Μια περιήγηση σε τόπους της Αθήνας, όπου τα ανθρώπινα πάθη και η Ιστορία διασταυρώθηκαν με τη βία και τον θάνατο.
Μια καταγραφή των σκοτεινών πλευρών της αθηναϊκής πατριδογνωσίας, απ’ όπου αναβλύζει η απωθημένη αστεακή «μνήμη του αίματος».
Η Τροίας είναι ένας σχετικά βραχύς δρόμος, που συνδέει την οδό 3ης Σεπτεμβρίου με την οδό Σπετσών. Κατά μία έννοια, μαζί με την οδό Ευελπίδων, αποτελούν το νότιο σύνορο της Κυψέλης. Σε αυτόν τον δρόμο, τον Φεβρουάριο του 1922, διαπράχθηκε μια πολιτική δολοφονία, που έναν αιώνα μετά παραμένει ανεξιχνίαστη.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η Κυψέλη παρέμενε ακόμα μία αραιοκατοικημένη και αγροτική, κατά βάση, περιοχή, εντούτοις τα σημάδια της αστικοποίησης είχαν αρχίσει να εμφανίζονται με την ανέγερση νεοκλασικών, αρ ντεκό και λίγο αργότερα μοντερνιστικών κτιρίων, αρκετά από τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα. Σημαντικά ίχνη αυτής της διαυγούς αστικοποίησης εντοπίζονταν και στην μικρή οδό Τροίας, ειδικά στο τμήμα της πέριξ της οδού Πατησίων.
Σε ένα από αυτά τα κομψά διώροφα νεοκλασικά, στο οποίο κατοικούσε με την οικογένειά του, έφτασε με άμαξα λίγο πριν τις δέκα το βράδυ της 21ης Φεβρουαρίου 1922, ο 52χρονος δημοσιογράφος και διευθυντής της φιλοβενιζελικής εφημερίδας Ελεύθερος Τύπος, Ανδρέας Καβαφάκης. Δοκίμασε να ανοίξει την εξώπορτα, αλλά κάτι τον εμπόδισε να ξεκλειδώσει. Ξαφνικά, από ένα αδιέξοδο και σκοτεινό στενό εμφανίστηκαν τρεις άντρες, εκ των οποίων οι δύο φορούσαν στρατιωτική περιβολή. Πλησίασαν τον ανυποψίαστο Καβαφάκη και προτού αυτός προλάβει να αντιδράσει τον πυροβόλησαν από μικρή απόσταση έξι φορές (τελικά, διαπιστώθηκε πως κτυπήθηκε θανάσιμα από δύο σφαίρες). Αργότερα θα γίνει γνωστό πως οι δράστες είχαν τοποθετήσει στην κλειδαριά χαρτί και σπιρτόξυλα, προκειμένου να καθυστερήσουν την είσοδο του δημοσιογράφου στο σπίτι του. Αμέσως, οι τρεις άντρες απομακρύνθηκαν τρέχοντας, αλλά δύο τυχαία διερχόμενοι αξιωματικοί που είχαν ακούσει τους πυροβολισμούς, έσπευσαν να τους καταδιώξουν. Οι άντρες με τη στρατιωτική στολή πρόλαβαν να εξαφανιστούν, αλλά ο τρίτος σκόνταψε κα οι δύο αξιωματικοί κατάφεραν να τον συλλάβουν. Ο Καβαφάκης μεταφέρθηκε αιμόφυρτος στο σπίτι του, όπου δέκα λεπτά μετά άφησε την τελευταία του πνοή.
Η είδηση της δολοφονίας κυκλοφόρησε ταχύτατα, συγκλονίζοντας την κοινή γνώμη. Ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης διέκοψε τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου και σε δηλώσεις του προς τους διευθυντές όλων των εφημερίδων καταδίκασε το έγκλημα. Καθώς από την αρχή αποκλείστηκαν τα προσωπικά κίνητρα, το έγκλημα έλαβε σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά, αφού ο Καβαφάκης και η εφημερίδα του ήταν σφοδροί πολέμιοι της κωνσταντινικής κυβέρνησης του Λαϊκού Κόμματος και ιδιαίτερα της ακολουθούμενης πολιτικής στην υπόθεση της μικρασιατικής εκστρατείας.
