Παίζουν: Θανάσης Μιχαηλίδης, Γιώτα Φέστα, Γιώργος Βεργούλης, Γκαλ Α. Ρομπίσα, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Στέλιος Νίνης, Ζωή Ιωαννίδη, Αρτέμης Χαραλαμπίδης, Έφη Γούση, Άγγελος Προκόπιος Νεράντζης, Λάμπρος Γραμματικός
Είναι δύσκολο ν’ αναμετριέσαι με τα κλασικά αριστουργήματα μεγάλων, αθάνατων συγγραφέων, ποιητών της σκηνής… Είναι σα να διατείνεσαι ότι μπορείς να ξαναγράψεις το έργο από την αρχή, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της εποχής και στις ανάγκες κοινού και συντελεστών… Θράσος από μία άποψη, αναγκαία τόλμη από την άλλη.
Ποτέ δεν καταλάβαινα αυτό το εμμονικό, ζωώδες σχεδόν αναμάσημα των κλασικών. Μοιάζει με αναχάραξη δρόμου πάνω σε έναν αρχαίο αντίστοιχό του. Μου φαίνεται ευκολότερο να γράψεις ένα σύγχρονο κείμενο με το ίδιο ή παρόμοιο θέμα. Κάτι που – δυστυχώς ή ευτυχώς – πράττουν οι σύγχρονοι σκηνοθέτες επεμβαίνοντας και ξεχαρβαλώνοντας τόσο πολύ τα ξένα κείμενα που θα ευχόμασταν εμείς οι θεατές να είχαν γράψει ένα εξαρχής δικό του.
Αυτή η μακρά εισαγωγή δεν προοιωνίζει βέβαια κάτι καλό. Έχουμε κουραστεί να ακούμε – κι εκτός Επιδαύρου – συνεκφωνήσεις και «ληγμένες» μεταμοντερνιές, του στυλ «ο τάδε είπε, η δείνα είπε, τώρα ο ένας κάνει αυτό κι η μία κάνει το άλλο…». ΔΕΙΞΤΕ ΜΑΣ!!! Το θέατρο δεν είναι απλώς για το θεαθήναι και να ξεπετάμε τα λόγια σαν «ηχητικό τοπίο». Δεν είναι έτσι. Δυστυχώς φίλοι μου. Πολυκαιρισμένος ο πειραματισμός κι ανεδαφική πλέον η ξεπερασμένη πρωτοπορία που έχει μπαγιατέψει τόσες δεκαετίες μετά…
Ο τσεχωφικός «Γλάρος» είναι κωμωδία. Εδώ κι έναν αιώνα, συμπεριλαμβανομένου του Στανισλάβσκι, το ερμηνεύουμε ως νεορομαντικό «αστικό δράμα», έστω και στην ελαφρά του μορφή, όπως και σ’ αυτήν εδώ την παραγωγή, που ξεχωρίζει ίσως από τις άλλες γιατί παρωδεί τον υποκριτικό κώδικα του τέλους του 19ου αιώνα. Όμως μερικές χαριτωμενιές, κάποιες παύσεις (δόκιμες ή αδόκιμες) και κάποιες σχηματοποιήσεις που δεν γίνονται – σε καμία περίπτωση – στυλιζαρίσματα δεν απαλείφουν τον μελοδραματισμό και τις εύκολες κινηματογραφικές «όψεις»-πλάνα ενός επικαλυμμένου κειμένου τόσο πολυεπίπεδου που ακόμα και τους πολλαπλούς κι αλλεπάλληλους βιασμούς του αντέχει. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Αν δεν το καταλαβαίνουμε, ας το αφήνουμε στην ησυχία του. Έχει πολλές μορφές ποίησης, ακόμα και μελλοντολογική, τόσο που καλόν είναι να το αντιμετωπίζουμε ως να είμεθα ποιητές εμείς οι ίδιοι. Αλλιώς το παρωδούμε, ή το «ξεπετάμε» (εις την καλυτέραν των περιπτώσεων)…
Δεν ικανοποιήθηκα ως επαρκής θεατής από αυτή τη νευρική, σπασμωδική θα έλεγα θεώρηση αυτού του έργου που το μελετώ εδώ και σαράντα χρόνια ανακαλύπτοντας συνεχώς καινούργια νοηματικά στρώματα. Ακόμα κι σ’ αυτή την άκομψη, άχαρη και πληκτική παράσταση-πρόβα με τα σύγχρονα (;) κοστούμια να βγάζουν μάτι και να στερούν το κείμενο ακόμα κι από την πατίνα του Χρόνου, την πολύτιμη…
Από τις αποτυχημένες συμπαραγωγές Θεάτρου Νέου Κόσμου και Θεάτρου Τέχνης. Κρίμα, γιατί όλοι οι συντελεστές ήταν κάτι παραπάνω κι από επαρκείς. Τους συμπαρέσυρε όμως μια «κρυανάλατη» [για να μην το πω αλλιώς] περιρρέουσα ατμόσφαιρα που ξεχειλίζει από επιτήδευση, αλλά κι από διαμάντια πρωτοτυπίας ή μελλοντικής αισθητικής. Μήπως οι καλοί και άξιοι θεατράνθρωποί μας να ψάξουν βαθιά μέσα τους και γύρω τους και να ανακαλύψουν το θέατρο του μέλλοντος, όπως έκανε ο μέγιστος Αντώνιος Τσέχωφ στην εποχή του; Αλλιώς το όποιο εγχείρημά τους καταλήγει σε ατόπημα και μάλιστα οξύμωρο. Δεν πλησιάζουμε την πρωτοπορία των αρχών του προηγούμενου αιώνα με ληγμένους πειραματισμούς του τέλους του, ενώ έχει ήδη ανατείλει ένας νέος αιώνας με τις ίδιες ή άλλες προκλήσεις (περιβάλλον, μηχανές, ισότητα, ελευθερία, ανεπάρκεια και καταστροφή των φυσικών πόρων…).
Αρκετά πια με τις τυμβωρυχίες. Όταν δεν μπορείτε να φωτίσετε τα χιλιοπαιγμένα κλασικά έργα από άλλες, απρόσμενες γωνίες, αφήστε τα καλύτερα στην ησυχία τους. Αν επιθυμήσουμε να τα ξαναδούμε ή να τα ξανακούσουμε θα καταφύγουμε σε μηχανικές αναπαραγωγές παλαιών, λαμπρών, νοσταλγικών ερμηνειών κι εκφάνσεών τους.
Δρ. Κωνσταντίνος Β. Μπούρας
www.konstantinosbouras.gr
Πληροφορίες για την παράσταση θα βρείτε εδώ