Βεβαίως και το Εθνικό μας Θέατρο πρέπει να πειραματίζεται και να δίνει βήμα σε νέους σκηνοθέτες (νέες σκηνοθέτιδες) στην προκειμένη περίπτωση, όχι όμως βασιζόμενες πάνω σε μια μετάφραση της προηγουμένης θεατρικής γενεάς, τρεις ολάκερες δεκαετίες μετά την εκπόνησή της κι όχι βασιζόμενες σε προ πολλού ληγμένες πρωτοπορίες (όπως αυτή της κατάτμησης του εκφερόμενου λόγου σε όλα τα πρόσωπα του θιάσου και με την διευκρίνιση «είπεν ο τάδε ή ο δείνα τραγικός ήρως ή ηρωίδα). Τα έχουμε δει όλ’ αυτά προ πολλού και σε καλύτερες εκδοχές. Τα έχουμε ξεπεράσει, είτε καλοχωνεμένα είτε κακοχωνεμένα. Τώρα είναι θαρρώ επιτακτική ανάγκη να ξαναγυρίσουμε στα κείμενα, να τα προσεγγίσουμε την σύγχρονη οπτική και προοπτική ενός μετα-τεχνολογικού ηλεκτρονικού και ψηφιακού εικοστού πρώτου αιώνα. Μπορούμε να πάρουμε όσες ελευθερίες θέλουμε στο εικαστικό μέρος και στην αριστοτελικήν «όψιν». Μπορούμε να καινοτομήσουμε άνευ όρων και ορίων. Όμως να ακούμε το κείμενο (πρωτίστως) και να καταλαβαίνουμε ποιος μιλάει και ΤΙ λέει και ΓΙΑΤΙ το λέει και το ΠΩΣ το λέει θα το κρίνει το κοινό κι ο κάθε συνδημιουργικός επαρκής θεατής ξεχωριστά. Περιμένω παγκοσμιοποιημένες μουσικές και προβολές video-art (εφ’ όσον τα βλέπουμε κάτω από το αργολικό ηλιοβασίλεμα). Περιμένω όμως κι ηθοποιούς ασκημένους ειδικά για την Επίδαυρο κι όχι με φωνούλες ψαριών. Δεν χρειάζονται «ψείρες», μικρόφωνα και μεγάφωνα σε ένα αρχαίο θέατρο διεθνώς φημισμένο για την ακουστική του. Το αντίθετο δείχνει αδιαφορία, αμορφωσιά, επαρχιωτισμό κι ωχαδερφισμό… Είμαστε ανατολίτες αλλά μέχρι ενός ορίου. Υποτίθεται πως ανήκουμε στην Ενωμένη Ευρώπη και (πολιτισμικά) τουλάχιστον στον Δυτικό λεγόμενο Κόσμο. Η θερινή ραστώνη κι οι όποιες μανιέρες-ευκολίες και τσαπατσουλιές δεν ταιριάζουν όταν μιλάμε για θεσμούς που έκλεισαν μισόν αιώνα ζωής και τείνουν στο άπειρο. Δεν αρμόζουν επίσης σε κρατικά θέατρα που επιχορηγούνται από τον κρατικό κορβανά.
Όμως ας μην είμαστε τόσο αυστηροί κι ας πάμε στο προκείμενο, στο δια ταύτα: Ο «Αγαμέμνων» ήταν απελπιστικά αργός και άρρυθμος, με υπερβολικά κωμικά στοιχεία που δεν ταίριαζαν σε τραγωδία, ήταν όμως …ορθοφωνημένος και με ένα καλό λειτουργικό σκηνικό. Εξαίρετο το οπτικό παιχνίδι με το κόκκινο χρώμα (πρώτα στο πορφυρό χαλί και μετά στα αιματοβαμμένα γάντια της φαλακρής Κλυταιμνήστρας, που έμοιαζε εξωγήινη). Επιτέλους, κάποιος βρήκε έναν έξυπνο τρόπο να τονίσει την θεϊκή καταγωγή μερικών γήινων και θνητών προσώπων της ελληνικής Μυθολογίας. Μπράβο Ιώ Βουλγαράκη.
Στις «Χοηφόρους» καλά πήγε η επίκληση του πεθαμένου Αγαμέμνονα από τα δύστυχα παιδιά του, όμως ήταν σαν να αναστήθηκε ο Κάρολος Κουν και να βλέπαμε τους «Πέρσες» ή τις «Βάκχες» του Θεάτρου Τέχνης. Ουδεμία πρωτοτυπία Λίλλυ Μελεμέ, αλλά τέλος πάντων πέρασε καλά η ώρα κι ακούσαμε τα βασικά από το υπέροχο, πυκνό ποιητικό κείμενο του Αισχύλου.
