρώτα με τους φίλους από το νηπιαγωγείο τα πέναλτι του προημιτελικού Ιταλία-Γαλλία. Θυμάμαι να κλαίω για τη διαιτητική σφαγή της Ιταλίας το 2002, στη Νότια Κορέα. Την κουτουλιά του Ζιντάν στον Ματεράτσι, το 2006, συντροφιά με τους γονείς μου. Το καταπληκτικό ποδόσφαιρο της Ισπανίας, το 2010, στο ανέμελο καλοκαίρι μετά τις πανελλήνιες. Τα εφτά γκολ της Γερμανίας στη Βραζιλία που παρακολούθησα με την τότε κοπέλα μου, το 2014. Να βρίσκομαι σε ένα βενζινάδικο στην εθνική οδό Ηρακλείου-Ρεθύμνου το 2018 και να μην περνάει το λεωφορείο, ενώ μετρούσα αντίστροφα για την έναρξη του τελικού. Θυμάμαι τους ανθρώπους γύρω μου σε κάθε αγώνα, πώς ένιωθα, τι έκανα την εκάστοτε περίοδο. Μπορώ να ανατρέξω και να διαπιστώσω πόσο μεγάλωνα κάθε τέσσερα χρόνια, με αφορμή το παγκόσμιο κύπελο. Σε αυτήν την εξέλιξή μου, θα θυμάμαι με χαρά πως τον χειμώνα του 2022 δεν είδα την ομορφότερη αθλητική διοργάνωση.