Μια περιήγηση σε τόπους της Αθήνας, όπου τα ανθρώπινα πάθη και η Ιστορία διασταυρώθηκαν με τη βία και τον θάνατο. Μια καταγραφή των σκοτεινών πλευρών της αθηναϊκής πατριδογνωσίας, απ’ όπου αναβλύζει η απωθημένη αστεακή «μνήμη του αίματος».
Στο δρόμο που ενώνει την οδό Ακαδημίας με την πλατεία Φιλικής Εταιρείας (Κολωνακίου), το 1963 διαπράχθηκε ένα από τα γνωστότερα ερωτικά εγκλήματα (γυναικοκτονία) στη μεταπολεμική ποινική ιστορία της χώρας.
Ο Εμμανουήλ Λαζαρίδης (1894-1961) είναι ένας σημαντικός Έλληνας αρχιτέκτονας, κυρίως του μεσοπολέμου, το γνωστότερο έργο του οποίου είναι το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη (1930). Το 1937, επί της οδού Κανάρη 5 στο Κολωνάκι αναγέρθηκε σε σχέδιά του μια αξιόλογη τριώροφη πολυκατοικία, με σαφείς επιρροές από το αρχιτεκτονικό ρεύμα του εκλεκτικισμού και ταυτόχρονα ένα από τα τελευταία δείγματα εφαρμογής του «έρκερ» –κλειστοί εξώστες που εξέχουν από τις όψεις του κτηρίου– στην Ελλάδα.
Λίγο μετά τις 11 το βράδυ της 9ης Δεκεμβρίου 1963, στην είσοδο αυτής της πολυκατοικίας μπήκε, σχεδόν τρέχοντας, η 25χρονη Ιουλία (Τζούλια) Συρεγγέλα. Την ακολουθούσε ο 30χρονος Ιρανός Ρεζά Αμπάζ Μυρτολούι, σμηναγός της περσικής αεροπορίας και πρώην εραστής της. Τη στιγμή που η Συρεγγέλα έφτασε στα σκαλιά προς τον πρώτο όροφο, ο Μυρτολουί την πυροβόλησε θανάσιμα στο κεφάλι. Μετά το έγκλημα, ο δράστης κατέφυγε στον ψυχίατρό του, Γ. Ιακωβίδη, στον οποίο ομολόγησε την πράξη του. Ο γιατρός ειδοποίησε την αστυνομία, που συνέλαβε τον δολοφόνο.
Η Συρεγγέλα ήταν κόρη του βιομηχάνου της ΕΛΒΥΝ (καύσιμα) και παλιότερα ήταν παντρεμένη με Πέρση έμπορο, με τον οποίο είχαν μία κόρη. Στην Τεχεράνη γνώρισε τον Μυρτολούι και, λίγο καιρό αφότου χώρισε, δημιούργησε μαζί του ερωτική σχέση, που αρχικά εξελισσόταν ομαλά και μάλιστα το ζευγάρι έκανε σχέδια γάμου. Σύντομα, όμως, ο Μυρτολούι άρχισε να εμφανίζει ξεσπάσματα θυμού και απότομες ψυχολογικές μεταπτώσεις.
Ο ψυχίατρος που τον εξέτασε, διέγνωσε «αγχώδη αντιδραστική μελαγχολία μετ’ εκρήξεως οργής» και πρότεινε στη Συρεγγέλα να διακόψει μαζί του. Ως αίτια για την ψυχική αστάθεια του σμηναγού θεωρήθηκαν το δικό του διαζύγιο, ένα αεροπορικό ατύχημα στο οποίο είχε εμπλακεί στο παρελθόν και, κυρίως, ο θάνατος του 10χρονου γιου του σε τροχαίο δυστύχημα. Το καλοκαίρι του 1963 το ζευγάρι ήρθε στην Αθήνα, όπου ο Μυρτολούι, μετά από παρότρυνση της Συρεγγέλα, άρχισε να επισκέπτεται τακτικά τον Ιακωβίδη. Εντούτοις, παρά την αγωγή, η κατάστασή του δεν βελτιώθηκε.
