Μόνη και μαζί. Μόνοι και μαζί. Μαζί και μόνοι. Όλα τα απελπιστικά στάδια του έρωτα. Θαρρείς και είναι αναπόφευκτα σκαλοπάτια. Μια στη χαρά και μια στη λύπη. Στο καρφί και στο πέταλο. Φύγατε αγάπες μου, φύγατε. Σάμπως σας κράτησα; Μια ζωή στην παραίτηση. Η πρώτη που θα βάλει την τελεία. Την τέλεια τελεία.
Με την πρώτη μου αγάπη δε μίλησα ποτέ ξανά μετά τον χωρισμό. Μου έστειλε μήνυμα κι έγραφε: “Σε παρακαλώ έχω να ακούσω τη φωνή σου από τότε.” Πάνε δεκαπέντε χρόνια πια. Δεν του μίλησα ποτέ. Πώς θα μπορούσα να αρθρώσω έστω και μία λέξη. Δε μ’ άφηνε ο κόμπος. Ο κόμπος μεγάλωνε και μεγάλωνε ασφυκτικά και έστελνε σήμα στον εγκέφαλο. Δάκρυα. Κάθαρση. Μάτια κόκκινα. Μάτια ξόφθαλμα. Μάτια καθαρά και κρυσταλλένια. Σπάνε. Μία μία οι φωνητικές χορδές ξεκολλούν.
Κι έγινα “εγώ”
Πόσα πήρα από το πείσμα σου και τον εγωισμό σου. Έμαθα ν’ αγαπώ κρυφά τον άλλον, όπως εσύ, κι εκείνος ούτε που να το φαντάζεται. Να βογκάν ακόμα κι οι τοίχοι από τους οδυρμούς κι εκείνος πέρα βρέχει. Έτσι μ΄ αγάπαγες κι εσύ. Όταν νόμιζα ότι ήμουν μόνη, δεν ήμουν. Αλλά δεν ήξερα και ποιος είναι δίπλα μου, έστω με την σκέψη του ν’ ακολουθεί. Έμαθα, που λες, να αγαπάω στα κρυφά. Σάματι κι αν το πω θ’ αλλάξει κάτι; Έπρεπε να το πω. Δεν φαίνονται όλα. Που και που χρειάζονται οι λέξεις. Μπούχτισα από εσένα. Έγινα ίδια εσύ. Στο μήνυμα σου μου ‘γραψες: “Έγινες πολύ σκληρή“. Έγινα, ναι, για να αντέξω το φορτίο των λέξεων σου, που μου ‘πες “Δε θα σ’αγαπήσει κανείς όπως εγώ“… Κι ήταν σαν να με καταράστηκες έτσι να γίνει. Κι έτσι έγινε. Εμένα δεν με αγάπησε κανείς όπως εσύ, κι εγώ ποτέ μου δεν αγάπησα κανέναν όσο εσένα. Οι- κατά συνθήκη- έρωτες.
Τ’αερικό.
Εκείνος μου έδειξε τον έρωτα του όλο. Γράμματα, τηλέφωνα, κλάματα στους αποχωρισμούς. Ήμουν όμως εσύ. Ένας εγωιστής που δεν μπορούσα πια να εμπιστευτώ κι ούτε να εκφραστώ. Πήγαινα ως εκεί που πήγαινε το σχοινί. Ούτε ίνα παραπάνω. Απολάμβανα την τρέλα και το διασκέδαζα πολύ. Άρχισα να καπνίζω όπως κάπνιζες εσύ και τώρα πια τον ρόλο που έπαιζα εγώ μαζί σου τον είχα αναθέσει σ’εκείνον. Εγώ, έπαιζα τον δικό σου. Άμα μου ‘λεγε καμιά κουβέντα που δε γούσταρα, το έπαιζα περήφανη κι έφευγα κατευθείαν. Τάχα από νεύρα. Όταν σταμάτησε να τρέχει από πίσω κατάλαβα γιατί το έκανα. Με αποδυνάμωσε. Τελείωσε κι αυτό.
Πλάσμα αγγελικό
Πήρε χρόνο να με βρει των ερώτων η χαρά. Ήταν ένα σοβαρό και μετρημένο αγόρι… Μου άρεσε να τον πειράζω, να νομίζει ανά πάσα στιγμή ότι μπορεί να τον εκθέσω με τα αστεία και τις πλάκες μου. Είχα γίνει αυτό για το οποίο εκνευριζόμουν. Κολάκευα άλλους άνδρες μπροστά σου και μετά έδινα όλη μου την αγάπη σε εσένα. Κι είχες γίνει η δύναμη μου. Μα άλλαξες λίγο… Απέφευγες κάθε ίχνος στενοχώριας. Όταν μαλώναμε -συχνά πια- σου ήταν απαραίτητο να βλέπεις σκετσάκια και να ξεκαρδίζεσαι. Με υποτιμούσες και δεν πίστευες με τίποτα ότι θα τα καταφέρω. Ήμουν σ’αδιέξοδο. Δεν μιλούσα σε κανέναν και δεν ήξερα ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος. Η εμφάνιση μου ήταν η θλίψη σύσσωμη. Έπρεπε να φύγουμε. Αδειάσαμε το σπίτι. Πήρες το βαφτιστικό σταυρό κι εκείνα τα μανικετόκουμπα που σου ΄χα κάνει δώρο. Φορτώσαμε στο πορτ-μπαγκάζ τις κούτες και τα δάκρυα. Είπαμε ότι φοβόμαστε το ίδιο και συμφωνήσαμε να μιλάμε. Δε μου μίλησες ποτέ ξανά. Όλα τα όνειρα μου, τα δικά μας, τα κοινά… τα ζούσες σύντομα με άλλη. Πέρασε κι αυτό. Κι αγάπησα και πάλι.
