Το έργο του Ιάκωβου Πιτσιπίου “Ο Πίθηκος Ξουθ ή Τα Ήθη του Αιώνος” σκηνοθετεί στο Θέατρο Σταθμός η Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη.
Γραμμένο το 1848, σε συνέχειες σε περιοδικό της Σύρου, αποτελεί το πρώτο νεοελληνικό μυθιστόρημα φαντασίας. Αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που καταδικάζεται από τη Θεία Δίκη να μεταμορφωθεί σε πίθηκο για ένα έγκλημα που διέπραξε και να παραμείνει σε αυτή την μορφή μέχρι να εξιλεωθεί και να επανακτήσει την ανθρώπινή του μορφή. Ζει για αρκετό καιρό σε έναν έρημο τόπο μέχρι να αιχμαλωτισθεί από τους ανθρώπους και να ακολουθήσει τον κύριό του στην Αγγλία, όπου χάρη στην εξαιρετική του ικανότητα να μιμείται τον άνθρωπο εκτελεί χρέη μπάτλερ. Μόλις ο κύριός του πεθαίνει, τον “υιοθετεί” ο Καλλίστρατος Ευγενίδης, ένα τυπικό δείγμα ανερχόμενου νέου και τον φέρνει στην Αθήνα και πάλι ως μπάτλερ. Αν και ταπεινής καταγωγής αλλάζει το όνομά του και βασισμένος στην εκπαίδευσή του στην Ευρώπη επινοεί ένα ένδοξο οικογενειακό παρελθόν, κάνει γνωριμίες και φλερτάρει με τη σφαίρα επιρροής του παλατιού. Ένα ατυχές περιστατικό φέρνει τον Καλλίστρατο να ξυλοκοπεί άγρια τον πίθηκο για μια αβλεψία του κι ενώ είναι έτοιμος να χρησιμοποιήσει το ξίφος εναντίον του, επανέρχεται η ανθρώπινη μιλιά του πιθήκου και σιγά σιγά αρχίζει να εξιστορεί την τραγική του ιστορία και όλα τα ατυχή περιστατικά που τον οδήγησαν στην κατάσταση αυτή. Το κείμενο βρίθει σχολίων για το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι της Ελλάδας την εποχή εκείνη και ασκεί κριτική στις παθογένειες και τα αδιέξοδά της. Οι επιρροές των ξένων τόσο στην καθημερινότητα των ανθρώπων όσο και στα εσωτερικά του κράτους, η υποκρισία των πλουσίων και της άρχουσας τάξης και η απαξίωση των κέντρων λήψης σημαντικών αποφάσεων είναι οι βασικοί προβληματισμοί του συγγραφέα, οι οποίοι αποδεικνύονται επίκαιροι και συνεπώς διαχρονικοί. Γραμμένο σε μια γλώσσα ιδιαίτερη, καθώς δε λείπουν τα δάνεια από ξένες γλώσσες, αλλά και κάποια τοπικά ιδιώματα, μας θυμίζει μια λυρική καθαρεύουσα που παρά τις όποιες αρχικές της δυσκολίες ακούγεται ευχάριστα και με σαφήνεια από το θεατή. Η θεατρική του διασκευή έγινε από την Ευγενία Μαραγκού και είχε ροή, συνέχεια και ομοιογένεια, ενώ τη δραματουργική επεξεργασία επιμελήθηκε η ίδια μαζί με τη σκηνοθέτιδα. Τη φιλολογική επεξεργασία έκανε ο Δημήτρης Κουρούμπαλης.
Η Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη σκηνοθετεί την παράσταση, υιοθετώντας μια λαϊκότροπη προσέγγιση, με την αφήγηση να εναλλάσσεται με τη δράση και κάποια μουσικά ιντερμέδια τα οποία προσαρμόζονται και ενσωματώνονται στη ροή της παράστασης. Η γλώσσα διατηρεί την ιδιομορφία της, αλλά παραμένει απλή και κατανοητή, ενώ τα κακώς κείμενα δεν παρουσιάζονται με αυστηρότητα, αλλά με μία διάχυτη σκωπτική διάθεση που διατρέχει όλο το έργο και δίνει χώρο σε αλληγορίες και συμβολισμούς. Η αφήγηση έχει κάποιες στιγμές που πλατειάζει, ενώ οι τονισμοί από τους ηθοποιούς δεν έχουν πάντοτε τη δέουσα οξύτητα, αλλά το ενδιαφέρον του θεατή επανέρχεται γρήγορα σε ισορροπία, είτε με τη δράση κάποιων σκηνών, είτε με τις μουσικές και φωνητικές εικόνες που δημιουργεί ο θίασος και αποτελούν ευχάριστες παρεμβολές σε αυτή. Ο ρόλος του Ξουθ έχει έντονη σωματικότητα, κινείται υποδειγματικά σε όλο το μήκος, το πλάτος και το ύψος της σκηνής (βοηθούντος και του σκηνικού) και συνδυάζεται αρμονικά με το λόγο των υπόλοιπων ηθοποιών. Η φαντασία συνεργάζεται με αγαστό τρόπο με το ρεαλισμό, ενώ τα πολιτικοκοινωνικά σχόλια που δίνουν το στίγμα της εποχής έχουν ένα γλυκόπικρο χιούμορ που τονίζει τη διαχρονικότητα κάποιων από αυτά, ακούγονται με σαφήνεια και καθαρότητα και αφήνουν το θεατή να κάνει τις συγκρίσεις με το σήμερα. Η μετάβαση από τον πίθηκο στην ανθρώπινη υπόσταση του χαρακτήρα του Ξουθ γίνεται ομαλά, τεκμηριωμένα κι έτσι αρχίζει να ξετυλίγεται το (δραματικό) κουβάρι της ζωής του.
