“Να ανοίγεις το παράθυρο προσεκτικά, η δηθενιά και η κορεκτίλα σκοτώνουν. Αν μπεις στο κόλπο τους σ’ ένα χρόνο από σήμερα, θα αισθάνεσαι μη αισθανόμενος. Κρατήσου γερά. Τώρα Μπόνο Πράτιγο Μπόνο Πράτιγο Μπόνο Πράτιγο θα μου πεις “από πού ρε φίλε να κρατηθώ;;” Από σένα ρε φίλε κρατήσου. Κάνε την καρδιά μάστορα μαρμαρογλύπτη και ξαναφτιάξου απ’την αρχή… Τέτοια σκέφτομαι σε μισάνοιχτο παράθυρο, που το μπουγάζι είναι κι αυτό δήθεν…
Οἱ τέσσαρες ἐμποροπλοίαρχοι ἔστρεψαν τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς τὸν νεωστὶ ἐλθόντα καὶ τὸν ἐκοίταξαν ἀπλήστως. «Μπόνο πράτιγο, σινιόρε, ἔκραξεν ὁ Ἰμβριώτης· ἀπεφάσισες, βλέπω, κ᾽ ἐβγῆκες. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο Αμερικάνος)
Στην Αθήνα προσγειώθηκε το αεροπλάνο τα ξημερώματα. Το κινητό έγραφε 30 Μαρτίου 2020. Η καρδιά μου ήταν έτοιμη ν’ αρχίσει το γνωστό γρονθοκόπημα στο στήθος. Την μεγάλη συγκίνηση τελευταία δεν την βάσταγε γερά ο αέρας του στέρνου. 20 χρόνια απουσίας στα ξένα.Την περασμένη Άνοιξη, Μάρτιος ήταν πάλι, θαρρώ, διασχίζοντας την λεωφόρο της ξένης πόλης, πεζή, υψώνοντας τις παλάμες στα διερχόμενα αυτοκίνητα, κι αυτά στρίγγλιζαν.
Το μάτι μου είδε τα χέρια να πληκτρολογούν στις Αρχές να συλλάβουν … μια γυναίκα (εμένα δηλαδή) που με τις γόβες βγαλμένες διέσχιζε την λεωφόρο κατευθυνόμενη στην κρεμαστή χαλύβδινη γέφυρα, με σκοπό να δει την θάλασσα.
Ξέφυγα, πέταξα το παλτό, φόρεσα τις γόβες και στάθηκα στην γωνία υποκρινόμενη ότι ψαρεύω πελάτες.Η περιγραφή δεν ταίριαζε. Το βίντεο και η κάμερα είχαν καταγράψει άλλα ρούχα.Το λειτουργικό τερμάτιζε με την φράση «Τρελή παρακωλύει την συγκοινωνία»
Τα αέρια οξυγόνου για τον αερισμό της πόλης προγραμματίζονται να λειτουργούν καθ’ εκάστη στις 8.00 μμ.
Έτρεξα να προλάβω πριν την βουή των σωλήνων. Επέστρεψα στο διαμέρισμά μου στον 30ο όροφο και μόλις έκλεισα την πόρτα, ξεκίνησα γοερό κλάμα
Σφράγισα τις τζαμαρίες με ύφασμα που είχα φτιάξει αποτελούμενο από κολάζ φωτογραφιών. Παλιές εικόνες με τους γονείς μου, στο σχολείο, στο πάρκο, στην γιορτή, στη θάλασσα, ένας παφλασμός φιλτραρισμένος, ξαφνικά στην προβλήτα κι εγώ από κάτω μεταμορφωμένη σε κάτι άλλο. Τότε, αγκαλιάζοντας ό,τι ήμουν, πήρα την απόφαση της επιστροφής.
Θα τερμάτιζα την εδώ ζωή που είχε μεταβληθεί σε κάτι που δεν θύμιζε ανθρώπινη ζωή. Θα επέστρεφα. Οι γονείς μου είχαν ήδη τη ζωή τους χάσει σε τροχαίο. Τους βρήκαν αγκαλιά. Από τότε έκλεισα την πόρτα επικοινωνίας. Θα επέστρεφα. Κρυφά θα φιλούσα το χώμα. Θα χάιδευα τις πόρτες. Θα ακουμπούσα το μέτωπο στα μπρούτζινα χερούλια. Θα συναντούσα παλιούς φίλους. Θα ξεκινούσα από την αρχή εκεί που είχα κοινωνήσει μόνο αγάπη. Στον τόπο μου.
Η καρδιά μου με λαχτάρα κοιτούσε τον αεροδιάδρομο προσγείωσης στην Αθήνα. Πριν φτάσω στις αποσκευές, ταμπέλες και πινακίδες ανεβοκατέβαιναν και η φωνή κονσέρβα επαναλάμβανε «Οι επιβάτες της πτήσης 459 να ακολουθήσουν το προσωπικό του νοσοκομείου». Δεν κατάλαβα τον λόγο ώσπου μια πινακίδα με ένα ανθρωπάκι smile ξεκαρδισμένο ηλιθιωδώς αναβόσβηνε την λέξη «Καλώς ορίσατε στο Λοιμοκαθαρτήριο των Αθηνών». Άρχισα να ανησυχώ. Τι εννοούσαν; Τι έχει συμβεί;
Το δίχως άλλο η σχέση μου με την τεχνολογία ήταν σχιζοφρενική. Και την μισούσα, αλλά και την εμπιστευόμουν. Σε αυτήν την περίπτωση, την εμπιστεύτηκα.
