Τι έγινε, ρε παιδιά; Πολύς Τσιτσάνης πλάκωσε. Και καλώς, δηλαδή. Γιατί, ερχόμενοι τόσα χρόνια στα μαγαζιά όπου τραγουδάτε, ξέρετε τι λέμε, ε; «Πάμε μπουζούκια!»
Το μπουζούκι κάνει αισθητή την παρουσία του ενεργά μέσα στις γειτονιές, τα μαγαζιά της πόλης, τα lives του Σαββατοκύριακου. Το μπουζούκι υπάρχει και μέσα από τις τηλεοπτικές, μουσικές εκπομπές με τα επαναλαμβανόμενα αφιερώματα. Το ευρύ κοινό γνωρίζει πολύ καλά τον Καραντίνη, αλλά όχι τον Πάππο ή τον Τατασόπουλο.
Οι Έλληνες δεν ακούνε, επί της ουσίας, ρεμπέτικα. Οι Έλληνες, επί της ουσίας, ακούνε Ρέμο και συγκινούνται με «εκείνο το ζεϊμπέκικο που χόρευε ο πατέρας μου».
Είναι σημαντικό οι μπροστάρηδες του λαϊκού τραγουδιού, ανεξαρτήτως αν αυτό που υποδηλώνει ο όρος απέχει αρκετά από όσα πράγματι τραγουδάνε, να μιλούν για το μπουζούκι, να ηχογραφούν δίσκους με μπουζούκι, να διατηρούν την σύνδεση του είδους που υπηρετούν με το ελληνικό, αστικό τραγούδι που εξελίχθηκε εν μέρει σε τουρκογύφτικο, έγινε της ξενιτιάς, ύστερα τροβαδούρικο, μετά της ελληνικής ταινίας και τώρα του Σπύρου Παπαδόπουλου και της καψούρας μες στο Smart, κολλημένοι στην κίνηση της Κηφισίας.
Ο Κωνσταντίνος Αργυρός με ένδυση για editorial αντρικής Vogue και ζεμπεκιά μάγκικη, με τσιγάρο στο στόμα, τραγουδά τους πολύ καλούς στίχους του Λευτέρη Κιντάτου, ο οποίος αποπειράθηκε να γράψει ένα άσμα ολίγον τι μητροπανικό ή έστω σφακιανακικό (για την πουτάνα την ζωή που μου χρεώσανε).
Ήχος λατέρνας, ένα μικρό σολάκι στο μπουζούκι και η έννοια, η εικόνα της Αθήνας, μιας πόλης που βιάζεται, μιας πόλης μόνης, την οποία τα νυχτολούλουδα και τα ρεμπέτικα στολίζουν, ομορφαίνουν και, τελικά, την κάνουν να μοιάζει πιο άδεια και πιο μελαγχολική.
Σίγουρα, οι πολύ νέοι ακροατές, μιλώ για τους ετών 18, θα γκούγκλαραν για πρώτη φορά στην ζωή τους την λέξη Τσιτσάνης. Σίγουρα, κάποιο καλό θα βγήκε. Κι οι πιο παλιοί, οι μεγαλύτεροι, ενδεχομένως αυτοί που ακούν «τα πάντα» θα μειδίασαν, θα κούνησαν το κεφάλι επιτιμητικά.
Κάποιοι άλλοι, θα χλεύασαν, θα κοροϊδέψανε: «Τι μας λες, ρε Αργυρέ, φλώρε; Τι δουλειά έχεις εσύ με τα ρεμπέτικα και τους τσιτσάνηδες;»
Αυτοί, εν τω μεταξύ, που είναι χωμένοι με τα μπούνια στις πενιές και τα καραντουζένια, δεν θα έχουν πάρει χαμπάρι το νέο τραγούδι του Κωνσταντίνου, ίσως μάλιστα να αγνοούν ακόμα και την παρουσία του στο μουσικό στερέωμα. Κι αυτοί, αν το μάθαιναν, δε νομίζω να είχαν και τεράστιο πρόβλημα.
Οι αληθινοί εραστές του ελληνικού, λαϊκού τραγουδιού ξέρουν πως δεν είναι κάτι που ανήκει σε λίγους. Είναι «λαϊκό», ανήκει στο όλον, μιλά για μια κοινωνία με προβλήματα που όλοι μοιραζόμαστε και όλους μας αφορούν. Κι ο Αργυρός έχει κάθε δικαίωμα ως ακροατής να ακούει ό, τι θέλει και ως καλλιτέχνης να τραγουδά και να εκφράζει ό, τι θέλει.
