Κείμενα: Αύγουστος
Σίδερο μ’ατμό
Σάββατο κι απόβραδο. Έξω βρέχει πολύ κι είν’ η νύχτα θολή λες και βρέχει παντού στον πλανήτη.
Αστική πολυκατοικία του ΄60. Πούλησε ένα χωράφι ο πατέρας και το αγόρασε στην κόρη. Προίκα. Μικροπροξενιό. Βγήκαν, τα είπαν, ξαναβγήκαν, τα βρήκαν. Παντρεύτηκαν. Η Μ. και ο Χ. Ήρθαν στην πρωτεύουσα. Έστησαν τη ζωή και τα όνειρά τους στο κλεινόν άστυ. Εσωτερικό το διαμέρισμα, να μην φτάνει η φασαρία του δρόμου. Έβλεπε στο μικρό, ακάλυπτο χώρο. Ορατότης μηδέν. Τα απέναντι διαμερίσματα, μια ανάσα από την κρεβατοκάμαρά τους.
Άνοιξε μαγαζί με ηλεκτρικά ο Χ., στο ράψιμο η Μ. Διακοπές μόνο στο χωριό. Τα χρόνια πέρασαν, οι δουλειές πήγαν καλά, όμως η καθημερινότητα στένευε τα αισθήματα, άλλαζε τις συμπεριφορές, βάλτωνε τις συνθήκες.
“Φτιάξε έναν καφέ!”, “Να τελειώσω το σίδερο… τώρα”, είπε.
Την ώρα που σιδέρωνε της ήρθε πως ημέρωνε στα γόνατα λιοντάρι. Διπλώνει ένα πουκάμισο, παιδί χρονώ ενάμισο στα πόδια της κουβάρι.
Έψαχνε τη φλόγα, το πάθος, την αγκαλιά, την τρυφεράδα, τα συναισθήματα που δεν ψιθυρίστηκαν στο αυτί. Πέταξαν μακριά μαζί με τα όνειρα της, τις επιθυμίες και τα θέλω της. Δεν αντιμίλησε ποτέ και δεν διεκδίκησε ποτέ τίποτε. Δεν ύψωσε φωνή. Υποταγή στον πατέρα και τιμή στο σύζυγο, έτσι την έμαθαν οι γυναίκες στην οικογένεια. Ήρθε και το παιδί με συνοπτικές διαδικασίες. Πήρε το όνομα του πατέρα του κι ας ήταν κορίτσι. Η Μ. πικράθηκε, γιατί ο δικός της πατέρας σταυρώθηκε για να την καλοπροικήσει. Στα προικιά στηρίχθηκε και άνοιξε το μαγαζί του. Ας είναι. Στο άλλο παιδί θα πατήσει πόδι, θα διεκδικήσει επιτέλους, θα σηκώσει το ανάστημα των λέξεων που χρόνια πνίγει το λαιμό, θα αντηχήσουν οι λέξεις της στο χρόνο που δεν διέθετε ποτέ για κείνη.
“Πιάσε ένα ουζάκι περιποιημένο!”, “Ένα γιακά να πατήσω…”, “Τώρα το θέλω, να απολαύσω τη ματσάρα, κουνήσου!”, “Μην ξεχάσεις, τέλος του μήνα έχουμε …”, “Δεν θα το ξαναπώ, το ούζο μου τώρα…”
Είχε ένα σίδερο μ΄ ατμό και λίγο ιδρώτα στο λαιμό Σάββατο απόγευμα στην άκρη της κουζίνας. Γυρνάει ραντίζει ένα γιακά και λέει στον άντρα ξαφνικά πως πάει κι αυτός ο μήνας.