Ο Δημήτρης Κουρούμπαλης στο σύνθετο και δύσκολο ερμηνευτικό εγχείρημα του Ξουθ, αποδεικνύει ότι βρίσκεται σε μία ώριμη και δημιουργική φάση της θεατρικής του καριέρας. Υποδειγματικά δουλεμένη η κινητική και φωνητική μίμηση του πιθήκου, βρίσκεται παντού, σκαρφαλώνει στο σκηνικό με αξιοσημείωτη ευκολία, ενώ και η μετάβασή του στο λόγο και την ανθρώπινη κίνηση γίνεται με ομαλότητα και συνέπεια. Αποφεύγει τις υπερβολές, είναι εξαιρετικά πειστικός και δείχνει απόλυτα συγκεντρωμένος στη σκηνική συνθήκη που καλείται να υπηρετήσει. Το τελικό αποτέλεσμα τον δικαιώνει και είναι ενδεικτικό του εύρους του ταλέντου του. Ο Νίκος Μέλλος παίζει το νεαρό και πολλά υποσχόμενο Καλλίστρατο Ευγενίδη. Καταφέρνει να σκιαγραφήσει επιτυχημένα το προφίλ ενός τυπικού νεοέλληνα που προσπαθεί να αναρριχηθεί στην κοινωνική ιεραρχία εκμεταλλευόμενος πρόσωπα και καταστάσεις, με την κίνηση και την έκφρασή του να υπηρετούν το χαρακτήρα που υποδύεται, αλλά να χρειάζεται λίγη δουλειά στις αποχρώσεις της χροιάς της φωνής του ώστε να υποστηρίζει τη βαρύτητα των λεγομένων του. Η Πηνελόπη Σεργουνιώτη είναι μια παιχνιδιάρα και ερωτική Σουλτανίτσα που φλερτάρει με τον Καλλίστρατο, αλλά και μία καταχθόνια Αβενδόρτη που αποτελεί την πηγή των βασάνων του Ξουθ. Κρατά με άνεση τη σκηνική της ισορροπία και αναδεικνύει την ιδιαίτερη ψυχολογία των δύο αυτών διαφορετικών γυναικών. Η Αντιγόνη Μακρή και η Ευγενία Μαραγκού σε μικρούς ρόλους, αλλά και με σημαντική συμμετοχή στα χορωδιακά κομμάτια της παράστασης συμπληρώνουν το καστ, αν και δεν ήταν πάντοτε συντονισμένες.
Ο σκηνικός χώρος του Γιώργου Λιντζέρη είναι λιτός με ένα κιβώτιο στη μέση της σκηνής να έχει πολλαπλή χρησιμότητα στη ροή της παράστασης, αφήνει χώρο ελεύθερο για την κίνηση των ηθοποιών, ενώ εξαιρετικό είναι το μονόζυγο στην άκρη της σκηνής, στο οποίο σκαρφαλώνει με μεγάλη ευλυγισία ο Ξουθ και αποτελεί το παρατηρητήριό του. Τα κοστούμια του ίδιου είναι καλαίσθητα και υπηρετούν πιστά τη σκωπτική σκηνοθετική διάθεση. Η πρωτότυπη μουσική του Κώστα Νικολόπουλου δίνει την ανάλαφρη νότα που χρειάζεται η αφήγηση για να αναπνέει και αποτελεί ζωντανό κύτταρο της ροής της παράστασης. Η επιμέλεια της κίνησης της Φρόσως Κορρού μαρτυρά επίμονη δουλειά (κυρίως με τον Ξουθ) η οποία πρόσεξε τις λεπτομέρειες και αποτελεί εργαλείο του πολύ καλού τελικού αισθητικού αποτελέσματος. Οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα εστίασαν σωστά τόσο στον Ξουθ, όσο και στους υπόλοιπους ήρωες.
Συμπερασματικά, στο Θέατρο Σταθμός, παρακολούθησα μια ιδιαίτερη παράσταση ενός κειμένου όπου η φαντασία κλείνει το μάτι στην πραγματικότητα, με τα νοήματά του να παραμένουν επίκαιρα μέχρι το σήμερα, αν και είναι γραμμένο πριν πολλές δεκαετίες. Η σκηνοθετική προσέγγιση συνδύασε την αφήγηση με τη δράση και κάποιες μουσικές εικόνες-ανάσες, έδωσε μια έντονα σκωπτική προδιάθεση στα πολιτικοκοινωνικά σχόλια του έργου, είχε ρυθμό και δημιούργησε ενδιαφέρουσες εικόνες. Οι μικρές αρρυθμίες δεν επηρέασαν το θετικό τελικό αποτέλεσμα που είχε αισθητική, άποψη, πολύ καλή μουσική, εξαιρετική κίνηση κι έναν Δημήτρη Κουρούμπαλη να κλέβει την παράσταση με μία ώριμη και ολοκληρωμένη ερμηνεία.