Εκεί όμως που αποθεώθηκε το κιτς, το χάος, η ασυμμάζευτη εντροπία και είδαμε και πάθαμε μέχρι να τελειώσει αυτό το ούτως ή άλλως προβληματικό για την εποχή μας κείμενο ήταν στις «Ευμενίδες». Εντάξει, έχουμε χάσει το πολιτικά, θρησκευτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα της συμμαχίας Άργους-Δελφών-Αθήνας. Εντάξει, δεν σημαίνουν τίποτα πια για εμάς οι μαύρες μαγείες κι οι ουρανοκατέβατοι θεοί που τα βάζουν με τους …ντόπιους. Συμφωνώ. Όμως, αν δεν καταλαβαίνουμε κάτι δεν το ανεβάζουμε. Ή το ανεβάζουμε με σεμνότητα, βάζοντας κάποιους ηθοποιούς να εκφωνήσουν τον ρόλο που τους αναλογεί όπως λέει ο σαιξπηρικός Άλμετ όταν διδάσκει υποκριτική στους πλανόδιους μίμους. Όχι όμως το απόλυτο τουρλουμπούκι. Έλεος αγαπητοί θεατράνθρωποι. Και δεν έχετε πλέον ούτε το άλλοθι της αμορφωσίας ούτε το έλεος της πείνας των ταλαίπωρων μπουλουκιών που όργωναν τα μήκη και τα πλάτη των χωρών γύρω από τη Μεσόγειο. Δεν έχετε καν το άλλοθι της …λόρδας που έκοβε τους κακομοίρηδες καραγκιοζοπαίχτες. Τώρα ζούμε στην εποχή που «δένουν τα σκυλιά με τα λουκάνικα», παρά την Κρίση. Φτάνει να πιαστείς από κανένα κρατικοδίαιτο μαγαζάκι ή παραμάγαζο και να κάνεις την όποια μπάζα σου, αφού «μετά την απομάκρυνσιν από το ταμείο (κι από το …νεκροταφείον, βεβαίως) ουδέν λάθος αναγνωρίζεται). Τόσο χάλια και κακώς εννοούμενο καρναβάλι ήταν οι απερίγραπτες κι ανεπανάληπτες (ελπίζω) «Ευμενίδες». Σε αυτή την περίπτωση δεν αναφέρω καν το όνομα της σκηνοθέτιδος. Είναι στα …Δελτία Τύπου. Μερικά πράγματα βαραίνουν το βιογραφικό ορισμένων καλλιτεχνών και δεν είναι στο ενεργητικό τους.
Την επόμενη φορά παιδιά, κοπέλες, συν-εργαστείτε, συνεννοηθείτε, ναι μεν είστε τρεις (ή και δέκα-τρεις) αλλά αυτό δεν σας εμποδίζει στη σύγχρονη εποχή της ηλεκτρονικής επικοινωνίας να τα βρείτε και να δώσετε μία κάποια ενιαία αισθητική κατεύθυνση στην τριλογία που κακοποιήσατε. Και να μεν υπάρχουν οι ψαγμένοι θεατρολόγοι, το ειδικώς εκπαιδευμένο κι εξειδικευμένο κοινό που αναγιγνώσκει αμέσως τα δάνεια και τις «διακειμενικές» αναφορές σας, ανακαλύπτει σε κλάσμα δευτερολέπτων από ποια παράσταση ποιανού διάσημου (ξένου) σκηνοθέτη «εμπνευστήκατε» τι, όμως υπάρχει και το κοινό, το θεατρόφιλο κοινό που θέλει να δει, να θυμηθεί, να μάθει την αισχύλεια τριλογία και δεν ενδιαφέρεται για τους όποιους σκηνοθετισμούς και τις επιδείξεις δεξιοτεχνίας σας.
Αυτά για την ώρα. Τέτοιου είδους εγχειρήματα είναι καλά μεν εξαρχής όταν δεν συνιστούν «αρπαχτή» και δεν συνηγορούν υπέρ κάποιας αλαζονικής ασυδοσίας. Εντάξει, το μεταμοντέρνο κενό δημιουργεί και το ανάλογο άγχος στους δημιουργούς, όμως υπάρχει πάντα η παλιά, καλή, δοκιμασμένη λύση: ΕΝ ΑΡΧΗ ΉΝ Ο ΛΟΓΟΣ, πείτε τα λόγια σας απλά και καθαρά, κα-τα-νο-η-τά, ορθοφωνημένα κι όχι ξεφωνημένα, θέλξτε το κοινό με την μαγεία που δημιουργείτε (η φωνή είναι ήδη ένα πλουσιώτατο εκφραστικό όργανο και το σώμα μετά όταν χορεύει και βακχεύεται διονυσιακώς). Γίνετε φανοί κι όχι φωστήρες από δεύτερο χέρι. Επικροτώ κάθε καινοτομία, όπως την εξωγήινη Κλυταιμνήστρα, ενθουσιάζομαι μάλιστα από το καινούργιο. Όχι όμως κι από τα αναμασήματα, τις δήθεν καινοτομίες, τις ληγμένες πρωτοπορίες και πουλάω στους ιθαγενείς φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Τα καθρεφτάκια του Κορτές μπορεί να θάμπωσαν τους ερυθρόδερμους της Αμερικής, οδήγησαν όμως στον πολιτιστικό εξανδραποδισμό και την εξαφάνισή τους από προσώπου γης. Οψόμεθα…
Κωνσταντίνος Μπούρας
INFO: