Πόσο χαίρομαι όταν φτάνουν στα χέρια μου βιβλία, που δεν θα αποχωριστώ ποτέ από τη βιβλιοθήκη μου και που σίγουρα θα τα προτείνω ή θα τα δωρίσω σε φίλους και γνωστούς. Έτσι συνέβη και με το βιβλίο του Κώστα Κατσουλάρη, «Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά». Γιατί μου άρεσε; Αν πρέπει να το θέσω απλά, λιτά και κατανοητά, είναι ένα βιβλίο της εποχής μας, που μιλάει για τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, μέσα από μια ιστορία, που είναι όλο και πιο «συνηθισμένη» στα Δελτία Ειδήσεων, αναλύοντας παράλληλα ανθρώπινους ψυχισμούς, γεγονότα και σκέψεις, αίτια και αιτιατά.
Έτσι, μίλησα με τον ευγενέστατο κύριο Κατσουλάρη για το νέο του έργο, που με ενθουσίασε και μίλησε απευθείας στη δική μου ψυχή. Όπως μίλησαν στην ψυχή μου και τα λόγια του «που πετούν σαν πουλιά», (για να χρησιμοποιήσω κι εγώ τη μετάφραση του Μαρωνίτη για την Ιλιάδα).
«Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά». Ο τίτλος είναι «δάνειο» από την Ιλιάδα. Γιατί αυτός ο στίχος; Τι «χαρακτηριστικά» έχει μια «χάλκινη» καρδιά;
Μια «χάλκινη καρδιά», θα χρειαζόταν, σύμφωνα με τον Ποιητή, για να μπορέσει κανείς να εξιστορήσει όλα όσα συμβαίνουν ταυτόχρονα στο περίπλοκο και αντιφατικό πεδίο της πραγματικότητας. «Χάλκινη καρδιά» χρειάζεται να έχουν και οι ήρωές μου, ο τσακισμένος φιλόλογος και ο εξαφανισμένος μαθητής, ο καθένας για να καταφέρει να βγει αλώβητος από τις μάχες με τους προσωπικούς του δαίμονες, απέναντι σε μια κοινωνία θυμωμένη, παραπλανημένη, φοβισμένη.
Γιατί δεν αποδεχόμαστε, πιστεύετε, αυτόν που είναι «κάπως αλλιώς»;
Γιατί φοβόμαστε πτυχές του εαυτού μας τις οποίες δεν αναγνωρίζουμε καθώς κοιταζόμαστε στον ωραιοποιημένο καθρέφτη της συνείδησής μας. Έτσι, ο «άλλος», ο «διαφορετικός», γίνεται ένας μισητός καθρέφτης μας, μας γυρνάει πίσω μια εικόνα του εαυτού μας που θέλουμε να απωθούμε, που την αρνούμαστε απόλυτα.
Αναφορές και παραλληλισμοί με την Ιλιάδα γίνονται σε όλο το έργο. Πόση σχέση έχουν τα συγκεκριμένα κείμενα, η αρχή των πάντων αν θέλετε, με το σήμερα;
Πιστεύω, κι αυτό προσπάθησα να γίνεται αισθητό στο μυθιστόρημά μου, ότι κάθε εποχή –και η δική μας– μπορεί να διαβαστεί μέσα από αυτά τα θεμελιώδη κείμενα του πολιτισμού μας. Να φωτιστεί, αλλά και να βρει έναν μπούσουλα. Γιατί τα σπουδαία κείμενα δεν μας αποκαλύπτουν μονάχα, αλλά μας διδάσκουν κιόλας, στο βαθύτερο δυνατό επίπεδο.
Διαφορετικότητα και εξερεύνηση ταυτότητας: δύο θέματα που υπάρχουν στο έργο σας. Γιατί δεν αποδεχόμαστε, πιστεύετε, αυτόν που είναι «κάπως αλλιώς»;
Γιατί φοβόμαστε πτυχές του εαυτού μας τις οποίες δεν αναγνωρίζουμε καθώς κοιταζόμαστε στον ωραιοποιημένο καθρέφτη της συνείδησής μας. Έτσι, ο «άλλος», ο «διαφορετικός», γίνεται ένας μισητός καθρέφτης μας, μας γυρνάει πίσω μια εικόνα του εαυτού μας που θέλουμε να απωθούμε, που την αρνούμαστε απόλυτα. Τ
ο πρόβλημα είναι πολύ βαθύ, ανθρωπολογικό θα έλεγα, και χρειάζεται μεγάλη ευαισθησία και κατανόηση, γιατί υπάρχει και κάτι το πολύ ανθρώπινο στην επιθυμία να ζεις σε έναν κόσμο που θα σε έκανε να αισθάνεσαι ενιαίος και συνεκτικός, σε μια κοινωνία που δεν θα ήταν κατακερματισμένη, που θα σου έδινε «πρόσωπο».
