Τα τελευταία χρόνια αναδύθηκε ένας προβληματισμός που δημιουργήθηκε με το σύγχρονο τρόπο ζωής.
Οι ραγδαίες κοινωνικοοικονομικές αλλαγές αποτύπωσαν την επίδρασή τους και αντανακλάστηκαν στη ζωή των οικογενειών και στη δυσκολία της ανεύρεσης κοινού ποιοτικού χρόνου αναγκαίου και ικανού να τροφοδοτήσει με ζωντάνια και ενέργεια τις τρωσμένες σχέσεις τους.
Αν αυτό ήταν επιτακτικό ζητούμενο μια προηγούμενη περίοδο «ομαλής» ροής σε ωράρια εντός και εκτός εργασιακών χώρων καθώς και στενά τηρούμενων προγραμμάτων, η πανδημία του κορονοϊού Covid19 μεταμόρφωσε το σκηνικό της πραγματικότητας.
Η εξάπλωση του ιού ανατίναξε τις «κανονικότητες» της καθημερινότητας, εγκλώβισε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων ανά χώρα σε μια υποχρεωτική ανεργία της επιβεβλημένης απραξίας, δυναμίτισε τα χρέη από τις συσσωρευμένες υποχρεώσεις και το κυριότερο, στέρησε από τη φυσική παρουσία ανθρώπων τα φιλικά και οικογενειακά τους περιβάλλοντα σκορπώντας την εμπειρία του απρόσμενου θανάτου σε ένα ευρύ φάσμα πληθυσμού.
Η αναγκαστική παραμονή εντός των κατοικιών που επέφερε ο επικυρίαρχος εγκλεισμός παρουσίασε στο προσκήνιο ένα διαφορετικής φύσης πρόβλημα , αφού το αίτημα του κοινού χρόνου απαντήθηκε από την υποχρεωτικότητα της κοινής παράλληλης συμβίωσης, αλλά γέννησε μια νέα επιτακτική προβληματική που ήρθε στην επιφάνεια: Πώς να περάσει κάποιος τον κατ’ επιβολή κοινό χρόνο με τέτοιο δημιουργικό τρόπο ώστε να μην «κρασσάρουν» σχέσεις, διαθέσεις και συναισθήματα και μάλιστα μαζί με ένα διαρκώς απαιτητικό κοινό που γεννά ανησυχίες και συνεχώς αυξανόμενες επιθυμίες άμεσης απάντησης και διαχείρισης;
Η ανθρώπινη επινοητικότητα κάτω από το βάρος αναζήτησης διεξόδων ζωογόνας ανάπτυξης, παρουσίασε μια σειρά από προτάσεις «διαφυγής», δημιουργικής απασχόλησης, προσωπικής επαγρύπνησης και οικογενειακής επανασύνδεσης με αφορμή κοινές δραστηριότητες.
Ως άνθρωπος που προτάσσω την εμπειρία της αφήγησης και την οικοδόμηση σχέσεων μέσα από τη μυθοπλασία και τα δυναμικά τοπία του συλλογικού φαντασιακού, η εναλλακτική που συστήνω ανεπιφύλακτα περνά μέσα από τη δημιουργία σχέσεων με τις ιστορίες, τόσο με αυτές που μπορούν να ειπωθούν και να μοιραστούν προφορικά όσο και με εκείνες που φυλάγονται σε βιβλία και είναι δυνατό να διαβαστούν από κοινού.
Το storytime αφορά και τις δύο δυνατότητες που διαθέτουν μια μοναδική δυναμική. Η προφορική ιστόρηση δημιουργεί αμεσότητα, οικειότητα, ζωντανεύει στο «εδώ και τώρα» της συνάντησης, σχηματίζει εικόνες φανταστικής αποτύπωσης με βάση τα ψυχοδυναμικά φορτία του καθενός.
Ένας γονιός που αφηγείται αποκτά μια άλλη αξία θέασης από τα παιδιά του, αναδεικνύεται σε ήπιο εμψυχωτή σε χρόνο και χώρο και μεταμορφώνει τον επιλεγμένο χώρο της αφήγησης σε ένα σκηνικό δράσεων, εντάσεων και ελεγχόμενων ανατροπών που ανοίγουν μπροστά στα μάτια των παρόντων ζωντανά ταμπλό έτοιμα να αποτυπώσουν το καθετί που ακούγεται σε εικόνα.