Το φθινόπωρο, ο Μυρτολούι αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Ιράν για επαγγελματικούς λόγους. Στο διάστημα που ακολούθησε διαπίστωσε πως η στάση της Συρεγγέλα απέναντί του είχε μεταβληθεί. Αποφασισμένος να την μεταπείσει, ταξίδεψε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου και το βράδυ της ίδιας ημέρας τη συνάντησε, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να μεταστρέψει την απόφασή της να χωρίσουν. Ήταν η μοιραία συνάντηση…
Ύστερα από δύο αναβολές, η δίκη του Μυρτολούι πραγματοποιήθηκε τελικά τον Οκτώβριο του 1964 στο Κακουργιοδικείο Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, διαβάστηκαν πλήθος ερωτικών επιστολών που είχε ανταλλάξει με το θύμα. Οι μάρτυρες κατηγορίας υποστήριξαν ότι ο Ιρανός είχε σχεδιάσει τη δολοφονία, καθώς οπλοφορούσε στην τελευταία συνάντησή του με τη Συρεγγέλα, ενώ οι συνήγοροι του σμηναγού αντέτειναν πως είχε πρόθεση να παντρευτούν και για τον λόγο αυτό είχε φέρει μαζί του δώρα γάμου.
Τέλος, οι πραγματογνώμονες γιατροί κατέθεσαν πως τη στιγμή του εγκλήματος ο δράστης είχε μεν συνείδηση των πράξεών του, αλλά όχι αυτοέλεγχο. Απολογούμενος, ο Μυρτολούι αναφέρθηκε στο δραματικό παρελθόν του και τόνισε τη σχέση πάθους με τη Συρεγγέλα, επικαλούμενος το περιεχόμενο των ερωτικών επιστολών τους. Από την πλευρά του, ο εισαγγελέας σημείωσε ότι «όλη η προσωπικότης του κατηγορουμένου, η αρρώστια του, ο θάνατος του παιδιού του, μας αναγκάζουν να δεχθούμε το ελαφρυντικό της μέτριας συγχύσεως».
Τελικά, το δικαστήριο επέβαλε στον Μυρτολούι φυλάκιση 7 μηνών μόνο για παράνομη οπλοφορία και άφησε τον Ιρανό ελεύθερο, καθώς είχε παραμείνει προφυλακισμένος δέκα μήνες. Ήταν μια απόφαση που έγινε δεκτή με ενθουσιώδη χειροκροτήματα από το κοινό, το οποίο είχε κατακλύσει τη δικαστική αίθουσα, όπου είχε εξελιχθεί η τελευταία πράξη ενός σχεδόν «μυθιστορηματικού» ερωτικού δράματος.
Και μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: τις ημέρες της δολοφονίας της Συρεγγέλα, στην εσωτερική ειδησεογραφία κυριαρχούσαν ακόμα η σύλληψη του (φερόμενου ως) «Δράκου του Σέιχ-Σου» στη Θεσσαλονίκη, Αριστείδη Παγκρατίδη (7 Δεκεμβρίου), η αναχώρηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή για το Παρίσι (μετά την παραίτησή του από την πρωθυπουργία τον προηγούμενο Ιούνιο, 9 Δεκεμβρίου) και η απονομή του βραβείου Νόμπελ λογοτεχνίας στον Γιώργο Σεφέρη (10 Δεκεμβρίου).
Ο Γιάννης Ράγκος (1966) είναι ανεξάρτητος (freelance) δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίες εκδόσεις του: το αστυνομικό μυθιστόρημα «Μυρίζει αίμα» (Καστανιώτης, 2019) και το κόμικ «Ληστές» (Polaris, 2020) σε σενάριο δικό του και σχέδια Γιώργου Γούση.