του Σίμου Ανδρονίδη
Η μονογραφία του Νίκου Ποταμιάνου που φέρει τον εύγλωττο τίτλο ‘Οι νοικοκυραίοι: Μαγαζάτορες και βιοτέχνες στην Αθήνα, 1880-1925,’ θεωρούμε ότι καλύπτει ένα κενό στην ελληνική βιβλιογραφία που άπτεται της μελέτης των κοινωνικών τάξεων και της αναπαραγωγής τους, καθότι σημείο αναφοράς της συγκεκριμένης μελέτης καθίσταται η παραδοσιακή μικροαστική τάξη και οι μερίδες που την συν-αποτελούν, στο κρίσιμο διάστημα μεταξύ του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα.
Ο συγγραφέας του βιβλίου προβαίνει σε μία διάρθρωση της μελέτης του εκκινώντας από μία εν γένει θεωρητική σκοπιά, ως προς τους προσίδιους όρους συγκρότησης της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης εντός του Κεφαλαιοκρατικού Τρόπου Παραγωγής.
Αναδεικνύοντας τα βιβλιογραφικά ευρήματα που επιδιώκουν να απαντήσουν στο ‘πως’ της τάξης (είναι έντονη η παραπομπή στην κλασική μελέτη των Crossick & Haupt για την μικροαστική τάξη στην Ευρώπη στο λυκαυγές του καπιταλισμού), και συγκεφαλαιώνοντας ουσιωδώς τις μελέτες περί της μικροαστικής τάξης, ο συγγραφέας επαναπροσδιορίζει, αφενός μεν τους όρους συγκρότησης, αφετέρου δε τα χαρακτηριστικά εκείνα που συνθέτουν την μικροαστική τάξη, εκ-φεύγοντας από το πλαίσιο του ‘οικονομισμού’ και σημασιοδοτώντας εμπρόθετα την εγγενή ρευστότητα ως προς την κατηγοριοποίηση της, ως προς την θέση και τον κοινωνικό ρόλο που αποκτά ευρισκόμενη μεταξύ της αστικής και εργατικής τάξης (ίσως έχουμε να κάνουμε με ένα κοινωνικά ‘τριγωνικό’ σχήμα), δίχως όμως να αποφεύγει να αναγνωρίσει το μικροαστικό υπόδειγμα μεταξύ της εκμετάλλευσης που ασκεί, και της εκμετάλλευσης που υφίσταται.
Έννοια-κλειδί όπως θα επισημάνουμε πως καθίσταται όχι τόσο η εκμετάλλευση, όσο το περίγραμμα των αντιφάσεων-αντινομιών που εγγράφονται στο εσωτερικό της μικροαστικής τάξης, που άπτονται μίας προσέγγισης δι-ιστορικής: Εάν η μικροαστική τάξη και δη η παραδοσιακή μικροαστική τάξη ‘είναι τάξη για τον εαυτό,’ της άλλο τόσο συνιστά και ‘τάξη για τους άλλους.’
Η ευρύτερη ανασκόπηση της θεωρίας αποτελεί την ιδανική ‘γέφυρα’ μετάβασης στο κύριο μέρος του βιβλίου που εξετάζει μακροσκοπικά την παραδοσιακή μικροαστική τάξη των Αθηνών, εν σχέσει και με τις εκάστοτε κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, τίθενται στο επίκεντρο, ως σύστοιχο πλαίσιο της διαδικασίας συγκρότησης, η χωρική συγκέντρωση παραδοσιακών μερίδων της (οι λεγόμενες ‘πιάτσες’), οι ανα-κατατάξεις και οι διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό της και σχετίζονται και με την δυνατότητα κεφαλαιακής συσσώρευσης, όπως επίσης και στοιχείο τα οποία και προχωρούν σε μία ‘φορτισμένη’ έγκληση της τάξης με τους επι-γενόμενους όρους της καθημερινής συναλλαγής, όπως διαφαίνεται στην ανάλυση για το καθεστώς του ‘βερεσέ’ στην Αθήνα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, που τοποθέτηση τον μικροαστό έμπορο στη χορεία μίας συναλλακτικής κουλτούρας με συγκεκριμένο κάθε φορά, ισοζύγιο, προσιδιάζοντας προς την κατεύθυνση πλαισίωσης του καταστηματάρχη, με πολλά πρόσωπα. ‘Σωτήρας‘ ή ‘τοκογλύφος,’ ‘βοηθός’ ή ‘στυγνός επαγγελματίας;’
Προχωρώντας την μελέτη του και αντλώντας από ένα ευρύ πραγμολογικό υλικό, ο διδάκτορας του Πανεπιστημίου Κρήτης, υπογραμμίζει, ενίοτε και εμφατικά, τα μοτίβα που συν-διαμορφώνουν την ‘κοσμο-αντίληψη’ του μικροαστού, του μαγαζάτορα, του κουρέα, συναρθρώνοντας το κοινωνικό ‘είναι’ της τάξης και των επιμέρους μερίδων της (ας επιμείνουμε σε μία μαρξίζουσα ορολογία), με εκείνα τα στοιχεία που δύνανται να συμβάλλουν στην ‘κατασκευή’ της ευρύτερης και κατ’ επέκταση, ανοιχτής κοινωνικής-μικροαστικής ταυτότητας.