Αντικειμενικά, το αποτέλεσμα ήταν άρτιο.
Η ευρεία απήχηση του κομματιού το απέδειξε. Άσε που το ρεμπέτικο και το λαϊκό δεν χρειάζεται να αποτελούν μουσειακά είδη ή νοσταλγικές εκδηλώσεις χαράς και πόνου. Όταν ο Αργυρός χορεύει ζεϊμπέκικο μες στον φυσικό του χώρο, αυτόν μίας ταβέρνας, το μήνυμα περνιέται με δύναμη και ευθύτητα κι είναι ένα μήνυμα θετικό.
Το παρελθόν μας δεν είναι αραχνιασμένο, απηχεί στο σήμερα, δεν είναι ομφαλοσκοπικό, ανοίγει ολοένα και συγκινεί όλο και πιο πολλούς, το παρελθόν μας δεν είναι ο Ζορμπάς και το συρτάκι, είναι το υπόγειο καπηλειό και η παρανομία, που δεν χάνουν ίχνος από την αίγλη τους μεταμορφωμένα πλέον σε πανέμορφη νεοταβέρνα και σε νομιμότητα.
Οποιαδήποτε άλλη σκέψη, ανθρώπων που συνδέονται με κλειστοφοβική λαγνεία για το χθες, δεν είναι προωθητική πολιτισμού και δημιουργίας, ενώ υπονομεύει ακόμα και τους ίδιους τους τους εαυτούς ως μουσικούς ή ακροατές.
Ορισμένοι τέτοιοι, πολύ θα εκνευρίστηκαν όταν το ποπ είδωλο με τα ανδρόγυνα ντυσίματα και τις τολμηρές δηλώσεις, με τα βίντεο κλιπ έργα τέχνης και με τις τραγουδάρες που μυρίζουν αλκοόλ και τσιγάρο, βγήκε και μίλησε απλά, σύντομα και περιεκτικά για το μπουζούκι.
Οι ευαίσθητες χορδές του Γιώργου Μαζωνάκη είναι ένα project ανέλπιστα ελπιδοφόρο για το μέλλον του οργάνου που, εκτός από πειραιώτικα χασικλίδικα και μυσταγωγικά ουσάκ, οφείλει να πατά με ισχύ και στο σύγχρονο λαϊκό πάλκο, αυτό των γαρύφαλλων και των σκυλοπόπ ασμάτων.
Το μπουζούκι δε χάνει την μαγεία του αν παίζει πίσω από την φωνή του Βέρτη και της Λένας Ζευγαρά. Ο Βέρτης και η Λένα ανεβαίνουν επίπεδο αν στα τραγούδια που ερμηνεύουν χωρεί μπουζούκι. Just this!
Και το μπουζούκι πρέπει να μαθαίνεται και από νέα παιδιά, πρέπει να συνεχίζει να υπάρχει και να επανεφεύρει ίσως τον εαυτό του, το μπουζούκι δεν είναι μνήμη καρφιτσωμένη για πάντα σε μια εποχή δήθεν αυθεντικότερη από την δική μας, είναι κινούμενη θάλασσα από δυνατότητες, γεμάτο ομορφιά και πάθος, που οφείλει να πρωταγωνιστεί και στο σήμερα.
Φυλακίζει μες στις χορδές του πάμπολλες πτυχές της ελληνικότητας, αλλά και της ελλαδικότητας, είναι φολκ, είναι εμείς.
Κι εφόσον δεν έχουν τόση δύναμη οι φωνές των εκπροσώπων του, ας ακουστεί παντού η φωνή του Μαζωνάκη που βγήκε τόσο μπεσαλίδικα και συγκινητικά να το υποστηρίξει.
Τι ψάχνουμε απεγνωσμένα στην Αθήνα, αν όχι τρόπους να την οικειοποιούμαστε όσο συχνότερα μας παίρνει; Κι ένας εγγυημένος τρόπος, είναι να ακούσουμε πενιές, αλλοτινές και σύγχρονες. Το μπουζούκι είναι κι αυτό «ένα χαμένο παιδί της πόλης».