Αλλιώς πορεύεται η ζωή τους, μακριά από τις δικές της προσδοκίες. Κι αν τα παρατούσε όλα κι έφευγε;
Όχι όχι, πως τόλμησε να σκεφθεί κάτι τέτοιο; ….Ποια ήταν αυτή που θα ενεργούσε κόντρα στην ανατροφή της; Μόνο να το ονειρευτεί μπορούσε, γιατί μόνο τα όνειρα έχουν τη γοητεία της αναχώρησης για θάλασσες και λιμάνια και ακρογιαλιές και καράβια. Ανονείρευτη ως χθες, ποιος να της μιλήσει για σύννεφα, για πουλιά, για ανοιχτούς ουρανούς, για ατέλειωτους ορίζοντες, για δύση και ανατολή χωμένη σε μια δική της αγκαλιά; Αχ και να΄χε ένα σπιτάκι στη θάλασσα…
Την ώρα που σιδέρωνε της ήρθε πως ξημέρωνε και σφύριζε καράβι. Σαν τότε που διαλέγαμε με ποιον μπορεί να φεύγαμε στην πρώτη αγάπη σκλάβοι
Στ’ αμπαζούρ το θαλασσί από κάτω σιδερώνει, δεν καλοβλέπει, τελειώνει, να ξεκουραστεί λίγο, όμως το παιδί χρονώ ενάμισο, η Κ., στα πόδια της κουβάρι.
Την ώρα που σιδέρωνε της ήρθε ν΄αφιέρωνε σε κάποιον τη ζωή της Που ανέβαινε στη μάντρα της και γνώριζε τον άντρα της με την αναπνοή της.
Πως θα ‘θελε να πάνε μια βόλτα μαζί, αγκαλιά, να φορέσει το μπλε πουλόβερ που του πάει πολύ, να μιλάνε αργά και να λένε σιγά τους καημούς, τις χαρές και τις λύπες τους, να τυλίξει τα μαλλιά της, να γίνει όμορφη, να την ξανακοιτάξει με άλλα μάτια. Μα με τη ρόμπα κουμπωμένη, τα καλτσάκια και τις παντόφλες, ξέρει ότι δεν είναι ο ορισμός της θηλυκότητας. Τουλάχιστον όχι έτσι.
Νύχτωσε, δεν βλέπει, το παιδί νύσταξε, το νανούρισε σιδερώνοντας…
…όλου του κόσμου τα παιδιά κοιμούνται μ’ ένα παραμύθι, κλείνουν τα μάτια κι ονειρεύονται ζεστό κουκί και μαγικό ρεβίθι …
Έγειρε πάνω από τα παιχνίδια του, άφησε το σίδερο, το πήρε αγκαλιά, το ‘βαλε στην κούνια. Ο Χ. αποκοιμήθηκε στην τηλεόραση, το ματς έληξε εν αγνοία του, γαλήνη στο μισοφωτισμένο σπίτι, τίποτε δεν σπάζει τη σιωπή, μια πιέτα και τελείωσε το σίδερο.
Κι είχε ένα σίδερο μ΄ ατμό και λίγο ιδρώτα στο λαιμό Σάββατο απόγευμα στην άκρη εκεί στην πόρτα. Μια πιέτα δύσκολη πατά απ΄τ΄όνειρό της σταματά κι ανάβει όλα τα φώτα.
Κανείς δεν ενοχλήθηκε. Ρίχνει μια ζακέτα στους γερμένους ώμους, παίρνει το πορτοφόλι της και ανοίγει την εξώπορτα. Με τη ρόμπα κουμπωμένη, τα καλτσάκια, τις παντόφλες και τη μάσκα.
Έξω βρέχει πολύ κι είν’ η νύχτα θολή, λες και βρέχει παντού στον πλανήτη. Ο καιρός νοτιάς. Γύρισε παράνομη την ώρα του lockdown, βρεγμένη ως το κόκκαλο, κρατώντας λάφυρο βρεγμένο ένα περιοδικό για ταξίδια. Έβρεχε ακόμη όταν άρχισε να το ξεφυλλίζει. Χάθηκε στις χρωματιστές σελίδες. Επιτέλους ονειρευόταν χρώματα, μυρωδιές, εικόνες, παρουσίες. Δεν κατάλαβε τη φωτιά. Το σίδερο ήταν ακόμη στην πρίζα.
Σώθηκαν όλοι. Μα οι ζημιές ήταν σοβαρές. Ανέγγιχτα έμειναν το αμπαζούρ το θαλασσί, το μπλε πουλόβερ και το σίδερο.