Και ένα ενδιαφέρον όσο και πρωτότυπο στοιχείο της μονογραφίας αυτής είναι το γεγονός ότι ο συγγραφέας της αξιοποιεί μοτίβα που ανάγονται στη σφαίρα του συμβολικού-πολιτισμικού με διακύβευμα την όσο το δυνατόν πληρέστερη απεικόνιση του ‘βιό-κοσμου’ των μικροαστών.
Μοτίβα όπως είναι η έγκληση και η ιδιαίτερη αναφορά του ‘Αγίου’ προστάτη της κοινότητας, η παρουσία του οποίου διαμορφώνει χαρακτηριστικά ‘ανήκειν’ και αυτο-αναγνώρισης στον ιστορικό χρόνο, η πρόσληψη του καρναβαλιού στην Αθήνα των αρχών του 20ου αιώνα, και η σταδιακή προσαρμογή στους τρόπους κοινωνικής συμπεριφοράς της μικροαστικής τάξης, η διαδικασία εξευγενισμού του Καραγκιόζη και η δυνατότητα ‘εκκαθάρισης’ του από ‘μιαρά’ λαϊκά στοιχεία, δίνοντας χώρο στο πλαίσιο ή αλλιώς στα πλαίσια του κοινωνικού-αξιακού αυτοπροσδιορισμού των μικροαστών:
Εδώ η αφήγηση καθίσταται ρέουσα, γλαφυρή, στο σημείο όπου έντυπα, καταστατικά, δηλώσεις επαγγελματιών, αφήνουν να διαρρεύσει το στρατηγικό πρόσημο του αυτο-καθορισμού-αυτο-προσδιορισμού, το πως προσλαμβάνουν οι ίδιοι την κοινωνική τους θέση και τον συλλογικό τους εαυτό, χρησιμοποιώντας και εναλλάσσοντας την κοινωνιολογική ορολογία με την περισσότερο λαϊκότροπη-λαϊκή, αποκτώντας σταδιακά το ίδιο προφίλ του επαγγελματία ως σημαίνοντος όρου αυτό-θέασης και μίας ιδιαίτερου τύπου, ‘αυτοχθονίας.’
Η αφήγηση του συγγραφέα παραμένει στιβαρή δίχως να απολέσει το ενδιαφέρον της, κομίζοντας την αίσθηση μίας τάξης ‘εν εξελίξει’ εντός του ελλαδικού-Αθηναϊκού χώρου, μετατοπίζοντας την έρευνα τους στις μορφές και στα σχήματα συλλογικού αυτο-προσδιορισμού και κοινωνικής εκπροσώπησης των μικροαστών, από συντεχνίες και ενώσεις επαγγελματιών έως την συγκρότηση της ‘ομπρέλας’ της ΓΣΕΒΕ στα 1917, που σταδιακά κατέστη ‘ρεαλιστικός δρών,’ εάν είναι δόκιμος ο όρος.
Ο Νίκος Ποταμιάνος δεν αφήνει αναξιοποίητη την ίδια διάσταση των συλλογικών κινητοποιήσεων, των διαβημάτων, διαμαρτυριών και απεργιών που λαμβάνουν χώρα στις τάξεις των επαγγελματιών, ανα-πλαισιώνοντας αναλυτικά τα κυριότερα αιτήματα τους (αυξημένοι φόροι, ενοικιοστάσιο), ιδωμένα υπό το πρίσμα της κοινωνικής τους παρουσίας και αναπαραγωγής, εκεί όπου η μελέτη μίας τάξης αξιώνει την λειτουργικότητα της υπενθύμισης: Η συγκρότηση της αποτελεί μία μακρόσυρτη διαδικασία, με αντιφάσεις, ‘άλματα’ και οπισθοχωρήσεις, διαδικασία που άπτεται πολλών παραγόντων.