Αυτή η κοινωνία, βέβαια, η παραδοσιακή κοινωνία, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, όσο Παπαδιαμάντη κι αν μνημονεύσουμε. Πρέπει να βρούμε νέους τρόπους να συνυπάρξουμε ως κοινωνία, με τα σημερινά, εντελώς διαφορετικά δεδομένα.
Κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι τα σύγχρονα φαινόμενα ρατσισμού στην Ελλάδα της κρίσης (και μάλιστα χρησιμοποιείτε πραγματικά γεγονότα). Πού οφείλεται αυτή η αύξηση των φαινομένων; Και λέω αύξηση, γιατί σίγουρα προϋπήρχε η «διάθεση».
Ο φασισμός, και οι ποικίλες ρατσιστικές και μισαλλόδοξες εκδηλώσεις του, θάλλουν μέσα σε κάθε κοινωνία. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, η πολιτική έκφραση μιας ανάγκης πλήρους ομογενοποίησης της κοινωνίας, μιας απόλυτης άρνησης του άλλου, επιθυμία απαλλαγής ενός ιδεατά «καθαρού» κοινωνικού σώματος από οτιδήποτε το «βρωμίζει».
Δεν είναι ένας εύκολος αντίπαλος, δεν καταστέλλεται, δεν φυλακίζεται, δεν εξαφανίζεται με τη «βία στη βία», όπως προπαγανδίζουν άλλες μορφές εξτρεμισμού. Είναι μια τεράστια προσπάθεια αυτογνωσίας που πρέπει να κάνει η ελληνική κοινωνία, και κάθε κοινωνία, στο σύνολό της και ο καθένας από εμάς προσωπικά.
Έχει να κάνει με τον συλλογικό μας καθρέφτη, με την Ιστορία μας, με την αναγνώριση του «άλλου», καταρχάς, μέσα μας. Χωρίς να υποτιμούμε ή να περιφρονούμε τους ανθρώπους που δεν καταφέρουν να φέρουν σε πέρας αυτό τον έργο, γιατί όπως είπα και πριν, υπάρχει και κάτι πολύ ανθρώπινο στην ανάγκη να ξαναβρεί κανείς κάποιο «χαμένο κέντρο», πραγματικό ή φαντασιακό.
Πιστεύω, κι αυτό προσπάθησα να γίνεται αισθητό στο μυθιστόρημά μου, ότι κάθε εποχή –και η δική μας– μπορεί να διαβαστεί μέσα από αυτά τα θεμελιώδη κείμενα του πολιτισμού μας.
Σημερινή Αθήνα, σημερινή κατάσταση, αποτύπωση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Πόσο έχει μεταβληθεί η ζωή από τα γεγονότα του 2008 μέχρι σήμερα; Η καθημερινότητα και η συμπεριφορά των ανθρώπων;
Το 2008, πράγματι, ήταν ίσως ορόσημο για κάποια πράγματα. Έκτοτε η ελληνική κοινωνία έχει μπει σε μια δίνη που έχει βγάλει στην επιφάνεια το τρομαγμένο και συνάμα τρομακτικό της πρόσωπο. Μαζί με ορισμένες παραδοσιακές αρετές, που τις είδαμε να εκφράζονται, εδώ κι εκεί, ασύνταχτα αλλά έντονα. Στη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης, για παράδειγμα…
Σχολείο 2018: Το φαινόμενο bullying υπάρχει και στο έργο σας και στην πραγματική ζωή. Ένα φαινόμενο για το οποίο ακόμα και οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί δεν θέλουν να μιλούν. Τι θα έπρεπε να κάνουμε για να απαλλαγούμε;
Δεν πρόκειται να «απαλλαγούμε» ποτέ από τον σχολικό εκφοβισμό, όπως δεν πρόκειται ποτέ ως κοινωνία να απαλλαγούμε πλήρως από τον φασισμό και τις μισαλλόδοξες εκδηλώσεις του. Το ζήτημα, προφανώς, είναι τι κάνουμε για να τα πολεμήσουμε, για να τα κρατάμε «χαμηλά», να μην εξελίσσονται σε κοινωνικές μάστιγες.
Η απάντηση είναι ενιαία: ανοιχτή συζήτηση όλων με όλους με κάθε ευκαιρία, κατανόηση της κοινότοπης φύσης του «κακού», αποφυγή του πειρασμού για ηθικολογία κι έκφραση ηθικής ανωτερότητας, πολλή και καλή λογοτεχνία σε όλα τα σχολεία και στα σπίτια.
Η σχέση πατέρα-γιου φωτίζεται και από τα αποσπάσματα της Ιλιάδας και από την κεντρική ιστορία. Οι δύο ήρωες σχετίζονται μεταξύ τους λόγω των δικών τους «προβληματικών» σχέσεων και ο ένας βλέπει στον άλλον το παιδί και τον πατέρα αντίστοιχα. Πόσο σημαντική είναι αυτή η σχέση στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μας;
Ο Πατέρας, είτε ως Θεός, είτε ως φάντασμα (βλ. Άμλετ), είτε ως μορφή αδύναμη που σταδιακά εκθρονίζεται (για να έρθει τι ή ποιος στη θέση του άραγε;) είναι κεντρική μορφή του πολιτισμού μας. Κάθε διαπραγμάτευση με τον εαυτό μας και τους άλλους περνάει μέσα και από τη δική του διαμεσολάβηση, όπως επίσης, με άλλους τρόπους, μέσα από τη διαμεσολάβηση της Μητέρας.
Όλα αυτά τα ζητήματα, τα τόσα βαθιά και περίπλοκα μέσα μας, τα επαναδιαπραγματεύεται εκ βαθέων η εποχή μας, κι ας εμφανίζονται με το μανδύα των «ταυτοτικών» ή «έμφυλων» διεκδικήσεων. Τα μεγάλα ερωτήματα θα είναι πάντα, για κάθε κόρη και για κάθε γιο, όπως κι αν αυτοπροσδιορίζονται: Ποιος/ποια/τι είμαι; Από πού έρχομαι και πού πηγαίνω; Πώς όλα όσα είμαι σχετίζονται με την κοινωνία μου και την εποχή μου;
Εσείς πολλές φορές πιστεύετε ότι ζείτε μέσα σε μια «μυθοπλασία» όπως ο κεντρικός ήρωας;
Πραγματικότητα και μυθοπλασία συνυπάρχουν μέσα μας με αναπάντεχους τρόπους. Η συνύπαρξη αυτή μπορεί να γίνει συνθήκη ιδιαίτερα βασανιστική αλλά κι εξόχως δημιουργική, την οποία ο καθένας από εμάς, επειδή ζούμε μέσα και από τις λέξεις και τις ιστορίες μας, αναζητά τρόπους να τη διαχειριστεί. Έτσι, για να απαντήσω ευθέως στο ερώτημά σας, δεν πιστεύω ότι ζω μέσα «σε μια μυθοπλασία», ζω όμως μέσα «στη λογοτεχνία», που είναι για μένα ο ιδανικός τόπος γι’ αυτήν την διαπραγμάτευση.
Ο Πατέρας, είτε ως Θεός, είτε ως φάντασμα (βλ. Άμλετ), είτε ως μορφή αδύναμη που σταδιακά εκθρονίζεται (για να έρθει τι ή ποιος στη θέση του άραγε;) είναι κεντρική μορφή του πολιτισμού μας.
Η επιλογή και τα πάθη του κεντρικού ήρωα τον οδήγησαν στη διάλυση της ίδιας της ζωής του. Παράλληλα, στην ομάδα ψυχοθεραπείας ο στόχος είναι να αποδεχθεί κανείς ότι τα πράγματα «απλά συμβαίνουν». Είναι έτσι ή μήπως συμβαίνουν γιατί εμείς τα ωθήσαμε προς τα εκεί;
Θίγετε ένα ευαίσθητο σημείο της ιστορίας, που είναι μεν στο «κουκούτσι» της, αλλά δύσκολα απαντιέται εκτός του μυθοπλαστικού πλαισίου. Αυτό που νομίζω ότι εννοεί η συγκεκριμένη διατύπωση, που εκφράζεται από την ψυχοθεραπεύτρια κάποια στιγμή μέσα στην ιστορία, είναι ότι υπάρχει ένα στρώμα άρνησης των «συμβάντων» σε ψυχικό επίπεδο, μια αδυναμία να τα δει κανείς γυμνά, έτσι όπως είναι.
