Χαίρομαι κάθε φορά που ακούω τον καθάριο ελληνικό λόγο στο θέατρο, αμόλευτο από τα χρόνια, αμόλυντο από τον επαρχιωτισμό των ψευτοδιανοουμένων μας που πάσχουν από το αγιάτρευτο σύνδρομο του μολιερικού αρχοντοχωριάτη κι ενώ έχουμε υπέροχα κείμενα κολοσσιαίων δημιουργών αναλίσκονται στο αναμάσημα πεπαλαιωμένων, παρωχημένων και ληγμένων προτύπων τόσο που να χάνουν κάθε υπολειπόμενο νόημά τους οι λέξεις “πειραματισμός” ή “πρωτοπορία”. “Ένα κερί αρκεί”, που λέει κι ο Καβάφης. Ο σαιξπηρικός Άμλετ δίνει σαφείς οδηγίες στους θεατρίνους που καλούνται να παίξουν την “Ποντικοπαγίδα” του.
Αυτή η Ομάδα έφερε στο θέατρο αυτό που μας λείπει ολοένα και περισσότερο: την περίσκεψη, τον διαλογισμό, την κατανόηση των εγκοσμίων που οδηγεί στην απογείωση του τέλους, εκεί που η βυθισμένη Ατλαντίδα αναδύεται κι άλλες διαστάσεις ανοίγουν τις πύλες τους για να υποδεχτούν τους νεαρούς εραστές που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να συγχρονιστούν και να καταστούν λειτουργικοί, συμβατοί εν τέλει με τον περίγυρό τους. Ετούτη η μετεφηβική αμφιταλάντευση είναι κοινή στο πρωτόλειο έργο πολλών σημαντικών λογοτεχνών και σηματοδοτεί την υπέρβαση του απλοποιητικού “μανιχαϊσμού” και την αποδοχή του μέτρου, της μέσης οδού, ουχί μόνον ως ασφαλούς μεθόδου επιβιώσεως αλλά και υπερβάσεως των εσκαμμένων από τις προηγούμενες γενιές.
Ποιητικός λόγος, φιλοσοφική επίτασις, αναψυχής αναζήτησις, διασκέδασις στοχασμών.
Φωτισμοί και σκηνικό, κοστούμια και σκηνικά αντικείμενα, ελάχιστη αποστασιοποίηση και δείγμα διαδραστικότητας (τουλάχιστον ως προς την διαφοροποίησιν των φωτισμών)…
Υπαινίσσομαι ότι παρόμοιες απόπειρες θα μπορούσαν να γίνουν περισσότερο διαδραστικές με τη συμμετοχή θεατών που καλούνται να αναγνώσουν αποσπάσματα από το κείμενο (εν πρώτοις).
Θα το ήθελα περισσότερο “επικό” και λιγότερο λυρικό αυτό το θέαμα. Ο πολύς μελοδραματισμός “μπούκωνε” την ψυχοσωματική οντότητα του θεατή και παρά την περιορισμένη χρονική του διάρκεια κούραζε από ένα σημείο και μετά, αφού έχανε κατά καιρούς τον θεατή, ενόσω κι οι επί σκηνής δρώντες έχαναν κάποιες στιγμές την συγκέντρωσή τους. Ξέρετε, παρόμοια θεάματα θέλουν ασκητική προετοιμασία, απόλυτη κυριαρχία στα εκφραστικά μέσα, στόχος, μέθοδος και σκοπός. Πρέπει να έχουμε κάτι να πούμε ερμηνεύοντας το πολυεπίπεδο και σιβυλλικό κείμενο που φαίνεται απλό αλλά δεν είναι. Τίποτα δεν είναι απλοϊκό στους ποιητές, όταν αληθινοί πνευματικοί άνθρωποι είναι. Και ναι μεν γράφουν και ξαναγράφουν το πρώτο τους έργο, όμως εξελίσσονται, ανελίσσονται, επιστρέφουν σ’ αυτό από ολοένα και μεγαλύτερη έλικα. Είναι επομένως θεμιτό και επιβεβλημένο να τους ερμηνεύουμε επιχειρώντας να κατανοήσουμε το σύνολο του έργου τους και να αναλύουμε την προσωπικότητά τους με αισθητικά, ιδεολογικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά κριτήρια. Αλλιώς καλόν είναι να διαβάσουμε τις λέξεις αργά και καθαρά…
Ο ρυθμός έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτή την παραγωγή. Ο εγγενής ρυθμός του κειμένου, έτσι όπως ανιχνεύθηκε από τον σκηνοθέτη και τους δύο επαρκείς ερμηνευτές. Παιδιά που έχουν μακρύ μέλλον μπροστά τους και τους εύχομαι να προκόψουν.
Μην χάσετε αυτή την παράσταση αν θέλετε να είστε αληθείς διανοούμενοι και όχι στείροι πιθηκίζοντες κουλτουριάρηδες.
Θα αναβαπτισθείτε στα νάματα της ελληνικής γλώσσας. Το βιβλίο αυτό τυπώθηκε από τον Καζαντζάκη με ψευδώνυμο (που παραπέμπει στο “κάρμα”) και σε πολυτονικό. Ψάξτε το. Και θα εκπλαγείτε.
Δρ. Κωνσταντίνος Β. Μπούρας
www.konstantinosbouras.gr