Ο Διαγωνισμός Διηγήματος και Φωτογραφίας του ΙΑΝΟΥ είναι σε εξέλιξη και εμείς ήρθαμε σε επαφή με ένα από τα πιο διακεκριμένα μέλη της κριτικής επιτροπής (στον τομέα του διηγήματος): τον Γιάννη Ξανθούλη. Πολυγραφότατος και πολυσχιδής, σπούδασε δημοσιογραφία, σχέδιο και ενδυματολογία θεάτρου. Από το 1969 εργάζεται ως δημοσιογράφος και χρονογράφος σε εφημερίδες, περιοδικά και ραδιόφωνο. Το πρώτο του μυθιστόρημα “Μεγάλος Θανατικός” κυκλοφόρησε το 1981 και το 1982 ξεκίνησε να γράφει τα «Σαββατιάτικα» στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία. Έγραψε αρκετά σατιρικά κείμενα και θεατρικά έργα από τα οποία τα περισσότερα παρουσιάστηκαν στο ελληνικό θέατρο. Ακόμη ασχολήθηκε και με το παιδικό θέατρο, καθώς επίσης έγραψε και εικονογράφησε παιδικά βιβλία. Άνθρωπος της τέχνης και των γραμμάτων, φέτος κλείνει 40 χρόνια συγγραφικής δημιουργίας σε μια εποχή κρίσης, διαφορετικού τύπου από άλλες.
Με αφορμή όλα τα παραπάνω, μιλήσαμε μαζί του και τον ευχαριστούμε πολύ.
Φέτος, συμπληρώνονται 40 χρόνια της συγγραφικής σας δημιουργίας. Θυμάστε τι ήταν αυτό που γράψατε για πρώτη φορά;
Σαράντα χρόνια πεζογραφίας, γιατί πολύ πριν έγραφα θέατρο, θέατρο για παιδιά, στίχους για μιούζικαλ, όπως το «Ωραία μου Κυρία» και το «Καμπαρέ» με την Αλίκη, όπως για τον «Σκαπίνο» του Μολιέρου από τον Ποταμίτη και άλλα πολλά. Πρώτη φορά θυμάμαι πως έγραψα στην Πέμπτη Δημοτικού. Ένα Χριστουγεννιάτικο σκετς. Δηλαδή το 1958!
Πώς σας φαίνεται που αυτή η επέτειος συμπίπτει με μια παγκόσμια κρίση, αυτή της Covid-19;
Ζούμε μια φρίκη. Άρα η φρίκη προηγείται της επετείου. Όσο για τον τίτλο του πρώτου μου βιβλίου, που τώρα κυκλοφόρησε «επετειακά» εντελώς συμπτωματικά, είναι «Ο μεγάλος θανατικός». Μερικές φορές οι συμπτώσεις είναι προβοκατόρικες.
Τι ήταν αυτό που σας έλειψε περισσότερο κατά τη διάρκεια της καραντίνας από τις συνήθειές σας;
Το ταξίδι γενικά κι ότι γίναμε εν δυνάμει καχύποπτοι με τους συνανθρώπους μας. Το τελευταίο είναι ό,τι χειρότερο.
Το τελευταίο σας μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Διόπτρα έχει τίτλο “Ζωή μέχρι χθες”. Τι πραγματεύεται; Πώς εμπνευστήκατε τον τίτλο που μοιάζει να ταιριάζει με αυτήν την “παύση” στην οποία μπήκαμε όλοι;
Το «Ζωή μέχρι χθες» είναι τίτλος επίσης συμπτωματικός με το χάλι που περνάμε. Βέβαια αφορά τη ζωή μιας ώριμης γυναίκας που αλλάζει εντελώς την πορεία της βάζοντας ένα όριο στη μέχρι τώρα ζωή της βλέποντας το μέλλον με κάποια αισιοδοξία. Αυτό όμως που της δίνει ελπίδα είναι ότι κάποτε το βιβλίο, που περιγράφει τον βίο της, θα διαβαστεί από ένα συγκεκριμένο αναγνώστη που την αφορά. Ή μάλλον ο μόνος που την αφορά.
Ξεκινήσατε να γράφετε θεατρικά έργα και στη συνέχεια πεζά. Αυτή η ζωντάνια του θεατρικού λόγου παραμένει στη γραφή σας, ακόμη κι αν γράφετε μυθιστόρημα και αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι έργα σας έχουν μεταφερθεί και στον κινηματογράφο. Η αγάπη για το θέατρο πώς ξεκίνησε; Σας ασκεί ακόμη αυτή τη γοητεία;
Από παιδί είχα τρέλα με το θέατρο γι’ αυτό υποδυόμουν διάφορους ρόλους – όχι στη σκηνή βέβαια- που τρέλαιναν τους γονείς μου. Πότε ήμουν το υιοθετημένο παιδί, πότε γιος ανύπαρκτων βασιλέων, πότε μέντιουμ και πότε εφευρέτης αγνώστων εφευρέσεων. Προφανώς όλα αυτά να ήταν μια απελπισμένη άμυνα στις αδυναμίες μου. Ασχολήθηκα με το θέατρο και κυρίως με την παρασκηνιακή ετοιμασία μιας παράστασης. Το 1989 έπαιξα και ο ίδιος σε δικό μου έργο στο θέατρο «Αποθήκη» με την αλησμόνητη Αλίκη Γεωργούλη. Έκτοτε η γοητεία του θεάτρου για μένα ξεθύμανε.
