Από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα των ημερών υπήρξε το καινούργιο τραγούδι του Μιθριδάτη, που σήκωσε μέγα πόλεμο αντιδράσεων στο τουίτερ και κέρδισε 1,5 εκ. views στο youtube σε λιγότερο από μία εβδομάδα.
O Mιθριδάτης σ’ ένα μουσικό βίντεο σχεδόν 13 λεπτών ασκεί δριμεία κριτική εφ’ όλης της ύλης στην κυβέρνηση κι όπως είναι απολύτως φυσικό οι μεν φίλα προσκείμενοι στην κυβέρνηση έσπευσαν να λοιδορήσουν καλλιτέχνη και καλλιτέχνημα, οι δε επικριτές της υποδέχτηκαν με τους θερμότερους χαρακτηρισμούς την παρέμβαση Μιθριδάτη.
Στο τουίτερ παντοειδείς μουσικολόγοι, ραπερολόγοι και χιπχοπερολόγοι διασταύρωναν τα ξίφη τους για την καλλιτεχνική ποιότητα του δημιουργού και του τραγουδιού. Πολλοί μάλιστα έκαναν την παροιμιώδη σύγκριση του Μιθριδάτη με τους Ρίτσο και Θεοδωράκη, θέλοντας να τονίσουν την ποιοτική κατάπτωση του αριστερού πολιτικοποιημένου τραγουδιού στη χώρα μας. Πιασ’ τ’ αβγό και κούρευ’το δηλαδή.
Τι αξίζει άραγε να κρατήσουμε απ’ όλο αυτό; Το αν το τραγούδι είναι το απαύγασμα της ραπερικής τέχνης ή η ντροπή της; Το αν ο Μιθριδάτης είναι γνήσιος απόγονος των αρχαίων ραψωδών ή πρώην απολιτίκ Ημισκούμπριος και νυν μεσήλικας –ζαίος;
Μάλλον τίποτα απ’ αυτά. Το θέμα είναι πως για μια μακρά περίοδο 1,5 έτους, η τέχνη- η ενεργητική τέχνη που προϋποθέτει την ζωντανή αλληλεπίδραση πομπού και δέκτη στο φυσικό χώρο – έχει εξοβελιστεί από τις ζωές μας. Την ίδια περίοδο μια κυρίαρχη αφήγηση βρίσκει ευκαιρία να προβάλλει την τέχνη αποκλειστικά σαν είδος χαζοβιόλικης διασκέδασης και περιττό παντεσπάνι, που πρώτο πρώτο κόβεται την ώρα της πανδημικής κρίσης . Μέχρι που ένα τραγούδι – καλό, κακό μικρή σημασία έχει- έρχεται να μας υπενθυμίσει πως η τέχνη είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κατόρθωσε να απευθυνθεί και σε μια μερίδα νεανικού κοινού που πολύ δύσκολα θα ερχόταν σε επαφή μ’ αυτό που σχηματικά περιγράφεται ως « πολιτικό τραγούδι». Κι αυτό μόνο θετικό πρόσημο μπορεί να ‘χει. Γιατί πώς να το κάνουμε τώρα απ’ το «θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα, γούστα ακριβά » μέχρι το «μηχανορραφία η δημοσιογραφία, του καθεστώτος φτιάχνεται η αγιογραφία » υπάρχει μια ποιοτική αναβάθμιση περιεχομένου.
Η τέχνη εν κατακλείδι και δικαιούται και οφείλει να είναι πολιτική και να παίρνει θέση και καμία σημασία δεν έχει αν συμφωνείς ή διαφωνείς με τη θέση της. Γιατί ακριβώς αυτό είναι το πόιντ, να σε βάλει εσένα στη θέση να συμφωνήσεις ή να διαφωνήσεις. Με άλλα λόγια να βοηθήσει ώστε να ΜΗΝ «Μένουμε σπίτι» αμέτοχοι. Η τέχνη είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας και ο χώρος αναστοχασμού της , είναι το σπίρτο που πυροδοτεί τον κοινωνικό διάλογο και την αντιπαράθεση, είναι χώρος ζύμωσης ιδεών, συναισθημάτων και εμπειριών του παρόντος και του πρόσφατου παρελθόντος και χώρος εκκόλαψης των προσδοκιών του μέλλοντος κι ως εκ τούτου, πάντα εγγενώς θα φέρει το σπέρμα της απειλής για οποιαδήποτε εξουσία. Κι όσο πιο ενοχλητική γίνεται τόσο το καλύτερο.