Από τις σοβαρότερες κι αρτιότερες ερμηνείες του αρχαίου δράματος που έχω παρακολουθήσει τα τελευταία μεταμοντέρνα χρόνια της πολιτισμικής Κρίσης που μας μαστίζει ανηλεώς. Κι αυτό διατί (αιτιολογώ την άποψή μου):
- ακούγαμε τον λόγο δυνατά και καθαρά και παρακολουθήσαμε τα νοήματα.
- αναδείχθηκαν από τον σκηνοθέτη και τους ερμηνευτές, καθώς κι από όλους τους συντελεστές καλλιτέχνες τα πολλαπλά επίπεδα αυτού του ερμητικά κλειστού για εμάς πια σήμερα κειμένου (μυθολογικό, πραγματολογικό, ιστορικό-κοινωνικό-πολιτικό επίπεδο της Αθήνας του 5ου π.Χ. αιώνα, φιλοσοφικό και ποιητικό επίπεδο).
- πίστη στο γράμμα και στο υπόρρητο «πνεύμα» του έργου και του συγγραφέα (αυτό είναι σημαντικό, πρώτον γιατί δεν είναι συνηθισμένο και δεύτερον προϋποθέτει εκτός από αυτοθυσία και γενναιότητα, Γνώση, μάθηση, έρευνα, μελέτη και τσαλάκωμα του «εγώ» κάθε επίδοξου ερμηνευτή)
- υπήρχε αισθητική ομοιογένεια και ρυθμολογική συνέπεια (καμία φράση χαμένη, μήτε καν σύμφωνο ή φωνήεν, όλα σωστά συναρμοσμένα στη θέση τους κι αρμονικά δεμένα με το σύνολο). Κι αυτό μην το θεωρείτε καθόλου λίγο στα χρόνια της παντοειδούς ασυδοσίας.
Το αρχαίο δράμα γνώρισε με τον Ευριπίδη την τελευταία έκλαμψη πριν την παρακμή του. Ο μέγιστος των τραγικών γεφύρωσε τον αρχαίο κόσμο με τη σύγχρονη θεατρική έκφραση του αστικού δράματος. Όμως εκτός από τον μέγιστο Στρίντμπεργκ (ένας άλλος «γιος της δούλας»), ακόμα κι ο Μπέκετ κι ο Νίτσε και κάθε σοβαρός ποιητής ή διανοητής του καιρού μας αρύει τα νάματά του από έργα πολυεπίπεδα όπως η «Μήδεια» και οι «Βάκχες», δραματικές υπερβάσεις του επιστητού και ξεναγήσεις στον χώρο του «Αγνώστου». Όχι, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την «Μήδεια» σήμερα μήτε με τον δυτικό ρασιοναλισμό μήτε με τον χριστιανικό ή βουδιστικό ιδεαλισμό ούτε καν με τον γερμανικό ρομαντισμό ή εξπρεσιονισμό.
Αυτό το κείμενο υπερίπταται πολύ πέρα από τις γνωστικές κι αντιληπτικές ικανότητες. Μιλάει για πράγματα χαμένα στην ανθρώπινη προϊστορία. Και μόνον το άρμα του Ήλιου που έρχεται να πάρει την Μήδεια και να την μεταφέρει μακριά από την δικαιοσύνη των ανθρώπων και την υπερτιμημένη σ’ εμάς Κοινή Γνώμη… και μόνον αυτό το φωτεινό ουράνιο αντικείμενο που το σέρνουν κάποιοι μυστηριώδεις δράκοντες, μαζί με την προφητεία του «από μηχανής θεού» Διονύσου στις έξαλλες και μυστηριώδεις «Βάκχες» ότι τάχα ο Διόνυσος με την γυναίκα του την Αρμονία (κόρη του Άρη) θα μεταμορφωθούν σε φίδια και θα εκστρατεύσουν εναντίον της Ελλάδος επικεφαλής βαρβάρων, ενώ μετά τον θάνατό τους θα τους υποδεχτεί ο Δίας στα Ηλύσια Πεδία αν και θα έχουν τη μορφή δρακόντων (;)… όλ’ αυτά δεν παραπέμπουν βεβαίως σε σύγχρονες παρά-μυθολογίες (όπως π.χ. οι περίφημοι «ερπετοειδείς» του David Icke ή της συχωρεμένης πια Amorah Quan Yin), αλλά αναδεύουν, ανασκάπτουν κι αναμοχλεύουν το συλλογικό Ασυνείδητο, εκεί όπου φωλιάζουν ακόμα οι καβαφικοί Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να ανεβαίνουν αυτά τα έργα με τελετουργικό τρόπο, καθόλου σεμνά και ταπεινά, αλλά με την απλότητα και καθαρότητα τού κοινωνουμένου νοήματος, το οποίο δεν πρέπει να διαφεύγει ή – ακόμα χειρότερα – να υπολανθάνει.
Αυτά τα κείμενα είναι πλούσιοι κώδικες, θησαυροί πολιτισμικής κληρονομιάς. Ακόμα και μόνον η γλώσσα ως κώδικας είναι αρκετή για να μεταφέρει ένα μεγάλο μέρος (το μεγαλύτερο ίσως) αυτού του θαμμένου αλλά όχι και κρυμμένου θησαυρού.
Το Φως και το Σκοτάδι συνδυάζονται στην αρχαία Ελληνική Σκέψη με μη μανιχαϊστικό αλλά με πλουραλιστικό, δημοκρατικό τρόπο κι όλα έχουν τη θέση τους στον ήλιο, ακόμα και μία μητροκτόνος, ακόμα κι η παιδοκτόνος «Φόνισσα» του μεγάλου Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη που τελειώνει με τη φράση «ανάμεσα στη δικαιοσύνη των ανθρώπων και στη δικαιοσύνη του Θεού». Είναι ο ίδιος θεός που ψάλλει ο ευσεβής αλλά και «σοφιστής» Ευριπίδης σε κάθε Έξοδο τού Χορού του στις στερνές ώριμες τραγωδίες: «αυτά που περιμέναμε δεν γίνανε και για το Απρόβλεπτο βρήκε δρόμο ο Θεός». Μάλιστα.
Ενθουσιάστηκα σε αυτή την παράσταση γιατί είχα χρόνο και να συγκινηθώ αλλά και να σκεφτώ, να συνδυάσω και να απλοποιήσω, να συνθέσω και να φωτιστώ, να καταθέσω αλλά να αφεθώ στο ακατάσχετο δέος που μου προκαλεί πάντα το έρεβος της Πανανθρώπινης Ψυχής έτσι όπως εκφράζεται στα μεγάλα έργα του Λόγου και της Τέχνης.
Δεν θέλω να ξεχωρίσω κανέναν ηθοποιό μήτε καν την πρωταγωνίστρια που επωμίστηκε τον επώνυμο ρόλο, μήτε καν τον ίδιο τον σκηνοθέτη, γιατί εδώ ήταν προφανώς δουλειά συνόλου με συμμετοχικό αυτοσχεδιασμό κι ισότιμη δημοκρατική διαχείριση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, κάτι που σπανίως βλέπω στις σύγχρονες νεοελληνικές παραστάσεις. Απέχουμε παρασάγγας από διεθνείς «κοινοβιακές» σχεδόν θεατρικές συνυπάρξεις. Ίσως ο μόνος μετά τον Χρηστομάνο και τον Ροντήρη που απαίτησαν έναν μάλλον κλειστό κύκλο ιερουργών ήταν ο σημαντικότατος Κάρολος Κουν που μύησε στην υψηλή θεατρική τέχνη σταθερούς συνοδοιπόρους μέσα στον Χώρο και στον Χρόνο.
Φαίνονται από μακριά στο αισθητήριο τού ειδικού οι συναθροίσεις και συσσωρεύσεις ατομικών ερμηνειών από συλλογικές προσπάθειες ανιχνεύσεως αχαρτογράφητων εν πολλοίς χώρων. Κι αυτό το κείμενο τού Ευριπίδη (μαζί με τις «Βάκχες») παραμένει «κλειδωμένο» ακόμα και σήμερα, αναμένοντας καινούργια κύματα επιδόξων κατακτητών εισβολέων. Χάρηκα ιδιαίτερα αυτή την απόπειρα γιατί έδειχνε σέβας, σεβασμό και δέος… Συγχαρητήρια σε όλους. Και σας συνιστώ να μην χάσετε αυτή την στελεχωμένη απόπειρα στο ατμοσφαιρικό μεγαλείο του πάλαι ποτέ πολυτελούς ξενοδοχείου με το όνομα «Μπάγκειον» που θα γίνει συνώνυμο σε λίγο με «θεατρικό ναό Διονύσου».
Κωνσταντίνος Μπούρας
Info:
https://www.viva.gr/tickets/theater/theatro-ksenodoxio-mpagkion/midia-tou-eyripidi/