Η γλώσσα πάλλουσα με τους επιτονισμούς της, τα παραγλωσσικά κι εξωγλωσσικά στοιχεία βλέπει μέσα στο άθωρο, το σώμα που συμμετέχει ενδυναμώνοντας τη ροή της πλοκής μιλά με το δικό του τρόπο.
Η επιτομή της ανθρώπινης επικοινωνίας βάση μαζί κι εποικοδόμημα, που συνθέτει το «μαζί» και φέρνει στο προσκήνιο του παρόντος αυτό που δεν μπορεί να μοιραστεί αλλιώς, παρά μόνο ως κέρασμα από στόμα σε αυτί κι απ’ το αυτί στην καρδιά σε μια διαδρομή αμφίδρομη.
Αν δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα να αναζητηθεί ο προφορικός δρόμος τότε το storytime μπορεί να ακολουθήσει άλλο μονοπάτι. Η από κοινού ανάγνωση ενός βιβλίου που περιέχει μια ενδιαφέρουσα πλοκή αποκτά τώρα ένα άλλο ειδικό βάρος. Μια γωνιά του σαλονιού, αγκαλιά με μια κούπα ζεστό καφέ και σοκολάτα για τον μικρό και το μεγάλο αντίστοιχα, το τραπέζι της οικείας κουζίνας ή το υπνοδωμάτιο και η διάθεση να ξεχαστεί λίγο ο χρόνος που κολλάει από την παραμονή σε χώρους αναγκαστικής κατανάλωσης.
Η επιλογή του βιβλίου αναφοράς μπορεί να αφεθεί στα παιδιά, για να υπάρχει ένα εσωτερικό κίνητρο. Ο γονέας ή άλλος συγγενής γίνεται μέσο για να έρθει το κείμενο στον αέρα, η γλώσσα όχημα για να μπει η συνείδηση στα βαθύτερα των νοημάτων, να ανακαλύψει όσα κρύβονται κάτω από τις αναφερόμενες σχέσεις.
Η περιστασιακή διακοπή για κουβέντα και σχολιασμό των όσων εκτέθηκαν ενδυναμώνει το ενδιαφέρον, δημιουργεί δεσμούς με τη διαδικασία και το όχημα, όχι ως διαδικασία εξέτασης ή ελέγχου για όσα ακούστηκαν αλλά ως αφορμή για ανατροφοδότηση.
Το κυριότερο είναι πως γεννά μοναδικές εμπειρίες ζωής αφού η από κοινού προσέγγιση αποκτά ευεργετική επενέργεια με τη δημιουργία των οικογενειακών στιγμών, σε μια εποχή περισσότερο από ποτέ αναγκαίες, που γονείς και παιδιά συναντιούνται κάτω από συνθήκες προβληματικότητας. Η τοποθέτηση ερωτήσεων ή και η αναφορά στην εικονογράφηση αν υπάρχει τέτοια στην έκδοση, βαθαίνει την εσωτερική επεξεργασία δίνοντας στο παιδί μια ιδιαίτερη αξία.
Η οικοδόμηση της ανάγκης του «ανήκειν» περνά μέσα από την αναζήτηση κοινών εμπειριών, τη σμίλευση της έννοιας της ασφάλειας μέσα από την οποία αναπτύσσεται η θετική αυτοεκτίμηση. Σε μια εποχή μονοδιάστατης υπερτεχνολόγησης η εμπιστοσύνη στον κόσμο του βιβλίου ανοίγει παράθυρα σε αμέτρητες προεκτάσεις.
Η από κοινού ανάγνωση αφορά και απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες της παιδικότητας από 0-18 προτάσσοντας τη διαφοροποίηση στην επιλογή και τα θέματα.
Η λογοτεχνία μπορεί να αποτελέσει τον κύριο άξονα μέσα από την πληθώρα των θεμάτων που διακονεί η πλούσια εκδοτική παραγωγή ανοίγοντας γέφυρες συνάντησης των ηλικιών.
Η ώρα των ιστοριών, για να λες, να διαβάζεις, να μοιράζεσαι μπολιάζοντας το «μαζί»