Κι αυτό που υπαινίσσεται, αν καταλαβαίνω καλά, είναι ότι το πέρασμα από την άρνηση στην αποδοχή των «συμβάντων», σε ένα πρωτογενές επίπεδο, σηματοδοτεί και το πέρασμα από την άρνηση της ζωής στην κατάφασή της. Που είναι και το ζητούμενο, υποθέτω. Αλλά και πάλι, ίσως να παρερμηνεύω τα λόγια της…
Πραγματικότητα και μυθοπλασία συνυπάρχουν μέσα μας με αναπάντεχους τρόπους. Η συνύπαρξη αυτή μπορεί να γίνει συνθήκη ιδιαίτερα βασανιστική αλλά κι εξόχως δημιουργική, την οποία ο καθένας από εμάς, επειδή ζούμε μέσα και από τις λέξεις και τις ιστορίες μας, αναζητά τρόπους να τη διαχειριστεί. Έτσι, για να απαντήσω ευθέως στο ερώτημά σας, δεν πιστεύω ότι ζω μέσα «σε μια μυθοπλασία», ζω όμως μέσα «στη λογοτεχνία», που είναι για μένα ο ιδανικός τόπος γι’ αυτήν την διαπραγμάτευση.
«Κοιτούσε τις προσόψεις, στις μικρές μονοκατοικίες, στα άσχημα διώροφα του ’60, στις λίγες νεόδμητες πολυκατοικίες· αναζητούσε πρόσωπα πίσω από τις κουρτίνες, συνθήματα στους τοίχους, μυστικά σημάδια που να έκαναν φανερούς τους χιλιάδες ψηφοφόρους της ναζιστικής οργάνωσης που ζούσαν στη γειτονιά.» Ένα απόσπασμα, ανάμεσα σε πολλά, με χαρακτηριστική περιγραφή της Πόλης του σήμερα. Αποτυπωμένη με τέτοιο τρόπο που σε κάποιον που δεν ζει εδώ, δίνει μια πλήρη εικόνα. Τι συμβαίνει; Η Πόλη ζει ακόμη ή είναι έτοιμη προς κατάρρευση;
Η Πόλη Ζει και βασιλεύει. Είναι ένα μεγάλο χωνευτήρι ανθρώπων, ιδεών, μια τεράστια σκηνή συνύπαρξης. Κι η Αθήνα, η πόλη μας, είναι αυτή την εποχή ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μέρη στον κόσμο για να ζει κανείς, παρά τις πολλές δυσκολίες. Είναι μια πόλη που βράζει από ζωή, ανησυχίες, δημιουργικότητα που αναζητά και βρίσκει διεξόδους. Πρέπει να αγαπήσουμε περισσότερο την πόλη μας, ο καθένας την πόλη όπου ζει, της το οφείλουμε, το οφείλουμε πρώτα απ’ όλους στον εαυτό μας.
-
Ευχαριστώ θερμά τον κύριο Κατσουλάρη για το χρόνο του, τα καλά του λόγια και για αυτό το υπέροχο βιβλίο.
-
Ευχαριστώ τις εκδόσεις Μεταίχμιο, όπου και θα βρείτε το έργο «Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά», όπως και σε πολλά βιβλιοπωλεία.
Ο Κώστας Κατσουλάρης γεννήθηκε στην Άρτα το 1968. Σπούδασε οικονομικά στην Αθήνα, κινηματογράφο στο Παρίσι και λογοτεχνία στη Θεσσαλονίκη.
Έχει εκδώσει επτά βιβλία πεζογραφίας κι έχει συμμετάσχει με διηγήματά του σε πολλές συλλογικές εκδόσεις. Διήγημά του έχει συμπεριληφθεί στη γερμανική ανθολογία “Αθήνα, μια λογοτεχνική πρόσκληση”, η νουβέλα του “Ο άντρας που αγαπούσε τη γυναίκα μου” έχει μεταφραστεί στα τουρκικά, ενώ η νουβέλα του “Νεκρός σκύλος τα μεσάνυχτα” έχει μεταφραστεί στα αγγλικά, στα ισπανικά και στα εβραϊκά.
Το θεατρικό του έργο “Όταν ο λύκος είναι εδώ” ανέβηκε στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και σε φεστιβάλ στην Τουρκία. Για το τελευταίο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων “Νυχτερινό ρεύμα” (2015), τιμήθηκε με το βραβείο διηγήματος του περιοδικού “Αναγνώστης” καθώς και με το βραβείο του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών.
Έχει συνεργαστεί, ως βιβλιοκριτικός, με τις εφημερίδες “Το Βήμα”/”Βιβλία” και “Ελεύθερος Τύπος” (ως υπεύθυνος του ενθέτου 1455), καθώς και με το περιοδικό “Διαβάζω”. Τον Ιούνιο του 2009 ίδρυσε τη μηνιαία εφημερίδα-free press για το βιβλίο, “Book Press”, η έκδοση της οποίας συνεχίζεται από το φθινόπωρο του 2010 στο διαδίκτυο [www.bookpress.gr].
Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και διετέλεσε γραμματέας του ΔΣ της τη διετία 2009-2011.
Discussion about this post