Ο συλληφθείς ονομαζόταν Αντώνης Μαστραντώνης, ήταν 30 ετών, οπωροπώλης και μέλος των Πολιτικών Συλλόγων, μιας παρακρατικής, φιλοβασιλικής οργάνωσης με κύριο έργο την τρομοκράτηση των βενιζελικών οπαδών. Πάνω του βρέθηκε ένα περίστροφο από το οποίο έλειπαν τέσσερις σφαίρες. Στην ανάκριση, ο Μαστραντώνης αρνήθηκε αρχικά κάθε σχέση με την υπόθεση, υποστηρίζοντας πως βρέθηκε συμπτωματικά στην οδό Τροίας, ενώ για το περίστροφο είπε πως το είχε μαζί του για λόγους ασφαλείας και ότι οι σφαίρες που έλειπαν είχαν ριφθεί παλιότερα. Ωστόσο, στις 25 Φεβρουαρίου ομολόγησε πως αυτός ήταν ο δράστης της δολοφονίας, αρνούμενος πάντως την ανάμειξη άλλων προσώπων. H ομολογία του Μαστραντώνη παρουσίαζε σημαντικά κενά και αντιφάσεις σε σχέση με τα επιβεβαιωμένα γεγονότα, ενώ οι πραγματογνώμονες βεβαίωναν πως οι δύο σφαίρες που βρέθηκαν στο σώμα του Καβαφάκη ανήκαν σε ομοειδή αλλά πάντως διαφορετικά όπλα. Ωστόσο, παρά τα ασαφή σημεία της υπόθεσης, τον Ιούλιο του ίδιου έτους οι ανακρίσεις τερματίστηκαν με το συμπέρασμα πως ο Μαστραντώνης ήταν ο δράστης του εγκλήματος, το οποίο τέλεσε μόνος του.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, οι κωνσταντινικοί επιχείρησαν να κλείσουν την «υπόθεση Καβαφάκη», επιδιώκοντας χωρίς αποτέλεσμα να φυγαδεύσουν τον Μαστραντώνη στο εξωτερικό. Λίγο καιρό αργότερα, οι ανακριτικές αρχές ξεκίνησαν νέα έρευνα. Αυτή τη φορά ο Μαστραντώνης άλλαξε στάση, κατονομάζοντας σημαίνοντα μέλη της Ένωσης Πολιτικών Συλλόγων ως οργανωτές αλλά και φυσικούς αυτουργούς της δολοφονίας, ενώ ενέπλεκε εμμέσως και τον προηγούμενο αστυνομικό διευθυντή Αθηνών, Γάσπαρη. Για το δικό του ρόλο ανέφερε πως απλώς ήταν παρών στο γεγονός αλλά δεν πρόσεξε τι ακριβώς είχε συμβεί, καθώς ήταν μεθυσμένος και ανέλαβε την ευθύνη της δολοφονίας με την υπόσχεση της οργάνωσης για οικονομικά ανταλλάγματα και τη διαβεβαίωση πως θα «έπεφτε στα μαλακά».
Πάντως, σύντομα, τα πρόσωπα που είχε κατονομάσει ο Μαστραντώνης και είχαν εν τω μεταξύ προφυλακιστεί, υπέβαλαν αίτηση να περιληφθούν στα ευεργετικά μέτρα τα οποία προέβλεπε το διάταγμα περί αμνηστίας που εξέδωσε η επαναστατική κυβέρνηση Πλαστήρα, κάτι που πιθανότατα πέτυχαν (ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Μαστραντώνης).
Έτσι, η «υπόθεση Καβαφάκη» -η πρώτη δολοφονία δημοσιογράφου στην Ελλάδα- μπήκε οριστικά στο αρχείο, χωρίς ποτέ να διαλευκανθούν τα σκοτεινά σημεία της και με τα πρόσωπα των φυσικών και ηθικών αυτουργών της δολοφονίας να παραμένουν μέχρι σήμερα ουσιαστικώς άγνωστα.