Ένα χέρι που σ’αρπάζει
Τα κατάφερα! Ήμουν εκεί που ήθελα να είμαι. Έκανα αυτά που δεν πίστευες ότι θα κάνω κι ακόμα καλύτερα! Γνώρισα ένα πολύ όμορφο αγόρι. Πίστευε πολύ σε εμένα! Κοίτα να δεις, σχεδόν με θαύμαζε. Κάναμε καλή παρέα. Βάζαμε τα όνειρα μας στο τραπέζι και τα μοιράζαμε. Αυτό το κομμάτι το παίρνεις εσύ. Μαζί σου θέλω να το ζήσω. Ήταν σαν το χέρι που σε αρπάζει και σε βγάζει από τη δίνη. Κάτι άρχισε να θολώνει. Ήσουν ασταθής. Έφυγα σε ένα ταξίδι επαγγελματικό κι όταν θα επέστρεφα… Εσύ θα είχες φύγει. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μπήκα στο σπίτι κι ήσουν εκεί. Οι επόμενες μέρες ήταν κακές. Έκανα ότι περνούσε από το χέρι μου να σε προσβάλλω και να σε μειώσω, γιατί ήξερα ότι θα φύγεις.
…Που αγαπά τη μουσική
Εσένα δε σε ερωτεύτηκα ποτέ, παρά μόνο την ώρα που σε είδα να φεύγεις. Βρήκα το τέλειο θύμα. Να ανέχεται τα λάθη μου, τα παιχνίδια μου, να με θέλει με πάθος. Να ξυπνάμε και να κοιμόμαστε μαζί και να μη μας φτάνει. Να κλαίμε από την σφοδρή επιθυμία του έρωτα. Δεν είχα νιώσει το σώμα μου να χωράει τόσο ξεκάθαρα σε μια αγκαλιά. Σου άρεσε να καπνίζεις χόρτο. Που και που σου έκανα παρέα κι εγώ. Ατελείωτα μεθύσια, βράδια με τσιγαριλίκια, συναυλίες, μπάντες… Ήρθες και συμπλήρωσες το κενό. Μα, δεν ήξερα πώς είναι… είχα ξεχάσει πώς είναι. Δεν ήξερα ότι σε είχα ερωτευτεί. Έπρεπε να επιστρέψεις πίσω στην πόλη σου. Κλαίγοντας, θυμάμαι, σου ΄πα, πάρε με μαζί σου. Μου είπες “έχω βγει από αυτό”. Αυτό, ήμασταν εμείς. Εξωσωματικά πια μ’ αγαπούσες.
Έπεσα για δυο χρόνια στη σιωπή. Αλλιώτικα συνεχίζουν των ανθρώπων οι ζωές. Δεν ντρεπόμουν να κλάψω όπου βρεθώ κι όπου σταθώ. Έγινα η σκιά μου. Εσύ φταις, έλεγα στον εαυτό μου. Κανείς δεν είχε καταλάβει τίποτα. Κανέναν δεν τον συνέφερε να καταλάβει ότι ήμουν έτσι γιατί σε ξερίζωσαν από ‘μέσα μου. Οι συνθήκες με υποχρέωσαν να με πληγώσω. Να με πληγώσω, πληγώνοντας σε.
Και που μοναχά αυτή το συναρπάζει…
Τα άφησα όλα στην άκρη. Γνώρισα τον μέντορα μου. Τόσο δίπλα και μακρυά μου. Ό,τι πιο όμορφο έχω ζήσει. Έπαιζε καθισμένος στο πιάνο όλες μου τις ιστορίες. Κι έφευγαν οι λύπες σαν κυρίες μη και η χαρά τις συναντήσει. Ήτανε ο εραστής μου. Ο πιο αληθινός απ’ όλους κι εγώ πιο τρελή απ’ τους τρελούς και απ’ τους ονειροπόλους. Νόμιζα πως είχα βρει την ευτυχία. Πίστεψέ με…Ναι, την είχα. Ήταν δάνειο, δεν ήταν προίκα. Η δική μου ιδανική ήτανε η δανεική.
κι έγινα κι εγώ ένα αερικό, ένα χέρι που σ’αρπάζει, που αγαπά τη μουσική και που μοναχά αυτή το συναρπάζει. Έγινα οι εραστές μου όλοι. Το μωσαϊκό τους. Η σφραγίδα απ’ το εγώ τους.