Είστε για ακόμη μία χρονιά μέλος της κριτικής επιτροπής του Διαγωνισμού Διηγήματος στον ΙΑΝΟ. Πώς είναι αυτή η εμπειρία; Ο κόσμος συμμετέχει; Έρχονται στα χέρια σας κείμενα που φαίνεται να κρύβουν μεγάλα συγγραφικά ταλέντα;
Δεν μου αρέσει να κρίνω. Για να γράψει ο οποιοσδήποτε πάει να πει πως το έχει ανάγκη. Όχι απαραίτητα να διακριθεί. Το γνωρίζω από πρώτο χέρι. Γι’ αυτό αισθάνομαι αμήχανα όταν πρέπει να «βαθμολογήσω» ένα κείμενο. Ωραία είναι η πρωτοβουλία του ΙΑΝΟΥ, σαφώς και κάποια γραπτά ξεχωρίζουν, αλλά καθένας μόνος του, ανεξάρτητα από κρίσεις, μπορεί να καθορίσει την πορεία του. Έχοντας εισπράξει πολλές αποτυχίες ξέρω πως η επιμονή και υπομονή είναι τα μόνα φάρμακα.
Ζούμε μια ακατανόητη για μένα εποχή. Έχουμε έξυπνες μηχανές, ηλίθιους χρήστες, επιφανειακά φαινόμενα προόδου και τηλεπερσόνες εγκληματικού θράσους. Οι πολιτικοί είναι για τα μπάζα και η ανοχή κρύβει φόβο και μόνο φόβο. Όλοι είναι τρομαγμένοι μήπως και παρεξηγηθούν από τους ιερείς και τους μύστες του political correct, ενώ η ζωή τσουλάει με τις σταθερές της θλίψης, του θανάτου και μιας καθημερινότητας που κρύβει λίγες στιγμές παρηγοριάς. Μπορεί και εύχομαι να κάνω λάθος. Πάντως στις μεγάλες παρηγοριές μας είναι και το βιβλίο. Άλλοι το ξέρουν κι άλλοι φοβούνται να μπουν στα βιβλιοπωλεία νομίζοντας ότι η πόρτα μόλις την ακουμπήσουν θα εκραγεί.
Θεωρείτε ότι έχουμε καλό συγγραφικό υλικό στην Ελλάδα;
Πάντοτε υπήρχαν σπουδαίοι συγγραφείς ανεξάρτητα από την αναγνωρισιμότητά τους. Συγγραφείς που συνομιλούν χωρίς κόμπλεξ με το αναγνωστικό κοινό.
Είναι η εποχή της ανάγνωσης ή αισθάνεστε ότι ο κόσμος απομακρύνεται σιγά σιγά από το βιβλίο;
Ζούμε μια ακατανόητη για μένα εποχή. Έχουμε έξυπνες μηχανές, ηλίθιους χρήστες, επιφανειακά φαινόμενα προόδου και τηλεπερσόνες εγκληματικού θράσους. Οι πολιτικοί είναι για τα μπάζα και η ανοχή κρύβει φόβο και μόνο φόβο. Όλοι είναι τρομαγμένοι μήπως και παρεξηγηθούν από τους ιερείς και τους μύστες του political correct, ενώ η ζωή τσουλάει με τις σταθερές της θλίψης, του θανάτου και μιας καθημερινότητας που κρύβει λίγες στιγμές παρηγοριάς. Μπορεί και εύχομαι να κάνω λάθος. Πάντως στις μεγάλες παρηγοριές μας είναι και το βιβλίο. Άλλοι το ξέρουν κι άλλοι φοβούνται να μπουν στα βιβλιοπωλεία νομίζοντας ότι η πόρτα μόλις την ακουμπήσουν θα εκραγεί.
Από παιδί είχα τρέλα με το θέατρο γι’ αυτό υποδυόμουν διάφορους ρόλους – όχι στη σκηνή βέβαια- που τρέλαιναν τους γονείς μου. Πότε ήμουν το υιοθετημένο παιδί, πότε γιος ανύπαρκτων βασιλέων, πότε μέντιουμ και πότε εφευρέτης αγνώστων εφευρέσεων. Προφανώς όλα αυτά να ήταν μια απελπισμένη άμυνα στις αδυναμίες μου.
Τι αγαπάτε πάνω από όλα στην Αθήνα; Πιστεύετε ότι “η πόλη ζει”;
Στην Αθήνα αγαπώ την Αθήνα. Το ιστορικό κέντρο. Όλα τα άλλα είναι οικόπεδα με σούπερ μάρκετ. Η Αθήνα των θεάτρων, των βιβλιοπωλείων, των δρόμων της παράδοσης, των μνημείων με όλα τα καλά και τα κακά των μεγαλουπόλεων… Από αυτή την άποψη η Αθήνα καταφέρνει και ζει παρά την «αγωνιστική» κακοποίησή της, σαν από θαύμα.