Στον καιρό που κύλησε, το μαζί παρήκμασε. Η Μ. σταμάτησε να δηλώνει υποταγή. Ο καθένας με το σταυρό του στον ώμο, πήρε το δρόμο του και στα διόδια πλήρωσε το σχετικό αντίτιμο. Ο Χ. την εκδικήθηκε. Της πήρε το παιδί που ήταν στα πόδια της κουβάρι.
Το μπλε πουλόβερ
Σάββατο κι απόβραδο. Έξω βρέχει πολύ κι είν’ η νύχτα θολή λες και βρέχει παντού στον πλανήτη.
Ζευγαράκι μεγαλούτσικο, περιποιημένο, ανεβαίνει λαχανιασμένο το δρόμο. Η Μ. Και ο Π. Η βροχή τους βρήκε στον περίπατο. Η ώρα έχει περάσει, είναι ήδη καθυστερημένοι στα πλαίσια του lockdown. Την αφήνει στην είσοδο, ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο, ένα χάδι στα βρεγμένα μαλλιά, ένα βλέμμα τρυφερό. “Φύγε γρήγορα να προλάβεις” του μουρμουρίζει, “το πρόστιμο είναι μεγάλο”. “Ν’ αλλάξεις μην μου κρυώσεις”, έγνοια στη φωνή της, “θα μιλήσουμε στο τηλέφωνο”, “εγώ θα σε πάρω”. “Όχι εγώ, να τελειώσω κάποιες δουλίτσες, φόρεσε κάτι ζεστό από πάνω σου μην κρυώσεις”. “Θα φορέσω τη ζακέτα σου”, “αααα και γω θα κρατάω το κομπολόι σου”…
“Πότε θα έρθω επάνω;”, “Όταν έρθει η ώρα”.
Κοκκινίζουν τα μάγουλα, χαμηλώνουν τα μάτια, πεταρίζει η καρδιά, τα κλειδιά πέφτουν, σκύβουν κι οι δύο, φιλί στα χείλη αυθόρμητο, “σ’αγαπώ πολύ, αλλά φύγε φύγε”, “εγώ σ’αγαπώ πιο πολύ”, “έεεεεφυγα”. “Θα τα πούμε σύντομααα”, ανοίγει το βήμα χορεύοντας στη βροχή.
Φοράει τη ζακέτα του, κρατάει το κομπολόι της και μιλούν στο τηλέφωνο για ώρες. Συλλαβιστά, ψιθυριστά, να μην ακουστούν. Έχουν πολύ καιρό που έχουν μείνει μόνοι, είχαν ξεχάσει να νιώθουν. Κι όσο ο χρόνος περνούσε, ξεχνούσαν όλο και περισσότερο…ξεχνούσαν, γιατί συνήθισαν πια. Συνήθισαν να είναι μόνοι, να περπατάνε μόνοι, να τρώνε μόνοι, να παλεύουν μόνοι, να γελάνε μόνοι, να βλέπουν ταινίες μόνοι, να πορεύονται μόνοι, να σχεδιάζουν τη ζωή τους μόνοι, να κοιμούνται και να ξυπνούν μόνοι.
Προσπαθούν να ξαναμάθουν από την αρχή. Πώς είναι να μοιράζεσαι στιγμές. Πώς είναι το μαγικό άγγιγμα μιας αγκαλιάς τη νύχτα. Πώς είναι να κάνεις υποχωρήσεις και να προσπαθείς, πώς είναι να σχεδιάζετε διακοπές μαζί, πώς είναι να σου φέρνουν το αγαπημένο σου γλυκό για να σου φτιάξουν τη μέρα. Πώς είναι να ψιθυρίζεις “σ’ αγαπώ” κάτω απ’ τα σεντόνια.
Τραγουδούν μαζί: “Αγκαλιά εγώ κι εσύ, στ’ αμπαζούρ το θαλασσί από κάτω, μ’ ένα-δυο μαρασκηνό κι ένα τσιγαράκι αγνό μυρωδάτο.
Στοργικά, φιλικά, βυθισμένοι γλυκά στου καπνού τις γαλάζιες τουλίπες, θα μιλάμε αργά και θα λέμε σιγά τους καημούς, τις χαρές μας, τις λύπες.
Μάτια που λάμπουν με βλέμμα ζωηρό, χείλη που ψιθυρίζουν το σ΄αγαπώ στο ακουστικό.
Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα πριν να γνωρίσω εσένα, που πρόσμενα καιρό…
Το γάλα στο ποτήρι ζεστό, το γιαουρτάκι λιώνει, η πίπα σβήνει, η ρόμπα κουμπωμένη, καλτσάκια και παντόφλες, ρόλευ στα μαλλιά. Να είναι περιποιημένα για την αυριανή βόλτα.
Μ: “Να ντυθείς γερά αύριο, να φορέσεις το μπλε πουλόβερ που σου πάει πολύ”
Π: “Το έχω άπλυτο”
Μ: “Φέρτο να στο πλύνω”
Π: “Μα η βόλτα μας;”
Μ: “Θα βρέχει και αύριο. Μα να σου πω, να χτενίσω μαλλιά, να κατέβω σκαλιά, δεν αξίζει ο κόπος. Ας καθίσουμε σπίτι, να με δεις, να σε δω και θα περάσει η βραδιά μας. Ήρθε η ώρα ν΄ανέβεις επάνω”.
Αστική πολυκατοικία του ΄60. Πούλησε ένα χωράφι ο πατέρας και το αγόρασε στην κόρη. Προίκα. Εσωτερικό το διαμέρισμα, να μην φτάνει η φασαρία του δρόμου. Έβλεπε στο μικρό ακάλυπτο χώρο.
Χαμηλόφωνη η κουβέντα, μην τους ακούσει η ζωή και τους πάρει πίσω τη χαρά. Όμως η ζωή ακούει και ήρθε η ώρα της. Να επιστρέψει τα δανεικά που τους πήρε όταν δεν έπρεπε. Να τους γλυκάνει το υπόλοιπό της. Να τους κανακέψει στην αγκαλιά της. Να γλυκάνει τις ρυτίδες, να ροδίσει το χρόνο τους. Να τους δώσει πίσω τον ήλιο τους, το φεγγάρι και τ΄αστέρια τους. Για να τα μετράνε και να ονειρεύονται. Για πόσο; Για όσο.
Η συγκατοίκηση ήρθε αβίαστα. Τα απέναντι διαμερίσματα, μια ανάσα από την κρεβατοκάμαρά τους. Η αγκαλιά και η τρυφεράδα τους άπλωναν τους ουρανούς τους πέρα από το μικρό ακάλυπτο.
Το αμπαζούρ το θαλασσί καίει κάθε βράδυ αναμμένο στο τραπεζάκι και στα ντεκόρ του σύνθετου, ένα σκουριασμένο σίδερο ατμού. Το μπλε πουλόβερ στην απλώστρα να στεγνώνει.
Δεν μιλούν για το παρελθόν κι αν κάτι το θυμίσει, εκείνη με ενεστώτα χρόνο νερώνει τον αόριστο, όταν αναφέρεται στους απόντες. Ο μηχανισμός της μνήμης χρειάζεται λάδωμα για να μην καταντήσει ένα τυχάρπαστο συνονθύλευμα καψαλισμένων εικόνων. Κι εκείνη δεν λαδώνει, αφήνει να σκουριάζει η μνήμη, να ξεθωριάζουν τα πρόσωπα, να λειαίνονται οι γωνίες. Μόνο που καμιά φορά, όταν ο καιρός είναι νοτιάς και – παρά την ανακαίνιση – μύριζε καμένο…πολλές φορές την ακούει να σιγοτραγουδά ένα νανούρισμα:
Όλου του κόσμου τα παιδιά κοιμούνται μ’ ένα παραμύθι, κλείνουν τα μάτια κι ονειρεύονται ζεστό κουκί και μαγικό ρεβύθι.
Δεν ρωτάει, υποθέτει. Κι όταν τα βλέφαρα βαραίνουν, της ψιθυρίζει, “σκεπάσου καλά και κλείσε τα μάτια, πάμε μαζί στης νύχτας τα παλάτια, σκοτάδι τυλίγει τη γη μας κι εμάς, δίπλα σου θα’ μαι κι ας έρθει χιονιάς, θα σε κρατάω εγώ σφιχτά στην αγκαλιά μου ζεστά θα είσαι εκεί μονάκριβη καρδιά μου”.
Με τον καιρό αποφάσισαν να μετακομίσουν, να εγκατασταθούν στο εξοχικό του, “το σπίτι της θάλασσας” όπως της άρεσε τρυφερά να το λέει. Τόσα χρόνια διακοπές μόνο στο χωριό είχαν αφήσει σημάδια στην ψυχή της, που τώρα λαχταρούσε κάτι άλλο.
Έβαλαν ενοικιαστήριο στο διαμέρισμα και το ανέθεσαν σε μεσιτικό γραφείο. Άφησαν λίγα έπιπλα και μερικά πράγματα. Το αμπαζούρ το θαλασσί, ένα σκουριασμένο σίδερο ατμού, ένα μπλε πουλόβερ, μια ρόμπα, κάτι καλτσάκια, ένα ξεχασμένο βιβλίο με νανουρίσματα.
Το αμπαζούρ το θαλασσί
Σάββατο κι απόβραδο. Χωρίς ασετυλίνη. Έξω βρέχει πολύ κι είν’ η νύχτα θολή, λες και βρέχει παντού στον πλανήτη.
Η Κ. κατέβηκε απ΄ τη Θεσσαλονίκη. Οδός Αριστοτέλους. Ζούσε με τον πατέρα της, χωρίς τη μάνα. Είχε πεθάνει, της είχε πει, εδώ και χρόνια. Δεν μιλούσε ποτέ γι’ αυτήν, ούτε και επέτρεπε ερωτήσεις.
Βαρύς, αμίλητος, ανέκφραστος, προσωπείο μνήματος, ασήκωτη σκιά πάνω της. Έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού, εκτός από το σιδέρωμα. Δεν ήθελε να υπάρχει σίδερο στο σπίτι. Αγρίευε κάθε φορά που του το συζητούσε. Έπαψε να το κουβεντιάζει, όταν την τελευταία φορά είδε στο βλέμμα του φλόγες. Έπαιρνε τα ρούχα τους η κυρία που τους μαγείρευε, τους τα έφερνε φρεσκοσιδερωμένα με σίδερο ατμού.
Μεγάλωσε ορφανή. Θολές παιδικές μνήμες μοναξιάς. Δεν αναζήτησε ποτέ τίποτε. Κάποια στοιχεία κλειδωμένα σ’ ένα κουτί. Ζήτησε να το θάψουν μαζί του, να το έχει αγκαλιά στον τάφο του. Τελευταία επιθυμία εξετελέσθη. “Χους ει και εις χουν απελεύσει”. Κάθε στοιχείο μνήμης και παρελθόντος έλειπε. Κλείδωσε το σπίτι και άφησε πίσω το πνιγηρό, πατρικό περιβάλλον. Κατέβηκε στην Αθήνα.
Σάββατο κι απόβραδο. Έξω βρέχει πολύ κι είν’ η νύχτα θολή λες και βρέχει παντού στον πλανήτη.
Κλεφτά πέρασε από το μεσιτικό γραφείο και πήρε τα κλειδιά του νέου της σπιτιού. Παραβίαση lockdown, αλλά δεν μπορούσε να περιμένει, το πολύ πολύ να ξημερωνόταν εκεί.
Αστική πολυκατοικία του ΄60. Εσωτερικό το διαμέρισμα, να μην φτάνει η φασαρία του δρόμου. Έβλεπε στο μικρό ακάλυπτο χώρο. Τα απέναντι διαμερίσματα μια ανάσα από την κρεβατοκάμαρα. Ορατότης μηδέν.
Με βαριές κουρτίνες λύνεται το πρόβλημα. Φρεσκοβαμμένο έδειχνε, καθαρό, νοικοκυρεμένο. Μυρωδιά καμένου της χτύπησε τη μύτη. Ο καιρός ήταν νοτιάς.
Οι ιδιοκτήτες άφησαν λίγα έπιπλα και μερικά πράγματα. ‘Ενα αμπαζούρ θαλασσί, ένα σκουριασμένο σίδερο ατμού, ένα μπλε πουλόβερ, μια ρόμπα κουμπωμένη, καλτσάκια, ένα ξεχασμένο βιβλίο με νανουρίσματα.
“Όλου του κόσμου τα παιδιά κοιμούνται μ’ ένα παραμύθι, κλείνουν τα μάτια κι ονειρεύονται ζεστό κουκί και μαγικό ρεβύθι”
Αόριστα, κάτι της θύμιζε. Σαν να γεννήθηκε με τους στίχους μέσα της. Έβγαλε τα βρεγμένα της και οικειοποιήθηκε τα ξένα. Μύριζαν πάστρα. Ένιωσε άνετα, κάθισε στην πολυθρόνα, άναψε το αμπαζούρ το θαλασσί και αποκοιμήθηκε χαζεύοντας ένα σκουριασμένο σίδερο ατμού. Ξημερώνει καινούργια μέρα.
Στο διάβα του χρόνου αποφάσισε να αγοράσει το διαμέρισμα, ήρθε σε επαφή με τους μεσίτες. Εκείνοι κανόνισαν ραντεβού με την ιδιοκτήτρια. Την Μ.
όλου του κόσμου τα παιδιά κοιμούνται μ’ ένα παραμύθι, κλείνουν τα μάτια κι ονειρεύονται ζεστό κουκί και μαγικό ρεβίθι …
Η αναγνώριση. Η συνάντηση. Η αγκαλιά. Η αγάπη είναι μια ατέλειωτη συγχώρεση.
Σκεπάσου καλά και κλείσε τα μάτια, πάμε μαζί στης νύχτας τα παλάτια, σκοτάδι τυλίγει τη γη μας κι εμάς, δίπλα σου θα ‘μαι κι ας έρθει χιονιάς, θα σε κρατάω εγώ σφιχτά στην αγκαλιά μου, ζεστά θα είσαι εκεί μονάκριβη καρδιά μου.
Τι κι αν ο καιρός ήταν νοτιάς; Το σπίτι της θάλασσας περιμένει και την Κ. Η Μ. Και ο Π. Την περιμένουν να ακούν τα κύματα μαζί.
Η ιστορία στάθηκε στη μέση του δωματίου, έριξε μέλι στις πληγές, ζάχαρη άχνη στις καρδιές, ημέρεψε τον πόνο και υποχρέωσε τη ζωή να πληρώσει βαρύτατο πρόστιμο για το πολύχρονο και ψυχοφθόρο lockdown που είχε επιβάλλει στις ζωές τους.
Μετά, η Κ., μαγικά και τρυφερά, ίσιωσε μια πιέτα, έστρωσε ένα γιακά, χτένισε μια μπούκλα, σκούπισε ένα δάκρυ, έσβησε το αμπαζούρ το θαλασσί, μάζεψε σε μια βαλίτσα όλο το παρελθόν, κατέβασε ρολά, υποκλίθηκε, βγήκε κλείνοντας διακριτικά πίσω της την πόρτα. Πέταξε τη βαλίτσα του παρελθόντος στον κάδο απορριμάτων.
Και βέβαια όχι στον κάδο της ανακύκλωσης. Ποτέ δεν ξέρεις με την ανακύκλωση.
Ήμουν εκεί. Αυτόπτης και Αυτήκοος Μάρτυς. Εγώ. Ο Αύγουστος.
_____________
Αναφορές
- Σίδερο με ατμό, Άλκηστις Πρωτοψάλτη, στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
- Πόσο λυπάμαι, Σοφία Βέμπο, Στίχοι: Βασίλης Σπυρόπουλος & Πάνος Παπαδούκας Μουσική: Κώστας Γιαννίδης
- Νάνι νάνι, Σοφία Βέμπο, Συνθέτης: Κυπαρίσσης Γιάννης Στιχουργός: Γιαννακόπουλος Χρήστος
- Αγριεύει με τη μοναξιά ο άνθρωπος και ξεχνά, Luna Sirano apenantioxthi.com
- Οδός Αριστοτέλους Χάρις Αλεξίου, Συνθέτης: Σπανός Γιάννης, Στιχουργός: Παπαδόπουλος Λευτέρης
- Θα σε κρατάω εγώ σφιχτά στην αγκαλιά μου, Ντέμπι Λιόρι, εκδ. Πατάκη