Συνεχίσαμε να προχωρούμε στον διάδρομο και όσο βαδίζαμε, το περιβάλλον μεταβαλλόταν σε απέραντο Νοσοκομείο. Το προσωπικό του Αερολιμένα είχε αντικατασταθεί από ανθρώπους ντυμένους με ολόσωμες φόρμες αντιβακτηριαδικής προστασίας και μάσκες αντιασφυξιογόνες με στόμιο που θυμίζει βατράχια. Δεν μιλούσαν. Στέκονταν φρουροί στον διάδρομο.
Ένας που διαμαρτυρήθηκε έντονα συνελήφθη με την υπόνοια της υποκίνησης στάσης εναντίον της ασφάλειας του συνόλου των πολιτών. Ήθελα να φτάσω σπίτι μου και προτίμησα να υπακούσω.
Τα φώτα έγιναν έντονο νέον και ανάμεσα έβγαινε και το ιωδίζον χρώμα της εντατικής. Το βλακώδες smile είχε αναποδογυρίσει τη γραμμή στην θέση «λύπη». Τι λυπόταν; Τι μας έλεγε;
Μπροστά μας, σε ένα μακρύ απολυμασμένο πάγκο ζητήθηκε να αφήσουμε τα τιμαλφή, τις κάρτες, τα ταξιδιωτικά έγγραφα και τα κινητά. Απομακρυνόμενοι, νιώθαμε γυμνοί. Τόσα χρόνια εργασίας σκληρής για την ασφάλεια, που μόλις είχαμε παραδώσει, κατόπιν εντολής.
Συνεχίσαμε το περπάτημα με ρυθμό βάδην. Το smile ξαναχαμογέλασε και με ένα βελάκι έδειχνε ότι φτάσαμε. Όμως έξοδος δεν φαινόταν από πουθενά. Οι νέοι κλικάριζαν με τα δάκτυλα τα ρούχα τους μιμούμενοι τα πλήκτρα στο κινητό ή στο pc. Οι μικρότεροι γελούσαν σπαρακτικά θεωρώντας ότι η Αθήνα επιτέλους «εκπολιτίστηκε» και προσφέρει νέες ατραξιόν της σύγχρονης τεχνολογίας. Οι γεροντότεροι πίστεψαν ότι είναι για το καλό μας.
Εγώ άρχισα να παρουσιάζω συμπτώματα έντονης δυσφορίας. Σκέφτηκα το γιασεμί στο στενό μπαλκονάκι της Αθήνας. Δεν ήξερα αν ζει ή αν πεθαίνει. Επίσης θυμήθηκα τον Θωμά. Επιτέλους είχε χωρίσει από τον γάμο του. Κι εγώ που ποτέ δεν τον ξέχασα, θα του έλεγα ότι ακόμη των αγαπώ. Αν ήταν διστακτικός, θα του έλεγα ότι τον λατρεύω. Δυσφορώ όμως και δεν ξέρω ακριβώς τι θα έλεγα.
Φτάσαμε σε μια αίθουσα που έγραφε «Καλώς ορίσατε στην καραντίνα Αθήνας». Πόσες μέρες, πόσες νύχτες πόσες ώρες; Ας μου πει κάποιος. Ας μιλήσει το smile.
Μείναμε σε ράντζα 20 μέρες στην κλειστή και σφραγισμένη αίθουσα. Η Αθήνα υποδεχόταν μόνο τους τουρίστες για λόγους ασφαλείας. Εγώ ως Ελληνίδα θα συνέχιζα την καραντίνα όσο θα ήθελα ή υποχρεωτικά θα επέστρεφα στην Νέα Υόρκη.
… Έχουν περάσει τρεις μήνες και μένω στο θάλαμο αερίων της καραντίνας
Με πληροφόρησαν ότι ο όρος καραντίνα σημαίνει ότι το πλοίο (το αεροπλάνο στην περίπτωσή μας ) τίθεται σε περιορισμό μέχρι να λήξει η επιδημία. Η επιδημία μάλλον θα λήξει στην 20ετία. Κάθισα κατάχαμα στην αίθουσα. Είχα αποφασίσει να αντέξω. Μέτρησα τα χρόνια μου. Σε 20 χρόνια θα ήμουν εξήντα ακριβώς. Το πρώτο να στείλω μήνυμα για το γιασεμί να το ποτίζουν. Να πηγαίνει κάποιος να ανοίγει τα παράθυρα. Να μην ανησυχούν γιατί εγώ μια μέρα θα επιστρέψω.
Θα επιστρέψω stop, Ξανά. Θα Επιστρέψω stop.