Το έργο του Δανού σκηνοθέτη και σεναριογράφου Lars von Trier με τίτλο “Οι Ηλίθιοι” (Idioterne) σκηνοθετεί στη σκηνή του Vault ο Βαγγέλης Λάσκαρης.
Η ταινία προβλήθηκε το 1998 και γυρίστηκε σύμφωνα με τις επιταγές του “Δόγματος 95”, που θέτει κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες κινηματογράφησης και έχει συγκεκριμένες αρχές. Η θεατρική της εκδοχή έγινε από την ομάδα ProvaT.O. Athens και διέπεται από ένα σύστημα κανόνων και θεατρικών συνθηκών που οι εμπνευστές του ονόμασαν DOGMA 2020. Μια ομάδα νεαρών αποτελούμενη από τρία αγόρια και τρία κορίτσια αποφασίζουν να αναζητήσουν την αντισυμβατική πλευρά του εαυτού τους και τον ηλίθιο ή την ηλίθια που μπορεί να κρύβουν μέσα τους για να απελευθερώσουν κάποιες από τις αναστολές και τις ανασφάλειές τους. Έτσι συμπεριφέρονται σαν άτομα με αναπτυξιακή αναπηρία και με τη συμπεριφορά τους αυτή στοχεύουν να ταράξουν την ηθική του κόσμου που τους περιβάλλει, δημιουργώντας αναρχία και ένα (στιγμιαίο ή μεγαλύτερο) χάος γύρω τους, ταράζοντας τα λιμνάζοντα νερά. Η συνύπαρξή τους με τους συνανθρώπους τους οι οποίοι ζουν μια ήρεμη και τακτοποιημένη ζωή δε θα είναι εύκολη, καθώς ενοχλούν, προκαλούν και γελοιοποιούν τους εαυτούς τους, αλλά και τον άμεσο περίγυρό τους. Οι αντοχές και τα επίπεδα ανοχής θα δοκιμαστούν, οι συγκρούσεις έχουν πάντα κάποιες παράπλευρες απώλειες και η έννοια του ηλίθιου γίνεται ένα καθαρά υποκειμενικό θέμα και ο ορισμός του δεν είναι μονοσήμαντος, αλλά αφήνει πολλές εναλλακτικές θεωρήσεις. Τη μετάφραση και τη διασκευή επιμελήθηκε ο σκηνοθέτης σε μια γλώσσα σαφή, περιεκτική, ενίοτε παιγνιώδη και μια θεατρική συνθήκη που τήρησε τις αρχικές της εξαγγελίες.
Ο Βαγγέλης Λάσκαρης στο σκηνοθετικό συντονισμό του εγχειρήματος απέφυγε την εύκολη μίμηση, του έδωσε θεατρική ταυτότητα και βασίστηκε στην αμεσότητα και την επιδραστικότητα του λόγου. Οι χαρακτήρες είναι απόλυτα ρεαλιστικοί, πραγματικοί, σημερινοί, με αντισυμβατικό όμως τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς. Μιλούν και κινούνται υποκινούμενοι τόσο από μία λανθάνουσα διάθεση πρόκλησης και σύγκρουσης με το κοινωνικό κατεστημένο, όσο και από την εσωτερική τους παρόρμηση να γνωρίσουν τον κοινωνικό τους περίγυρο και τις παθογένειές του και να αντιδράσουν σ’ αυτές. Βασίζονται στις μεταξύ τους σχέσεις, δημιουργούν μια ομάδα και μέσα από την “ηλιθιότητα” ταλανίζουν και δοκιμάζουν τις σχέσεις τους με τον έξω κόσμο, σε μια ευθεία αντιπαράθεση της αλήθειας με την υποκρισία. Εξίσου ευθεία είναι και η απεύθυνση των κοινωνικοπολιτικών μηνυμάτων του έργου στο θεατή, αφού ο σκηνικός λόγος πλάθει στο μυαλό εικόνες που ζυμώνονται με την κρίση και τη σκέψη του. Ο ρυθμός είναι γρήγορος, η εναλλαγή του λόγου δε δημιουργεί κοιλιές στη ροή του κειμένου, παρά τις μικρές ασάφειες στη σύνδεση κάποιων σκηνών. Οι κορυφώσεις ίσως είναι ένα κλικ πιο δυνατές απ’ όσο θα ήθελα, αλλά έρχονται σαν φυσική συνέχεια της αντισυμβατικότητας του λόγου, που αναπόφευκτα γεννά συναισθήματα. Την ισχύ του λόγου εξυπηρετεί και ενισχύει η έλλειψη σκηνικών στο χώρο (πλην των καθισμάτων όπου κάθονται οι ήρωες και κάποιων προσωπικών σκηνικών αντικειμένων) και τα καθημερινά ρούχα των ηθοποιών που δεν αποσπούν την προσοχή του θεατή.
Η ερμηνευτική ομάδα που απαρτίζεται (με αλφαβητική σειρά) από το Δημήτρη Δημάκη, τη Βασιλική Δρακοπούλου, την Ίριδα Κατσούλα, την Ελένη Κόντη, τον Νικόλα Παπαϊωάννου και τον Τάσο Τζιβίσκο έχει ομοιογένεια και πολύ καλές συνεργασίες στη σκηνή, καθώς δεν υπάρχουν πρώτοι και δεύτεροι ρόλοι και αντίστοιχα πρωταγωνιστές ή δευτεραγωνιστές. Συγκροτούν ένα δουλεμένο σύνολο χωρίς προσωπικούς εγωισμούς, που συμπληρώνει ο ένας τον άλλο, χωρίς κανείς να χάνει το μέτρο ή τον ειρμό του. Ο καθένας τους με το λόγο και την κίνησή του, δίνει το προσωπικό του ερμηνευτικό στίγμα, υπηρετώντας με συνέπεια τον κοινό στόχο της παράστασης. Τη φωνή της χαρίζει και η Αναστασία Λεωνίδου. Η πρωτότυπη μουσική σύνθεση του Πάνου Πανάκου έχει ενδιαφέρον και συνεργάζεται αρμονικά με το κείμενο. Το video επιμελήθηκε η Ίρις Κατσούλα.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Vault, παρακολούθησα μια παράσταση, που έμεινε πιστή στις προθέσεις του κινηματογραφικού αρχετύπου, αλλά του έδωσε θεατρική οντότητα και έβγαλε στη σκηνή την ουσία του. Ο λόγος δυναμικός και έντονος έπλασε εικόνες, τις οποίες υπηρέτησε με συνέπεια η ερμηνευτική ομάδα. Παρά τις μικρές της αρρυθμίες αποτελεί μια αξιόλογη (και αρκετά διαφορετική) πρόταση στο σημερινό θεατρικό γίγνεσθαι.